Η ταινία Νερούδα, ένα κινηματογραφικό πορτέτο του διάσημου Χιλιανού ποιητή υπό τη σκηνοθετική –μυθοπλαστική– άποψη του συμπατριώτη του και συνονόματου Π. Λαραΐν

Της Ιφιγένειας Καλατζή*

 

Με την ταινία Νερούδα, ο 40χρονος Χιλιανός Πάμπλο Λαραΐν σκηνοθετεί μέσα στο 2016 δεύτερο, μετά τη Jackie, κινηματογραφικό πορτρέτο, με σεναριογράφο τον 45χρονο θεατρικό συγγραφέα Γκιγιέρμο Καλντερόν.

Η ταινία εστιάζει στην περίοδο δίωξης του Πάμπλο Νερούδα, το 1948, Γερουσιαστή τότε του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο κηρύχθηκε παράνομο από τον Πρόεδρο Βιντέλα. Μετά από ένα χρόνο στην παρανομία, όπου έγραψε το περίφημο Κάντο Χενεράλ, ο Νερούδα κατάφερε να διαφύγει στην Αργεντινή, μέσα από ένα ορεινό πέρασμα.

Ο κατά Λαραΐν Νερούδα (Λουίς Γκνέκο), ένας εύσωμος και φιλήδονος άντρας, από τη μια αντιμετωπίζει δυναμικά τους πολιτικούς του αντιπάλους στο Κοινοβούλιο, από την άλλη απαγγέλλει τα ποιήματά του με στόμφο, μακιγιαρισμένος και μεταμφιεσμένος σε Λόρενς της Αραβίας, ερωτοτροπώντας με αισθησιακές γυναίκες, σε οίκους ανοχής, ενώ απεικονίζεται να αγκαλιάζει συμπονετικά κατατρεγμένους, τραβεστί και εξαθλιωμένες παιδούλες και όλα αυτά εν μεσω δίωξης. Αυτή η μέχρι υπερβολής καρικατουρίστικη παρουσίαση δεν είναι κατακριτέα από πουριτανισμό, αλλά γιατί ο μυθοπλαστικός χαρακτήρας μιας υπαρκτής προσωπικότητας, πολιτικού συμβόλου παγκόσμιου βεληνεκούς, βασίζεται μονάχα σε χαρακτηριστικά που δύσκολα μπορούν να διασταυρωθούν, υποβιβάζοντάς τον σε έναν ακίνδυνο ερωτιάρη ποιητή, που ακόμα και ο σοφέρ του τον επιπλήττει για έλλειψη ταπεινότητας.

Σεναριακό εύρημα ο ορκισμένος διώκτης του Νερούδα, ο εμμονικός αστυνόμος Πελουσενό (Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ), που στην εκτός κάδρου αφήγηση με την αντιδραστική οπτική του, απαξιώνει συλλήβδην τη διανόηση και την «αριστερίστικη» –εν έτει 1948!– ελίτ της Χιλής, με αναχρονιστικούς πολιτικούς σχολιασμούς, που δημιουργούν σύγχυση.

Με ευφυείς σκηνοθετικούς χειρισμούς, απεικονίζεται ένας ολόκληρος κόσμος, ως αποκύημα φαντασίας ενός συγγραφέα, με ιεραρχική δόμηση πρωταγωνιστών και δευτερευόντων χαρακτήρων, με τον Νερούδα να αφήνει ως ίχνη στο πέρασμά του τα βιβλία του, προκαλώντας τον Πελουσενό. Όσο όμως η πλοκή της ταινίας ταυτίζεται με την καταδίωξη, τόσο απομακρύνεται από την πολιτική της διάσταση, ενώ στις χιονισμένες βουνοκορφές των Άνδεων αγγίζει υπαρξιακή υπόσταση, αντίστοιχα με τον Νεκρό (1996), του Τζιμ Τζάρμους, όπου με όχημα την περιπλάνηση ενός ετοιμοθάνατου καταζητούμενου αποδίδεται η μεταφορική διάσταση της μακάβριας ποίησης του Γουίλιαμ Μπλέικ. Ο Λαραΐν αγγίζει τελικά το μυστήριο της αυθαίρετης μυθιστορηματικής έμπνευσης, μπαίνοντας «στο μυαλό» του Νερούδα και των λογοτεχνικών ηρώων του, όχι όμως και της επαναστατικής φλόγας που τροφοδοτεί σε συνθήκες πολιτικής δίωξης τον ποιητικό οίστρο ενός ανθρώπου που αυτοπροσδιοριζόταν με πάθος ως κομμουνιστής.

