Η επίσκεψη Νταβούτογλου, οι προκλήσεις της Άγκυρας και η κατάρρευση των μύθων
Του Σπύρου Παναγιώτου
Μέσα στην εξαιρετικά ρευστή και κρίσιμη περίοδο που διανύουμε η επίσκεψη του Tούρκου πρωθυπουργού, Α. Νταβούτογλου, και η κοινή συνεδρίαση των Υπουργικών Συμβουλίων Ελλάδας-Τουρκίας φαίνεται ότι απασχόλησε όλους λιγότερο. Ίσως να είναι δικαιολογημένη αυτή η στάση καθώς οι δύο πλευρές, αλλά και ο διεθνής παράγοντας, είχαν ανοίξει πλήρως τα χαρτιά τους πριν την συνάντηση.
Η Τουρκία, την ώρα ακριβώς της επίσκεψης, συνεχίζει να παραβιάζει απροκάλυπτα την εθνική κυριαρχία της Κύπρου, ενός ανεξάρτητου κράτους μέλος της Ε.Ε. και να δηλώνει χωρίς περιστροφές, κατά παράβαση κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου, ότι θα συνεχίσει να ασκεί κατακτητική πολιτική όσο η κυπριακή κυβέρνηση δεν αποδέχεται τη συνεκμετάλλευση των φυσικών της πόρων με την τουρκοκυπριακή πλευρά και μάλιστα προτού να έχουν προχωρήσει οι συνομιλίες για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Η τουρκική αντιπροσωπεία επισκέπτεται τη χώρα έχοντας από πριν φροντίσει να αναπτύξει τον πολεμικό της στόλο σε Βόρειο και Νότιο Αιγαίο σε μία σαφή επίδειξη πυγμής, ενώ λίγες μέρες νωρίτερα παρενοχλούσε ελικόπτερο που μετέφερε τον Έλληνα υπουργό Άμυνας στο Νότιο Αιγαίο. Σε όλο αυτό το διάστημα και με διάφορες ευκαιρίες ο Τούρκος πρωθυπουργός ξεκαθάριζε ότι αν η κυπριακή κυβέρνηση δεν πειθαρχήσει στις τουρκικές απαιτήσεις «τότε κι εμείς θα προβούμε σε έρευνες στο ίδιο μέρος μαζί με τους Τουρκοκύπριους και θα χρησιμοποιήσουμε το ίδιο δικαίωμα», δηλαδή την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων που βρίσκονται στη ΑΟΖ άλλης χώρας.
Την ίδια στιγμή, γίνεται γνωστή η πρόθεση για επίσκεψη της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Θράκη σαν εμφατική διακοίνωση ότι ο άξονας Κύπρος-Αιγαίο-Θράκη αποτελούν αλληλένδετη και ενιαία αιχμή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στις σχέσεις της με τη Ελλάδα. Τη στιγμή, λοιπόν, που η τουρκική πλευρά έρχεται στις συζητήσεις με το αξίωμα «τα ζητάω όλα με λόγια και πράξεις» το πραγματικό ερώτημα που εγείρεται είναι ποια είναι η στάση της ελληνικής πλευράς και γιατί;
Οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. προκειμένου να προβάλουν τον μύθο της «ισχυρής Ελλάδας» και απρόσκοπτα να ασχοληθούν με το φαγοπότι της «βαλκανικής εξόρμησης» και της Ολυμπιάδας του 2004 είχαν επιλέξει τον κατευνασμό της Τουρκίας μέσω της ενδοτικότητας σε κάθε τουρκική διεκδίκηση. Έτσι, από το 1977 υπεγράφη η Νέα Δομή του ΝΑΤΟ με την οποία αφαιρέθηκε από την Ελλάδα η στρατιωτική και επιχειρησιακή ευθύνη της άμυνας του εθνικού της χώρου, του Αιγαίου. Ακολούθησαν οι Συμφωνίες της Μαδρίτης (1977) και Ελσίνκι (1999) όπου αναγνωρίσθηκαν «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο και ύπαρξη «συνοριακών διαφορών» πέρα από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Στη βάση αυτή, έκτοτε, διεξάγονται μυστικές «διερευνητικές συνομιλίες» ανάμεσα στις δύο πλευρές όπου το μοναδικό φανερό συμπέρασμα είναι ή τεχνική αύξηση των τουρκικών διεκδικήσεων και μαζί η ένταση της προκλητικότητας από την πλευρά της Τουρκίας.
