Σε μια προσπάθεια να φωτιστούν πλευρές του παραγωγικού αδιεξόδου της χώρας και να τεθούν ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα εναλλακτικών δρόμων, πραγματοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα στη Θεσσαλονίκη, η εκδήλωση του Δρόμου με θέμα «το παραγωγικό μοντέλο της χώρας – Αναζητώντας εναλλακτική». Στην εκδήλωση εξηγήθηκε η διαφαινόμενη, τα τελευταία χρόνια, τάση για αφελληνισμό και ολιγοπωλιακή συγκρότηση της ελληνικής οικονομίας με μοχλό τα μνημόνια αλλά και τη λεγόμενη πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Στην αρχική εισήγηση του οικονομολόγου Χάρη Μαντινιώτη, αφού έγινε αναφορά στις θεματικές και τους στόχους της συζήτησης, που είναι ενταγμένη στην πορεία προς το Συνέδριο για «Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα», περιγράφηκε μέσα από εκτενή στοιχεία των τελευταίων ετών (2010-2022) και παραδείγματα κλάδων αιχμής (τράπεζες, τηλεπικοινωνίες, supermarket, μεταποίηση τροφίμων) η τάση συγκεντρωποίησης και αφελληνισμού, καθώς και οι μηχανισμοί επιβολής της αλλά και η επίδραση που αυτή έχει συνολικά στην παραγωγή του τόπου. Στη συνέχεια, ο Βασίλης Μαυροσκάς, αγρότης, περιέγραψε τους αναγκαίους πυλώνες για την ανασυγκρότηση του παραγωγικού τομέα ενώ ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, μηχανολόγος μηχανικός και για χρόνια εργαζόμενος στα ΕΛΠΕ, φώτισε πλευρές του ενεργειακού ζητήματος και πως αυτό διαπερνά το σύνολο της παραγωγής και της οικονομίας. Τέλος, στην παρέμβασή του ο Βασίλης Γεροδήμος, προγραμματιστής, περιέγραψε πλευρές της «άνθισης» του τομέα της πληροφορικής στη χώρα μας και χαρακτήρισε την «ψηφιακή μετάβαση» μοχλό απόρριψης των μικρών και μεσαίων παικτών από την οικονομία.
Στη συνέχεια παραθέτουμε εκτενές απόσπασμα της ομιλίας του Βασίλη Μαυροσκά, και τμήματα των άλλων τριών ομιλιών, οι οποίες θα δημοσιευθούν ολόκληρες στην ιστοσελίδα του Δρόμου. Τέλος, στο κανάλι του Δρόμου στο youtube μπορεί κανείς να βρει το βίντεο της εκδήλωσης.
Αφελληνισμός και ολιγοπώλια δεν συνιστούν κανονικότητα
Χάρης Μαντινιώτης | Οικονομολόγος
Όλα όσα συντελούνται έχουν διακηρυχθεί κανονικότατα στο Σχέδιο Ελλάδα 2.0. και δεν αμφισβητούνται από τις ελίτ, το πολιτικό και μιντιακό σύστημα. Η ελληνική οικονομία αφελληνίζεται ταχύτατα (με τις ντόπιες ελίτ να συμμετέχουν ωστόσο στο πάρτι) ενώ δημιουργούνται παντού ολιγοπώλια καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις περνάνε σε ξένα χέρια ή funds ή σε μεγάλους εγχώριους ομίλους με αποτέλεσμα να κερδίζουν συνεχώς μερίδιο αγοράς από τις μικρότερες επιχειρήσεις.
Η δημιουργία ολιγοπωλιών-μονοπωλίων συντελείται ενώ υποτίθεται πως αντίκειται στις ευρωπαϊκές αρχές της ελεύθερης οικονομίας κάτι που αποτυπώνεται με σαφήνεια σε όλες τις διακηρύξεις / ευρωπαϊκές συμφωνίες και για τον λόγο αυτόν υπάρχει και η Επιτροπή Ανταγωνισμού (η οποία βέβαια δεν έχει εμποδίσει ποτέ εξαγορά ή συγχώνευση). Ωστόσο, η κατάσταση αυτή αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο.