Η συναρπαστική κινηματογράφηση ακολουθεί τον πρωταγωνιστή με το πρόσωπό του κεντραρισμένο στο κάδρο. Η κάμερα περιδιαβαίνει τον χώρο σαν να αιωρείται, σε ημικυκλική κίνηση, που διακόπτεται από φετιχιστικά κοντινά πλάνα, θυμίζοντας την κινηματογράφηση της Jackie. Η χρήση παραμορφωτικών φακών διαχέουν αλλόκοτη ατμόσφαιρα, με την κεντρομόλο στρεβλωτική προοπτική να συμβάλλει στην αίσθηση εγωπάθειας του ποιητή.

Τη γενικότερη ατμόσφαιρα μυστηρίου συμπληρώνει η σύγχρονη μουσική, από τον λυρικό ρομαντισμό του Μέντελσον και του Έντβαρντ Γκρίγκ, ως τους μοντερνιστές Κριστόφ Πεντερέκι και Τσάρλς Άιβς, μαζί με άλλα διαλεχτά κομμάτια σε συγκεκριμένες σκηνές, που απογειώνουν το σκηνοθετικό αποτέλεσμα.

Στην ταινία Il Divo (2008), ο Πάολο Σορεντίνο μεταχειρίζεται στυλιστικούς σκηνοθετικούς εντυπωσιασμούς, χρησιμοποιώντας την Παβάν του Γκαμπριέλ Φορέ, πλάι στην καρικατουρίστικη διάσταση της ερμηνείας του Τόνι Σερβίλο και στα προσβλητικά μηνύματα στους τοίχους, προκειμένου να αποκαθηλώσει την εικόνα του Αντρεότι, ενός βαθιά διεφθαρμένου πολιτικού. Με αντίστοιχους οπτικοακουστικούς κώδικες, ο Λαραΐν χρησιμοποιεί το μελωδικό Ο Θάνατος της Αϊσέ απ’ τη σουίτα Πέερ Γκιντ του Έντβαρ Γκρίγκ, αποκαθηλώνοντας όμως έναν διωκόμενο κομμουνιστή, ενώ το αναγραφόμενο στον τοίχο σύνθημα ΝΕΡΟΥΔΑ ΠΡΟΔΟΤΗ, χωρίς να είναι σαφές ποιους εκπροσωπεί, θολώνει και πάλι το τοπίο, με υποδόριους διασυρμούς.

Σε αντίθεση με τον Λαραΐν, ο 75χρονος Χιλιανός Πατρίτσιο Γκουζμάν επέλεξε το ντοκιμαντέρ, ως εργαλείο καταγραφής και διατήρησης της ιστορικής μνήμης και όχι τη μυθοπλασία, που αφήνει χώρο παρερμηνειών. Ειδικά στη μυθοπλαστική βιογραφία, ο θεατής ωθείται να αποδεχτεί ένα πορτρέτο που ενίοτε αποστασιοποιείται από την πραγματική προσωπικότητα. Ακόμα και στη νοσταλγική ταινία Ο ταχυδρόμος (1994), του Μάικλ Ράντφορντ, με τον εξόριστο Νερούδα στην Ιταλία του ’50, ο ποιητής παρουσιάζεται και πάλι χωρίς πολιτικές αιχμές, καλοφαγάς διανοούμενος, που χορεύει ταγκό σαγηνεύοντας το γυναικείο φύλο, δίχως όμως να διασύρεται η εικόνα του.

Ο Λαραΐν, τέλος, μοιάζει να αδιαφορεί για την πρόσφατη αναψηλάφηση των πραγματικών αιτίων θανάτου του Νερούδα, με την εκταφή του το 2013, σαράντα χρόνια μετά την κηδεία του, μια από τις πρώτες αντιδικτατορικές συγκεντρώσεις κατά του Πινοσέτ. Επιλέγει να επικεντρωθεί στην επί Βιντέλα καταδίωξη, αναδεικνύοντας την αισθητική κινηματογραφική αξία της, ως ποιητική έμπνευση, παρουσιάζοντας έναν Νερούδα χωρίς την παραμικρή αγωνία για τον κίνδυνο σύλληψης, αφού όπως απαξιωτικά αναφέρεται, βόλευε την κυβέρνηση να τον κυνηγήσει, όχι όμως να τον συλλάβει, προκαλώντας διεθνές επεισόδιο. Παραβλέπονται έτσι τόσο οι βασικοί λόγοι δίωξης, όσο και η ουσία της επαναστατικής και ανατρεπτικής του ποίησης, παρόλο που αναφέρεται στην ταινία το περίφημο Κάντο Χενεράλ, με στίχους όπως «Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζητώ την τιμωρία…» (μετάφραση Δανάης Στρατηγοπούλου), που κυοφορήθηκαν εν μέσω άγριας καταδίωξης, ως πολιτική πράξη μέσα από την ποίηση.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου

[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!