Μέρος A΄
Το ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε πολύ βαθιά κρίση δεν χρειάζεται να είναι κάποιος οικονομολόγος για να το καταλάβει. Όμως από εκεί και μετά αρχίζουν τα δύσκολα και οι τεχνικές χειρισμού των λαών μέσω των διαφόρων αναλύσεων που όλο και «πέφτουν έξω» στο τέλος αλλά την εποχή που δημοσιοποιούνται «κάνουν καλά τη δουλειά» τους. Πραγματοποιείται αυτές τις μέρες (12-18/10/2020) η ετήσια σύνοδος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, με τη χρήση της τεχνολογίας εξ’ αποστάσεως λόγω των συνθηκών πανδημίας. Με την ευκαιρία της συνόδου το ΔΝΤ επικαιροποίησε τις προβλέψεις του για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Από τα όσα έχουν δημοσιοποιηθεί μέχρι τώρα προκύπτουν ορισμένα στοιχεία και συμπεράσματα.
Κατάσταση και αβεβαιότητες
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις η παγκόσμια ύφεση για το 2020 θα είναι λίγο περιορισμένη σε μέγεθος, σε σύγκριση με ότι είχε εκτιμηθεί τον περασμένο Ιούνιο. Όμως η ανάκαμψη το 2021 προβλέπεται να είναι πιο αργή. Ειδικότερα η παγκόσμια παραγωγή το 2020 θα μειωθεί κατά -4,4% (έναντι πρόβλεψης –5,2% Ιουνίου) και το 2021 θα ανακάμψει 5,2% (έναντι προηγούμενης πρόβλεψης 5,4%). Το συνολικό κόστος για την παγκόσμια οικονομία στη διετία 2020-2021 εκτιμάται σε 11 τρισ. δολάρια και έως το 2025 σε 28 τρισ.
Οι παραπάνω προβλέψεις είναι «το καλό σενάριο» αλλά υπόκεινται σε τρεις σημαντικούς παράγοντες αβεβαιότητας από τους οποίους μπορούν να ανατραπούν: α) Η πανδημία δεν έχει τελειώσει και κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά το πότε αλλά και σε τι συνθήκες, κοινωνικά και οικονομικά, θα μας οδηγήσει το επόμενο διάστημα σε περίπτωση επιδείνωσης της κατάστασης. β) Οι υπάρχουσες αντιπαραθέσεις και οι περιορισμοί στην εμπορική και επενδυτική δραστηριότητα ανά τον κόσμο (παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος με επίκεντρα ΗΠΑ και Κίνα). γ) Οι αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις σε διάφορες περιοχές του πλανήτη και οι κίνδυνοι που αυτές εγκυμονούν.
Οι παραπάνω αλλαγές των εκτιμήσεων, μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου, δεν είναι σημαντικού μεγέθους για να σηματοδοτήσουν κάποια ουσιαστική μεταβολή σε σχέση με όσα ξέρουμε μέχρι τώρα. Συνεπώς τα βασικά συμπεράσματα παραμένουν: α) Η παρούσα κρίση, που δεν είναι μόνο κρίση λόγω του κορωνοϊού αλλά είχε αρχίσει να προετοιμάζεται πριν την εμφάνισή του, είναι η μεγαλύτερη που γνώρισε η παγκόσμια οικονομία μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929. β) Το μέγεθός της και η εξέλιξη της δεν μπορεί ακόμα να αποτιμηθεί επαρκώς καθώς υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες όσον αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ήδη ο ιός επανήλθε σε δεύτερο κύμα γεγονός που οδηγεί σε προβληματισμούς και διαδικασίες λήψης περιοριστικών μέτρων ακόμα και απαγόρευσης κυκλοφορίας (lock-down) είτε τοπικά είτε και ευρύτερα περιφερειακά σε πολλές χώρες. γ) Με εξαίρεση την Κίνα, όπου η παραγωγή ήδη από το 2020 θα είναι υψηλότερη σε σχέση με το 2019, σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ως σύνολο και στις μεγάλες γεωγραφικές ενότητες, η παραγωγή του 2021 θα είναι κατώτερη από εκείνη του 2019. δ) Η ανάκαμψη θα είναι πολύ πιο αργή και «βασανιστική» σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις για σχήματα V, ταχεία ανάκαμψη κλπ.
