της Ιφιγένειας Καλαντζή*

Χωρίς τον ανθρώπινο παράγοντα, πόσο αμερόληπτη θα ήταν η Δικαιοσύνη; Πόσο «ψυχρά» αντικειμενική είναι μια Τεχνητή Νοημοσύνη (Τ.Ν.) που επεξεργάζεται σε χρόνο-ρεκόρ χιλιάδες βάσεις δεδομένων, αξιολογώντας συμπεριφορικά μοτίβα, για να βγάλει -βάσει αλγορίθμου- δικαστικές αποφάσεις; Μπορεί να βάλει τέλος στη διαφθορά και στην ανισότητα η αποκαλούμενη «Αλγοριθμική Δικαιοσύνη»; Αν η Δικαιοσύνη μπορεί να ελέγχει πολιτική και οικονομική εξουσία, αντιπροσωπεύοντας το τελευταίο δημοκρατικό προπύργιο όταν υπερασπίζεται θεμελιώδη δικαιώματα, πόσο απειλείται η Δημοκρατία, αν μια υπέρ-σοφή μηχανή αντικαταστήσει το Δικαστικό Σώμα; Είναι μερικά μόνο από τα κρίσιμα ερωτήματα που θέτει στο δημόσιο διάλογο το ισπανικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας «Τεχνητή ΔικΑ.Ι.οσύνη» του Σιμόν Καζάλ.

Σε ένα κοντινό μέλλον, η Ισπανική κυβέρνηση για να ανεξαρτητοποιήσει τη Δικαιοσύνη από την πολιτική και οικονομική εξουσία, προτίθεται να αντικαταστήσει το Δικαστικό Σώμα με ένα υπερσύγχρονο σύστημα Τ.Ν., απόφαση που η κυβέρνηση θέτει σε δημοψήφισμα. Στα πλαίσια μιας υποτιθέμενης αντικειμενικής ενημέρωσης της κοινής γνώμης, η αντιπαράθεση έχει φουντώσει στο ραδιόφωνο και στα κανάλια, με το Σώμα των Δικαστών μοναχό του στον αγώνα ενάντια στην «Αλγοριθμική Δικαιοσύνη» και την κοινωνία αμέτοχη. Η εταιρία που λανσάρει το λογισμικό καλεί μια φημισμένη για το κύρος της Δικαστή, την Κάρμεν Κόστα (Βερόνικα Εσεγκί), για να γνωμοδοτήσει. Όντας επιφυλακτική για να μιλήσει στο Κονγκρέσο, η Κάρμεν αντιλαμβάνεται ότι μόλις μια βδομάδα πριν από το κρίσιμο δημοψήφισμα, ο απροσδόκητος θάνατος σε μυστήριο αυτοκινητιστικό ατύχημα της Αλίθια Κόβακ (Άλμπα Γκαλόχα), διάσημης πρώην χάκερ και συνιδρύτριας του εν λόγω αλγόριθμου, ήταν τελικά δολοφονία, καθώς αποκαλύπτει πως η ίδια η Αλίθια σκόπευε να εμποδίσει την παρουσίαση του λογισμικού. Έτοιμη να αποκαλύψει μια σκοτεινή συνομωσία, η Κάρμεν συνειδητοποιεί πως έχει μπει και η ίδια στο στόχαστρο.

Σε μακρινή συγγένεια με ταινίες επιστημονικής φαντασίας όπως «Δικαστής Ντρεντ» (1995/Ντάνι Κάνον) και «Minority Report», (2002/Στήβεν Σπίλμπεργκ), και το καλοκουρδισμένο ισπανικό πολιτικό θρίλερ του Σιμόν Καζάλ θέτει ερωτηματικά για την άσκηση Δικαιοσύνης στον κόσμο της Τ.Ν., με πρωταγωνίστρια μια Δικαστή που συνειδητοποιεί τις πολύπλοκες παραμέτρους ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Η διαλεκτική διάσταση του σεναρίου συνθέτει το ηθικό σημαινόμενο κυρίως μέσα από τους διαλόγους των αντιμαχόμενων πλευρών, όπου παρουσιάζονται πολιτικά και ηθικά διακυβεύματα, στα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά ρεπορτάζ, που η Κάρμεν παρακολουθεί, με αποκορύφωμα την ακροαματική διαδικασία στο Κονγκρέσο.