Στα παραπάνω συντελούν όλες οι νομοθετικές παρεμβάσεις από το 2021 και έπειτα (κίνητρα για M&A, φορολογικό νομοσχέδιο, ψηφιακός και πράσινος μετασχηματισμός κτλ). Ενώ με το σχέδιο Ελλάδα 2.0. το οποίο καθορίζει και τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, αυτοί κατευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σε κάθετες μονάδες, σε μονάδες με συμβολαιακή γεωργία, σε μονάδες με πολύ υψηλή τεχνολογία στην παραγωγή αφήνοντας εκτός όλες τις μικρότερες επιχειρήσεις.
[…] Αυτός ο μηχανισμός αφελληνισμού και ολιγοπωλειακής συγκέντρωσης, υπονομεύει ξεκάθαρα τις παραγωγικές δυνατότητες του τόπου.
Α. Δεν μπορούμε να το αποδεχθούμε ως κανονικότητα, ως ορθολογική λειτουργία μιας κανονικής οικονομίας/χώρας.
Β. Το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε το 2010, παραμένει ενισχυμένο, με την χώρα ως μια ημιαποικία να βρίσκεται σε διαρκή επιτήρηση.
Γ. Πλάι στα παραπάνω, και μέσω αυτών, έχει στηθεί ένα πάρτη κεδροσκόπων, καιροσκόπων, κρατικοδίαιτων επενδυτών και funds, που κάνουν πλιάτσικο στη χώρα.
Δ. Αυτά μόνο άσχετα δεν είναι με την πρωτιά στον πληθωρισμό, την ακρίβεια, το κόστος ενέργειας κ.ά.(…)
Η τροφή και η ελευθερία είναι ο στόχος
Βασίλης Μαυροσκάς | Αγρότης
Ονομάζομαι Βασίλης Μαυροσκάς και είμαι αγρότης από την Επανομή. Μια ζωή είμαι αγρότης, είμαι γιος αγρότη, οι παππούδες μου ήταν αγρότες, οι παππούδες των παππούδων μου ήταν αγρότες, αλλά είμαι ο τελευταίος σε αυτή την μακρά αλυσίδα, τα τρία μου παιδιά και τα δύο μου ανίψια, όπως και πολλά νέα παιδιά στην Επανομή δεν θέλουν να ασχοληθούν πλέον με την αγροτική παραγωγή και το επάγγελμα. Πριν λίγα χρόνια καλλιεργούσα μια μεγάλη γεωργία με βαμβάκια, με χειμερινά και θερινά κηπευτικά, σιτηρά, τα οποία τα εγκατέλειψα σιγά-σιγά εξαιτίας του αυξημένου κόστους παραγωγής και των χαμηλών τιμών. Μίκρυνα πολύ την παραγωγή μου και σήμερα ασχολούμαι μόνο με συμβολαιακή γεωργία, η οποία είναι ένας πολύ μεγάλος καρκίνος και ακόμη δεν έχει σκάσει, με λίγα σιτηρά που προσπαθώ να τα κάνω άλευρα και να τα διαθέσω στην αγορά, και με όσπρια τα οποία και πάλι προσπαθώ έξω από τα δίκτυα διανομής των σουπερ μάρκετ να τα διαθέσω στην αγορά.
Σήμερα μας έχουν μετατρέψει εμάς τους παραγωγούς σε κυνηγούς επιδοτήσεων. Από το ‘80 και εδώ κυνηγάμε τις επιδοτήσεις και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χάσουμε παραδοσιακές καλλιέργειες, ελληνικές, με τελευταία τα τεύτλα και να αγοράζουμε ζάχαρη από τις Φιλιππίνες. Και έτσι έχουμε μείωση της παραγωγής, είμαστε διατροφικά εξαρτώμενοι και τρώμε, και εσείς και εμείς, αμφιβόλου ποιότητας τρόφιμα που έρχονται από τρίτες χώρες. Γενικώς μια οικονομική αιμορραγία που αυξάνεται ακόμη περισσότερο αν αναλογιστούμε ότι από το 1980 που μπήκαμε στην ΕΟΚ μέχρι σήμερα ότι επιδοτήσεις πήραμε συνολικά όλα αυτά τα χρόνια, τις έχουμε δώσει πολλαπλάσια για την αγορά μηχανολογικού εξοπλισμού και αγροεφοδίων (λιπάσματα, σπόρους, φυτοφάρμακα) από τους Ευρωπαίους, γιατί έχουμε τινάξει όλη την εγχώρια βιομηχανία στον αέρα.
Τι πρέπει να γίνει:
Α. Θα έπρεπε αντί να καλλιεργούμε για την επιδότηση να καλλιεργούμε για τη διατροφική επάρκεια της χώρας. Η διατροφική επάρκεια της χώρας δεν είναι μόνο οικονομικό μέγεθος, είναι κάτι που θωρακίζει ως κοινωνία και έθνος και εξασφαλίζει ένα βαθμό ανεξαρτησίας στη χώρα. Μπορείτε να φανταστείτε μια μάνα να μην έχει ψωμί και γάλα να δώσει στο παιδί της. Αυτή είναι η διατροφική εξάρτηση. Αυτά τα προϊόντα εμείς τα είχαμε όλα, ήμασταν αυτάρκεις και φτάσαμε σε 40 χρόνια να μην έχουμε τίποτα. Επίσης εκτός από την καλλιέργεια για τη διατροφική επάρκεια θα μπορούσε να στηριχθεί η παραγωγή προϊόντων της Ελληνικής Μεσογειακής Διατροφής με φιλικές προς το περιβάλλον τεχνικές, όπως είναι η βιολογική γεωργία και το σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης, τα οποία θα έβρισκαν αγορές, με προστιθέμενη αξία, ειδικά αν τα συνδυάζαμε με τη μεταποίηση, τον τοπικό τουρισμό και τον πολιτισμό της κάθε περιοχής. Μόνο έτσι μπορεί να διαχυθούν τα οφέλη σε όλη την τοπική κοινωνία και να ανθίσει η περιφέρεια και η ύπαιθρος. Για να γίνει αυτό είναι πολύτιμη η κινητοποίηση και των πανεπιστημίων και των κρατικών φορέων, που πρέπει να κάνουν έρευνες για κάθε περιοχή.
Β. Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, είναι η λειτουργία θεσμών και δομών του κράτους στον αγροτικό χώρο. Είμαστε η μόνη χώρα στην Ε.Ε. που δεν έχουμε αγροτική τράπεζα. Το ότι δεν έχουμε αγροτική τράπεζα, σημαίνει ότι ο μέσος αγρότης δεν έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Το ότι δεν έχουμε πρόσβαση στην χρηματοδότηση σημαίνει ότι δεν μπορούμε να στελεχώσουμε και να κάνουμε δυνατούς συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών, για οικονομικούς κυρίως λόγους. Αυτό θα ήταν το βασικό εργαλείο για να απελευθερωθούμε από τα καρτέλ –δεν τα λέω εταιρίες, καρτέλ τα λέω–, όμως λείπει το κεφάλαιο για να στηριχθούν. Γι’ αυτό οι συνεταιρισμοί παλιά ήταν γεωργικοί-πιστωτικοί συνεταιρισμοί. Άλλες δομές είναι τα ινστιτούτα σε κάθε προϊόν (βάμβακος, καπνού κ.λπ.) με τους αντίστοιχους εξειδικευμένους γεωπόνους, παρόντες στο χωράφι, που έκλεισαν επί Σημίτη. Είναι το ΕΘΙΑΓΕ που κάποτε έκανε έρευνα και για ζητήματα τεχνολογίας που σήμερα πάσχουμε, η ΚΕΣΠΥ που εμπορευόταν σπόρους και πολλαπλασιαστικό υλικό και μάλιστα ελληνικές ποικιλίες, ο ΕΛΓΑ ο οποίος κατάντησε ένας εισπρακτικός και αναχρονιστικός μηχανισμός κ.ά. Όλα αυτά αν λειτουργούσαν δεν θα μας έδιναν μόνο γνώση, που είναι σημαντική σήμερα, θα ήταν και ένα βήμα για να μειώσουμε το δυσβάσταχτο κόστος παραγωγής.
Γ. Προς αντιμετώπιση είναι και οι χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας, όπως π.χ. είναι ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος. Παλιά στα μπλόκα μιλούσαμε για τράπεζα γης, τώρα μπροστά στα τόσα μεγάλα προβλήματα ξεχάστηκε και αυτό αφού πλέον δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τις εκτάσεις που ήδη έχουμε. Είναι οι δυσβάσταχτοι φόροι και εισφορές, που είναι υψηλότεροι αναλογικά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που μαζί με το κόστος παραγωγής (που είναι 2,5 φορές πάνω από τη Γερμανία ή τη Γαλλία), μας καθιστά μη ανταγωνιστικούς (πόσο μάλλον σε σχέση με χώρες όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος κ.ά.). Όταν λέμε κόστος παραγωγής, μιλάμε για ενέργεια (καρτέλ νο 1) και για αγροεφόδια (καρτέλ νο 2). Για αυτό, για πρώτη φορά φέτος στα μπλόκα, ακούστηκε πως δεν θέλουμε επιδοτήσεις αλλά μια γενναία μείωση του κόστους παραγωγής.
Δ. Αν οι προηγούμενες ΚΑΠ ήταν κομμένες και ραμμένες στις ανάγκες των Βορειοευρωπαίων, αυτή η ΚΑΠ 2023-2027, έχει την ιδιαιτερότητα να είναι κομμένη και ραμμένη, στις ανάγκες των μεγάλων πολυεθνικών εταιριών, για αυτό ξεσηκώνονται οι αγρότες σε όλη την Ευρώπη. Μιλάμε για τις ίδιες εταιρίες που ευθύνονται για την ακρίβεια στα αγροεφόδια, για τις χαμηλές τιμές στους παραγωγούς και για τις υψηλές τιμές τροφίμων στο ράφι. Μας λέει ο πρωθυπουργός ότι είμαστε η μόνη χώρα στην οποία δεν μειώθηκαν τα ποσά που πήραμε από την Ε.Ε. Αυτό που δολίως αποκρύπτει είναι που πήγαν αυτά τα λεφτά που δεν μειώθηκαν, έρχονται στις τσέπες των αγροτών, ή πηγαίνουν στις μεγάλες εταιρίες μέσω των κανόνων που επιβάλουν τα λεγόμενα οικολογικά σχήματα (που προβλέπουν εκτός των άλλων πως για να πάρεις την επιδότηση πρέπει να χρησιμοποιείς συγκεκριμένο σπόρο, να πουλήσεις σε συγκεκριμένη εταιρία κ.ά.). Αυτά τα τέσσερα πράγματα πρέπει να προχωρήσουν όλα μαζί. Δεν είναι βιώσιμες αποσπασματικές λύσεις.
Κλείνοντας θέλω να πω το εξής. Η Ε.Ε. ως το μακρύ χέρι της παγκοσμιοποίησης, με πρόσχημα την προστασία του περιβάλλοντας και την εργαλειακή χρήση του πραγματικού κινδύνου της κλιματικής αλλαγής, θέλει να σταματήσει την παραγωγή με την αύξηση του κόστους παραγωγής, τη μείωση των παραγωγών και με τους αυστηρούς περιβαλλοντικούς κανόνες. Και λέμε πρόσχημα γιατί την ίδια στιγμή έχουμε την ανεξέλεγκτη εισαγωγή προϊόντων από τρίτες χώρες, όπου δεν τηρείται κανένας κανόνας και όρος. Έτσι θα οδηγηθούμε νομοτελειακά σε πολλές εισαγωγές κακής ποιότητας τροφίμων, που θα είναι φθηνά για τους μεσάζοντες, ακριβά για τους καταναλωτές, και σε σταδιακή αντικατάσταση της τροφής από εργαστηριακά παραχθέντα σκευάσματα (βλ. νομοθέτηση για αλεύρι από γρύλους, 3D κρέας κ.ά.) με απώτερο στόχο τον καθολικό έλεγχο της τροφής από τις πολυεθνικές.
Όμως η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο ένα οικονομικό μοντέλο. Είναι ένα ολοκληρωτικό σύστημα που θέλει να ελέγξει την οικονομία, την κοινωνία και τα έθνη κράτη. Αυτό θέλουν να το πετύχουν με κάθε κόστος. Οι αγρότες οι παραγωγοί είμαστε εμπόδιο και ήρθε η σειρά μας. Δεν είναι μόνο ότι παράγουμε τροφή, άρα πρέπει να μας πετάξουν έξω από αυτή την παραγωγή όπως εξηγήσαμε, αλλά έχουμε και μια άλλη ιδιαιτερότητα. Ζούμε από τη φύση, και μέσα στη φύση, προστατεύουμε τη φύση, παράγουμε και είμαστε περήφανοι για την εργασία μας (περισσότερο από άλλους κλάδους) και την προσφορά μας στην κοινωνία και είμαστε ένα σχετικά συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας δεμένη με τον τόπο, τις αξίες και τις παραδόσεις του. Και όλο αυτό το πλέγμα που μας κάνει να αισθανόμαστε περήφανοι, μας κάνουν να αισθανόμαστε και ελεύθεροι. Και είναι πολύ κακό πράγμα να αισθάνεσαι ελεύθερος στην παγκοσμιοποίηση. Η τροφή όλων μας και η ελευθερία όλων μας είναι στόχος. Η δική μας η απάντηση πρέπει να είναι μία, αυτάρκεια, αφύπνιση, αντίσταση.
Το πλιάτσικο της ενέργειας
Γιώργος Παπακωνσταντίνου | Μηχανολόγος Μηχανικός
Όταν μιλάς για ενέργεια είναι λίγο δύσκολο να περιοριστείς σε αυτήν γιατί δεν υπάρχει ένα όριο που λέει μέχρι εδώ είναι η ενέργεια και από δω και παραπέρα είναι άλλος τομέας. Δεν υπάρχει κάτι να μην διαπεράσει η ενέργεια και να μην επηρεάζει, μιλούσαμε για τα αγροτικά πιο μπροστά και η πολιτική ενεργειακή καθόρισε, ως ένα βαθμό τα χάλια στην αγροτική πολιτική και στα αποτελέσματά της. Η ενεργειακή πολιτική σε οποιαδήποτε χώρα, σε οποιαδήποτε ιστορική στιγμή της ανθρωπότητας καθόριζε το αν μια κοινωνία λειτουργούσε παίρνοντας υπόψη τις ανάγκες της κοινωνίας ή αν λειτουργούσε ενάντια στα συμφέροντα και στις ανάγκες της κοινωνίας. […]
[…] Αν ελέγχεις ως κράτος την ενέργεια, μπορείς αν υπάρχει πολιτική βούληση να ελέγξεις τις τιμές. Αν δεν τα ελέγχεις, είσαι έρμαιο των καρτέλ και του χρηματιστηρίου ενέργειας, με τις συνέπειες που αυτό έχει σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. […] Ως το 2007 το αποθεματικό της ενέργειας για τη χώρα μας στηριζόταν 35% πετρέλαιο, 25% γαιάνθρακες, 23% φυσικό αέριο, 6,5% υδροηλεκτρικά. Αντίστοιχα ήταν τα νούμερα και παγκόσμια αν εξαιρέσουμε ένα 8% που αφορούσε πυρηνικά. Και ένα 2% σε ΑΠΕ. Με την αποανθρακοποίηση, έγινε μια απάτη, με χώρες όπως η δική μας να κλείνουν εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, για να εισάγουμε από άλλες χώρες πανάκριβα, ενέργεια που παρασκευάζεται σε εργοστάσια με λιγνίτη που παίρνουν από εμάς τζάμπα. Μιλάμε για πλιάτσικο. Και φυσικά ποιος μπορεί να πει ότι οι παρενέργειες από την ρύπανση έχουν σύνορα. […]