Το μέγεθος της αβεβαιότητας, λόγω των ειδικών συνθηκών, είναι τόσο μεγάλο που οι περισσότερες από τις εκτιμήσεις, ιδίως σε εθνικό επίπεδο που έχουν και τη μεγαλύτερη σημασία, γίνονται γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα διαψευστούν αλλά είναι χρήσιμες στην παρούσα φάση για να γίνει η διαχείριση της τρέχουσας κατάστασης. Αυτό συνάδει ειδικά σε καταστάσεις οικονομιών όπως η Ελληνική που έχει διαρθρωτικά προβλήματα επιπλέον της συγκυρίας (υπερβολική βαρύτητα τουρισμού, δεν βγήκε από την προηγούμενη κρίση, μη βιώσιμο χρέος κ.λπ.) και οι καθησυχαστικές προβλέψεις «βολεύουν» για να συνεχίζεται η κατάσταση χωρίς τη λήψη των αναγκαίων μέτρων που θα αμφισβητούν το διαχρονικό μοντέλο «ανάπτυξης» της ελληνικής οικονομίας.
Πρωτοφανείς σε μέγεθος κρατικές παρεμβάσεις
Συνοπτικά η εικόνα που παρουσιάζεται, από το ΔΝΤ και γενικότερα τους ασκούντες την οικονομική πολιτική σε διεθνές επίπεδο, είναι ότι η κατάσταση δεν είναι εύκολη αλλά δεν είναι και καταστροφική. Η ύφεση θα είναι διαχειρίσιμη. Όμως κρατούν επιφυλάξεις για το τι επιφυλάσσει το μέλλον με τους παράγοντες κινδύνου που προαναφέραμε.
Η όποια βελτίωση στην εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας για το 2020 συγκριτικά με τις εκτιμήσεις πριν από 4 μήνες οφείλεται κύρια στις τεράστιες σε μέγεθος παρεμβάσεις από τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες. Συνολικά οι παρεμβάσεις μέσα σε μόλις ένα εξάμηνο έχουν ξεπεράσει τα 20 τρισ. δολάρια (23% του παγκόσμιου ΑΕΠ) και αναλύονται σε 12 τρισ. δημοσιονομικές παρεμβάσεις από τις κυβερνήσεις και 8 τρισ. άμεσες παρεμβάσεις στις αγορές από τις κεντρικές τράπεζες. Στα ποσά αυτά παρεμβάσεων θα πρέπει να προστεθούν και οι δευτερογενείς επιδράσεις στις οικονομίες από τη μείωση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες (μηδενικά ή ακόμα και αρνητικά επιτόκια). Συνεπώς η όποια εικόνα ελέγχου της οικονομικής κατάστασης παγκόσμια έχει δημιουργηθεί μέσω μιας τεράστιας ποσότητας χρημάτων που έχουν δοθεί στις οικονομίες από το δημόσιο.