Με ζητούμενο η Αλγοριθμική Δικαιοσύνη να εξαλείψει διαπλοκή, διαφθορά, ιδεολογικές ασυμφωνίες, φυλετικές, θρησκευτικές ή ταξικές προκαταλήψεις, ακόμα και τα συναισθήματα, ώστε να αποφασίζει ανεπηρέαστη από κάθε «ανθρώπινη αδυναμία», παραμένει ο φόβος ότι εξοβελίζοντας τους δικαστές από την άσκηση Δικαιοσύνης θα χαθεί η ανθρώπινη προοπτική. Η Αλίθια, που σύμφωνα με έναν ακτιβιστή χάκερ πρώην φίλο της, προερχόταν από την κοινότητα του ελεύθερου λογισμικού, οργανωμένη σε μια υποομάδα ενεργή στο σχεδιασμό συλλογικών εργαλείων διακυβέρνησης, που πίστευαν στον εκδημοκρατισμό και στην ανακατανομή της εξουσίας, διατείνεται πως έφτιαξε τον αλγόριθμο για να ενισχύσει την ανθρώπινη Δικαιοσύνη, φέρνοντας «περισσότερη διαφάνεια», ενώ επιμένει στο διαχωρισμό του Δικαστικού Σώματος, από την πολιτική και την οικονομική εξουσία.

Παρά τα επιχειρήματα για αποτελεσματικότητα, ουδετερότητα, «τέλος στη διαφθορά» και «εξοικονόμηση χρημάτων», η Κάρμεν επισημαίνει ότι ουσιαστικά αποκρύπτεται το πραγματικό κίνητρο, που είναι ο έλεγχος του συστήματος Δικαιοσύνης μιας ολόκληρης χώρας. Αν της προσάπτουν τη φήμη πως «τα έβαλε με μια εταιρία ηλεκτρισμού», ερμηνεύοντας «ασυνήθιστα» το νόμο, ήταν γιατί πίστευε ότι καταπατούνταν τα δικαιώματα μέσα σε ένα διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, από την εποχή θέσπισης του νόμου, καθώς η χώρα είχε εισέλθει σε οικονομική κρίση. Επισημαίνοντας πως δεν παύει να θεωρεί ευθύνη του δικαστικού σώματος να αμφισβητεί αν ένας νόμος ανταποκρίνεται στις εκάστοτε συνθήκες, συμπεραίνει πως ένα λογισμικό σύστημα που βασίζει τις αποφάσεις του σε δεδομένα του παρελθόντος, αδυνατεί να ερμηνεύσει τον νόμο μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο κοινωνικό πλαίσιο και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να δημιουργήσει νέα νομολογία, καθώς βασίζεται μονάχα στο παρελθόν.

Η πρωτότυπη επιλογή μιας γυναίκας Δικαστίνας, σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, εξυπηρετεί περισσότερο τις ανθρώπινες αδυναμίες, με τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα να χτίζεται με υπαινιγμούς. Παρότι απεικονίζεται διαρκώς να κολυμπάει σε χειμερινή θάλασσα, όσο αθλητική, συγκροτημένη και μεθοδική φαίνεται, η λεπτομέρεια ότι αδυνατεί να τεκνοποιήσει, την κατατάσσει στην υποδεέστερη θέση της «ανολοκλήρωτης» γυναίκας, ακρωτηριάζοντας τον δυναμισμό της, ενώ η αξία της σταδιοδρομίας ενός άντρα, δε συσχετίζεται με την τεκνοποίηση. Το κολύμπι απεικονίζεται ως εμμονή, μεταφέροντας την εσώτερη πάλη της, με αποκορύφωμα την απώλεια προσανατολισμού της, σκηνή που την υπονομεύει και σπάνια θα επιτρεπόταν σε άντρα, φανερώνοντας μέσα από τη στερεοτυπική γυναικεία αδυναμία, την ανθρώπινη διάσταση, σε αντίθεση με την ψυχρότητα της μηχανής.

Η μυστήρια ατμόσφαιρα υποστηρίζεται με φόντο πλάνα γεμάτα από αγριεμένη θάλασσα σε χειμωνιάτικο φως και συννεφιασμένους ουρανούς, που λειτουργούν όπως οι πίνακες γερμανικού ρομαντισμού, μεταφέροντας ψυχική αναστάτωση, ενώ κρίσιμοι διάλογοι διεξάγονται σε ανεμοδαρμένες χειμωνιάτικες έρημες παραλίες. Το σύγχρονης αρχιτεκτονικής κτίριο της εταιρίας, δίπλα στη θάλασσα, με μεγάλες γυάλινες επιφάνειες, αποπνέει κυριαρχία και ψυχρότητα, τοποθετώντας τους πρωταγωνιστές σε γραφεία με θάλασσα στο φόντο και μουντή παλέτα σε γκρι, μπλε καφέ τόνους. Η δραματοποίηση εντείνεται με τις λιγοστές εικόνες πόλης υπό βροχή.