[…] Τέλος για το θέμα των υδρογονανθράκων που επανήλθε τελευταία, και πράγματι υπάρχουν στο Αιγαίο και το Ιόνιο, όπως και στην ξηρά, και είναι σημαντικά τα κοιτάσματα. Αυτό που έχει σημασία για τις χώρες σαν την Ελλάδα, είναι να δούμε και την εμπειρία τη διεθνή. Γιατί όταν μας πουλάνε το παραμύθι ότι έχουμε πετρέλαια και άντε να τα βρούμε με τους Τούρκους ή τους Αμερικάνους, και να σκύψουμε και λίγο μπας και κονομήσουμε κανένα χαρτζιλίκι. Να ξέρουμε ότι αν προκύψει η σχετική απόφαση, αν δεν υπάρχει χώρα που να λειτουργεί κανονικά σαν χώρα, με ελέγχους και νόμους, σε ό,τι αφορά την κοινωνία το μόνο που θα μας μείνει θα είναι οι πετρελαιοκηλίδες και τίποτε άλλο σαν κέρδος.
Ερωτήματα για τον κλάδο της πληροφορικής
Βασίλης Γεροδήμος | Προγραμματιστής
Τι υπάρχει όμως πίσω από την πρόσφατη άνθιση του κλάδου της πληροφορικής στη χώρα μας. Υπάρχει σίγουρα ένα υψηλά καταρτισμένο δυναμικό στις θετικές επιστήμες. Υπάρχει η κρίση του κλάδου στις ανεπτυγμένες χώρες που οδηγεί μεγάλες πολυεθνικές σε αναδιατάξεις και εξαγωγή κεφαλαίων προς αναζήτηση φθηνότερου δυναμικού ή για άλλους γεωπολιτικούς λόγους. Τι παράγουν όμως αυτές οι εταιρίες στη χώρα μας; Παράγουν προϊόντα ή κάνουν υπεργολαβία υπηρεσιών για το εξωτερικό; Τι μένει στη χώρα πέρα από τους μισθούς ως προστιθέμενη αξία; Με ποια προβλήματα του τόπου καταπιάνονται, παράγοντας αντίστοιχες τεχνικές λύσεις; […]
[…] Με βάση έρευνα του ΣΕΒ το 2023, ικανοποιητική ψηφιακή ωριμότητα είχαν 7 στις 10 μεγάλες επιχειρήσεις, 2 στις 10 μεσαίες, και 1 στις 10 μικρές επιχειρήσεις. Το χάσμα καταλαβαίνουμε ότι είναι τεράστιο. Η κυβέρνηση είπε στις μικρές επιχειρήσεις «σου δίνω ένα voucher των 900 ευρώ και λύθηκαν τα ζητήματά σου», την ίδια στιγμή που με τον ανταγωνισμό του ηλεκτρονικού εμπορίου και την ψηφιακή γραφειοκρατία έφερε πολλαπλάσια διαχειριστικά κόστη από τα οποία επωφελούνται ελάχιστες μεγάλες εταιρίες πληροφορικής. Πώς θα μπορέσει μια μικρή επιχείρηση να μείνει ζωντανή μπροστά σε όλο αυτό, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και βοήθεια (οικονομική και τεχνική) από το κράτος. (…) Έχουμε ανάγκη από ένα σχέδιο αναβάθμισης της παραγωγικής ικανότητα της χώρας και όχι ένα σχέδιο που στο όνομα του ψηφιακού εκσυγχρονισμού, εξοντώνει λίγο-λίγο τους μικρομεσαίους για χάρη των πολυεθνικών και μιας χούφτας μεγάλων εταιριών παροχής υπηρεσιών πληροφορικής.