Η παρούσα κρίση, που είχε αρχίσει να προετοιμάζεται πριν την εμφάνισή του κορωνοϊού, είναι η μεγαλύτερη που γνώρισε η παγκόσμια οικονομία πρόσφατα. Το μέγεθός και η εξέλιξη της δεν μπορεί ακόμα να αποτιμηθεί καθώς υπάρχουν ακόμα μεγάλες αβεβαιότητες
Το μοντέλο παρέμβασης στην παρούσα κρίση είναι το ίδιο με την προηγούμενη του 2008. Η διαφορά έγκειται ότι το 2008, λόγω της μορφής της κρίσης αρχικά (χρηματοπιστωτική), είχαν ενισχυθεί οι τράπεζες ενώ τώρα λόγω της γενικευμένης κρίσης οι ενισχύσεις φτάνουν και στους πολίτες με την επιδότηση των μισθών, τα πάσης φύσεως έκτακτα επιδόματα, τα ειδικά μέτρα για τους ανέργους, τις φορολογικές διευκολύνσεις, την παροχή ρευστότητας σε όλο το φάσμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας ακόμα και σε ελεύθερους επαγγελματίες και μικροεπιχειρήσεις κλπ. Σκοπός σε πρώτη φάση, ειδικά στις αναπτυγμένες χώρες, α) να μην καταρρεύσει η κατανάλωση (γεγονός το οποίο έχει επιτευχθεί σε σημαντικό βαθμό συγκριτικά με το μέγεθος της αύξησης της ανεργίας) η οποία με τη σειρά της θα βαθύνει σε μέγεθος και θα επιμηκύνει χρονικά την κρίση και β) να μην καταρρεύσουν επίσης τα μεσαία στρώματα που πλήττονται ιδιαίτερα λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Όμως αυτές οι «ενέσεις» χρημάτων ή αλλιώς «χρήματα από το ελικόπτερο» φυσικά δεν κατανέμονται ισομερώς στο λαό κάθε χώρας και δεν ανατρέπουν την γενικότερη τάση διεύρυνσης των οικονομικών ανισοτήτων.
Συνεπώς η ύφεση τουλάχιστον όσον αφορά το 2020 μπορεί να φαίνεται διαχειρίσιμη όμως αυτή η «διαχειρίσιμη» κατάσταση έχει επιτευχθεί με τεράστιες δημοσιονομικές παρεμβάσεις. Οι παρεμβάσεις αυτές οδηγούν σε ελλείμματα και δημόσιο χρέος τα οποία θα «συνειδητοποιηθούν» κατά την επιστροφή στην «κανονικότητα» και συνεπώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τα δεδομένα της «μετά κορωνοϊό εποχής».
Αλλαγές στο τρόπο σκέψης του ΔΝΤ;
Σε αυτές τις συνθήκες έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστούν ορισμένες απόψεις που εκφράζει το ΔΝΤ για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Η σημασία αυτών των θεμάτων έγκειται στο ότι δεν έχουμε συνηθίσει από το ΔΝΤ, που αποτελεί ένα γνήσιο εκφραστή του νεοφιλελευθερισμού, να διατυπώνει τέτοιες απόψεις. Όμως η παρούσα κρίση και οι κίνδυνοι που εγκυμονεί οδηγούν ακόμα και το ΔΝΤ σε αναζήτηση λύσεων έξω από την παραδοσιακή λογική «η αγορά μόνη της διορθώνει τα πάντα». Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ άλλων, δίνονται κατευθύνσεις για: α) να συνεχίσουν οι κυβερνήσεις να παρέχουν στήριξη στα εισοδήματα μέσω καλά στοχευμένων πολιτικών επιδοτήσεων σε μισθούς εργαζομένων και ανέργους, β) να ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις, που αποδεικνύονται ιδιαίτερα ισχυρές σε συνθήκες αβεβαιότητας και έχουν πολλαπλασιαστική επίδραση στην οικονομία, με προτεραιότητες την πράσινη ανάπτυξη και την ψηφιακή οικονομία, και γ) λόγω της συσσώρευσης δημοσίου χρέους, κατά την εφαρμογή των δημοσιονομικών παρεμβάσεων που είναι μέχρι τώρα της τάξης των 12 τρισ. δολαρίων, θα απαιτηθεί μελλοντικά αύξηση των φορολογικών εσόδων. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αυξήσουν την προοδευτικότητα των φόρων (τα υψηλότερα εισοδήματα να πληρώνουν αναλογικά υψηλότερους φόρους) και να διασφαλίσουν ότι οι εταιρείες θα πληρώνουν το μερίδιο των φόρων που τους αναλογεί.
*Στο επόμενο φύλλο θα δημοσιεύσουμε τη συνέχεια του σημειώματος σχετικά με τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης.