Ίσως κάποιοι να μην το αντιλαμβάνονται, αλλά είναι σε εξέλιξη μια ολομέτωπη επίθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη κυρίως απέναντι στη μόνη αντιπολίτευση στη χώρα: το μεγάλο κίνημα και την τεράστια διαθεσιμότητα που εκδηλώθηκε γύρω από το συστημικό έγκλημα στα Τέμπη. Η επίθεση βέβαια δεν περιορίζεται σε αυτό το πεδίο, αλλά αυτό είναι το κύριο μέλημα για μια «ανάκαμψη» του Μαξίμου αλλά και ολόκληρου του συστημικού κόσμου και των θεσμών που έχουν αλωθεί εντελώς, αποκτώντας έντονα χαρακτηριστικά «παράγκας».
Κυβέρνηση, κοινοβούλιο, δικαιοσύνη, κομματικό σύστημα, εργοδοτικός κόσμος λειτουργούν σε μια επιθετική κατεύθυνση γενικής υποβάθμισης του εγκλήματος και του τεράστιου πολιτικού ζητήματος που αναδεικνύει. Έτσι μετατρέπουν το κοινοβούλιο (και όλες τις διαδικασίες του), μαζί με τη «Δικαιοσύνη», σε ένα πλυντήριο ευθυνών που παρέχει απαλλαγή όλων των υπεύθυνων. Με προκλητικό τρόπο εφαρμόζουν τη «συνταγή Τριαντόπουλου», εφευρίσκουν διαδικασίες-πραξικοπήματα και κατοχυρώνουν το «ακαταδίωκτο» σε όλους τους τόνους.
Τώρα μάλιστα φτάνουν συντονισμένα σε μια έξαρση της επιθετικότητας: «τυμβωρυχία», «ψέμα μιας μειοψηφίας συγγενών με μόνο στόχο την πτώση της κυβέρνησης», «αέρια σιλικόνης», απροσδιόριστες δικαστικές διαδικασίες και δικογραφίες, απολύσεις συνδικαλιστών (Γενηδούνιας), προσπάθεια ελέγχου του σωματείου από τη Ν.Δ., τρολς και απειλές κάθε είδους. Ο χρόνος μάλλον τους βοηθά – έτσι νομίζουν. Περιμένουν την κόπωση και το μπούχτισμα από την υπόθεση αυτή. Σκορπούν την αμφιβολία και την συκοφαντία.
Η υποτιθέμενη (ανύπαρκτη) αντιπολίτευση ερίζει πάλι για το ποιος θα καταθέσει πρόταση προανακριτικής, ή ποιος θα διακριθεί με ένα πελώριο «Εγώ» μέσα από αυτήν την ιστορία. Και φυσικά, όλα μα όλα στην κυριολεξία τα κόμματα, περιμένουν τις δημοσκοπήσεις – να δουν αν ανεβαίνουν, αν πέφτουν και πού, αν σταθεροποιούνται κ.ο.κ. Και προγραμματίζουν τις κινήσεις πάνω σε αυτήν την εικόνα, δηλαδή «πάνε παρακάτω». Τι κρίμα που δεν μπορεί να φτιαχτεί ένα «μέτωπο» από ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ 1,2,3 κ.λπ., Πλεύση Ελευθερίας και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις… Τι κρίμα που «όλοι μαζί» πάλι δεν μπορούν να καταφέρουν τίποτα! Η αιτία βρίσκεται στο ότι δεν μπορούν να αντιληφθούν σε όλο το βάθος τη ρωγμή που υπάρχει ανάμεσα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Κάθε μέρα κοιτάζονται στον καθρέφτη, που τους λέει φυσικά ψέματα (για το ποιος είναι ο πιο ωραίος).
Η κυβέρνηση όμως δεν περιορίζεται σε αυτό το πεδίο (αν και, όπως είπαμε, το θεωρεί κεντρικό). Εναρμονίζει όλες τις πτυχές του εκσυγχρονισμένου μεταπρατισμού με τις αδηφάγες ανάγκες των funds, των εγχώριων και διεθνών ελίτ στη λεηλασία της χώρας (βλέπε προεδρικό διάταγμα για τα οικόπεδα), τον αναπροσανατολισμό των προγραμμάτων προς τη στρατιωτικοποίηση της Ε.Ε., την αλλαγή του τρόπου εκλογής στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Ετοιμάζεται δε και για συνταγματικές αλλαγές (προς το χειρότερο βέβαια), και φυσικά αναβάλει επ’ αόριστον το «καλώδιο». Δηλαδή υποτάσσεται στις τουρκικές επεκτατικές βλέψεις, δεν ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα.
Ούτε μόνο σε αυτά περιορίζεται: Φτιάχνει και ένα προεκλογικό «περιτύλιγμα», μοιράζει υποσχέσεις, ξαναστήνει έναν πελατειακό μηχανισμό, πιθανά να αιφνιδιάσει ή να εξαναγκαστεί σε πρόωρες εκλογές. Και επιτίθεται απειλώντας συνδικαλιστές, εργαζόμενους, εκπαιδευτικούς που δεν δέχονται την «αξιολόγηση». Στήνει «επεισόδια» για να δημιουργήσει εικόνα βανδαλισμών, και μετά κάνει επιχειρήσεις «αρετής» (καταστολής), απαγορεύει συγκεντρώσεις και συναυλίες, κλείνει δημόσιους χώρους, στέλνει παντού τα ΜΑΤ.
Ποια η απάντηση σε όλα αυτά; Γίνονται πολλά, πάρα πολλά, από πολλούς σε όλη τη χώρα – αλλά είναι μικρά, κατακερματισμένα, αυτοαναφορικά, και μάλιστα πολλοί είναι και «ευχαριστημένοι» με ό,τι κάνουν (ή δεν κάνουν). Σαν να μην έχουν συναίσθηση (όχι «ενσυναίσθηση», που έχει φορεθεί πολύ χωρίς ουσία) του ποια είναι η κατάσταση και προς τα πού βαδίζει η χώρα, η κοινωνία, η πολιτική ζωή, ο κόσμος της εργασίας, η παραγωγή, ο πολιτισμός, η υγεία. Σαν να μην βλέπουν (ακόμα κι όταν το επικαλούνται) ένα συνολικό και σύνθετο πρόβλημα. Το γενικό τους σύνθημα είναι «πάμε παρακάτω και βλέπουμε». «Ας κάνουμε ό,τι ξέρουμε κι ας είμαστε και ευχαριστημένοι, μαγκιά μας».
Το κίνημα των Τεμπών –ό,τι καλύτερο εμφανίστηκε τον τελευταίο χρόνο– θα μπορούσε, και μπορεί ακόμη, να αποτελέσει μια άλλη κατάσταση σε επίπεδο συνείδησης, προσφοράς, συμμετοχής, αλλαγής. Κάθε μεγάλο κίνημα έχει τους ρυθμούς του (π.χ. το αντιμνημονιακό χθες, σήμερα αυτό των Τεμπών), αλλά και τις προϋποθέσεις και τα όριά του. Μπουσουλώντας, αυτό το πραγματικό μεγάλο κίνημα θέτει στο επίκεντρο τα βασικά ζητήματα, αυτά που θέλει να αποφύγει το πολιτικό σύστημα, θέτει –έμμεσα– το κεντρικό πολιτικό ζήτημα της χώρας. Και γι’ αυτό πρέπει να ισοπεδωθεί από το επίσημο παρακράτος και τις παραφυάδες του.
Το υπαρκτό πολιτικό σύστημα, το ωραίο «εθνικό» πλυντήριο…