Σήμερα εφαρμόζεται η ίδια «παράδοση» της ελληνικής εξωτερικής «πολιτικής» αφού, όμως, πρώτα φρόντισαν να μετατραπεί ή χώρα σε αποικία χρέους, πλήρως παραδομένη στις οικονομικές, πολιτικές και γεωστρατηγικές απαιτήσεις και ανταγωνισμούς της τροϊκανής επιτροπείας. Σαμαράς και Βενιζέλος ονομάζουν «εθνική πολιτική» μια διατεταγμένη, επιβαλλόμενη από τις ΗΠΑ συνάντηση με τον Τούρκο πρωθυπουργό, τη στιγμή μιας γενικευμένης αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου. Προσπαθούν να εξαγοράσουν χρόνο και παρουσιάζουν τη σύγκλιση του Ανωτάτου Συμβουλίου σαν ευκαιρία «αποκλιμάκωσης της έντασης και κοινή προσπάθεια εξεύρεσης κοινής λύσης» την στιγμή που υποδέχονται τον Τούρκο πρωθυπουργό σαν ηγεμόνα και νομιμοποιούν τις τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Κύπρο και σιωπούν μπροστά στην κατακτητική συμπεριφορά της Τουρκίας σε βάρος της Κύπρου .
Ο συμβολισμός και τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης δεν είναι ακόμα γνωστά. Η πρόσφατη συμπεριφορά του Αλβανού πρωθυπουργού στη Σερβία δείχνει ότι η εξωτερική πολιτική μιας χώρας που αισθάνεται ισχυρή υποδείχνεται και με τρόπους που ξεπερνούν τα διπλωματικό πρωτόκολλο. Αυτά μένει να τα δούμε. Εκείνο, όμως, που είναι από τώρα φανερό είναι ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας καθορίζεται από το γεγονός ότι πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά έχει αναδειχθεί σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη με σαφείς προσανατολισμούς και στόχους. Παρά τα πολλαπλά ανοιχτά μέτωπα που έχει και τη διαφαινόμενη «ήττα» με την συγκρότηση κουρδικού κράτους δείχνει αποφασισμένη να διεκδικήσει ωφέλειες στο άξονα Θράκη- Αιγαίο- Κύπρος όσα «απολέσει» από ανατολάς.
Αυτό το σοβαρό ενδεχόμενο, όπως και η στήριξη που απολαμβάνει από την αμερικανική πολιτική παρά τις αντιθέσεις, είναι που καθιστά την προκλητικότητα της Τουρκίας επικίνδυνη σε ολόκληρη της Αν. Μεσόγειο.
Και είναι αυτό το σοβαρό ενδεχόμενο, μαζί με την ενδοτικότητα του αστικού πολιτικού προσωπικού και την επιθυμία τμήματος του επιχειρηματικού κόσμου για πολύπλευρη συνεργασία με την Τουρκία, που πιέζει την Αριστερά να αντιληφθεί ότι η προάσπιση της ειρήνης στη περιοχή προϋποθέτει την αταλάντευτη διεκδίκηση του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας και της Κύπρου και τον απόλυτο σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου. Κάθε πολιτική κατευνασμού που αποσκοπεί, φανερά ή κρυφά, με κάθε ιδεολογικό ή άλλο πρόσχημα, στο να μην «εξαγριωθεί το θηρίο» αποδείχθηκε αναποτελεσματική για τον επιτιθέμενο και αποπροσανατολιστική για το λαό και την κοινωνία.
Πολύ περισσότερο σήμερα που μια εμπλοκή γύρω από τα εθνικά μπορεί να αξιοποιηθεί καταλυτικά για την κάμψη κάθε προσπάθειας απαλλαγής της χώρας από τα μνημονιακά δεσμά. Πριν ή και μετά τις εκλογές…
Δείτε εδώ μια συνοπτική αναφορά σε μερικά γεγονότα-σταθμούς μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τα οποία όρισαν τετελεσμένα και εν πολλοίς διαμόρφωσαν το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διαφορών