Ωστόσο, η ταινία χαρακτηρίζεται από την αισθητική της οπτικής εικόνων δορυφόρου, που επικρατεί από τα πρώτα πλάνα κάτοψης, σε ανοιχτή θάλασσα. Από κάποιο σύστημα Τ.Ν. μεμονωμένα ανιχνεύονται και μεγεθύνονται σε ξεχωριστά παραθυράκια το κύμα, ένας γλάρος ή ένα ανθρώπινο σώμα, επισημαίνοντας τη διαρκή πανοπτική ζωντανή καταγραφή εικόνων και δεδομένων, όπως στην ταινία «Δημόσιος Κίνδυνος» (1998/Τόνι Σκοτ). Αυτή η αναλυτική πολλαπλή θέαση, όπου η αρχική εικόνα τεμαχίζεται σε μεγεθυμένες εικόνες με αναγραφόμενες πληροφορίες, επαναλαμβάνεται κατά τη διάρκεια παρακολούθησης των καταθέσεων νομικών υποθέσεων, αλλά και με τους διερχόμενους πεζούς σε διάβαση, που αναγνωρίζονται από λογισμικό Τ.Ν., θυμίζοντας τη ζωντανή ροή πληροφοριών στην ταινία «Anon» (2018/Άντριου Νίκολ).

Σε έναν μελλοντικό κόσμο που η Τ.Ν. ολοένα και εισχωρεί στην καθημερινότητα, η αναφορά σε οχήματα με αυτόματο πιλότο, που μεταφέρουν επιβάτες, δίχως οδηγό, παρουσιάζεται σε δύο πράξεις. Κατά το θανατηφόρο ατύχημα αποκαλύπτεται πως το αυτοκίνητο της Αλίθια ήταν σε κατάσταση αυτόματου πιλότου, ενώ εξετάζεται αν ο αλγόριθμος ήταν προγραμματισμένος να επιτρέπει και «ηθικές εξαιρέσεις», όταν VIP χρήστες ή πελάτες πληρώνουν προτεραιότητα ζωής, σε περίπτωση ατυχήματος, ειδικά όταν αποκαλύπτεται πως δυο μέρες πριν το ατύχημα, το σύστημα Τ.Ν. είχε δεχτεί επίθεση από χάκερς. Στον αντίποδα, η Κάρμεν απεικονίζεται αποκοιμισμένη πίσω από το τιμόνι, ενώ το αμάξι κινείται σε δρόμο, με πιθανή «αυτοοδήγηση», καθώς το απότομο ξύπνημά της και η κίνηση να πιάσει το τιμόνι, σαν να είχε αποκοιμηθεί ακούσια, αποκαλύπτει μια περίπτωση που η Κάρμεν σώθηκε από την Τ.Ν. Η παράλληλη συνομιλία των δυο γυναικών σε δύο διαφορετικούς χρόνους, της Αλίθια στο παρελθόν, μέσα από βιντεοσκοπημένες εικόνες, που η Κάρμεν βλέπει στο παρόν, αλλά και το γεγονός ότι κάτι που παθαίνει η μια και πεθαίνει, λειτουργεί προειδοποιητικά στην άλλη, που σώζεται, θυμίζει τη μεταφυσική σύνδεση των δύο ηρωίδων στη «Διπλή ζωή της Βερόνικα» (1991/Κριστόφ Κισλόφσκι).

Σε ένα μέλλον όπου μεγαλοστελέχη πολυεθνικών φέρουν εμφυτευμένα υποδόρια τσιπ για τον γεωντοπισμό τους και κρίσιμες αποφάσεις κρίνονται από αλγόριθμους, παραμένει ο κίνδυνος ένα τελικά διάτρητο λογισμικό να χακαριστεί, παραδίνοντας σημαντικές εξουσίες και έλεγχο σε αντικρουόμενα συμφέροντα, προδιαγράφοντας ένα χαοτικό μέλλον όπου καθένας είναι ευάλωτος στο κυβερνοέγκλημα. Ακόμα και αν σχεδιάστηκε με τις καλύτερες προθέσεις η εμπλοκή της Τ.Ν. στη Δικαιοσύνη, παραμένει το ερώτημα μήπως εκχωρείται ο έλεγχος και η ανεξαρτησία του Δικαστικού Σώματος, σε πολυεθνικές άγνωστων συμφερόντων.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!