Το δικτατορικό καθεστώς και η απόπειρά του να φιμώσει κάθε διαφορετική φωνή σε μια σειρά τομείς
Του Γιάννη Αντωνόπουλου*
Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβαν οι πραξικοπηματίες μετά την εδραίωση της εξουσίας τους, ήταν η επιβολή καθεστώτος αυστηρής λογοκρισίας σε κάθε πλευρά της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Η λογοκρισία, ως μέσο απαγόρευσης ιδεών και αντιλήψεων που δεν συνάδουν με το ιδεολογικοπολιτικό αξιακό σύστημα της εκάστοτε εξουσίας, δεν υπήρξε βέβαια πρωτοτυπία του Απριλιανού καθεστώτος. Εντοπίζεται ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, συστηματοποιείται με μια σειρά νομικών διατάξεων κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, ενώ εξαπλώνεται σε πλείστους τομείς από τις κατοχικές κυβερνήσεις. Στη μεταπολεμική περίοδο κάποιες διατάξεις, τυπικά τουλάχιστον, καταργήθηκαν και άλλες ατόνησαν. Παρόλα αυτά, λόγω μετεμφυλιοπολεμικών συνθηκών, το νομοθετικό πλαίσιο έκτακτης ανάγκης και προληπτικής λογοκρισίας παρέμεινε το ίδιο μέχρι να το παραλάβει η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, να το εμπλουτίσει και τελικά να το εφαρμόσει απαρέγκλιτα σε όλες τις πτυχές της πνευματικής ζωής, βάζοντας την ελευθερία έκφρασης σε γύψο και ανακόπτοντας την πολιτιστική άνθηση που είχε αρχίσει να εμφανίζεται τη δεκαετία του ’60.
Στον Τύπο
Η ελευθερία του Τύπου υπήρξε ένα από τα πιο άμεσα θύματα της χούντας. Εφημερίδες όπως η Αυγή, η Αθηναϊκή, η Δημοκρατική Αλλαγή, το Έθνος, η Ελευθερία, η Μεσημβρινή κ.ά. έκλεισαν με το «καλημέρα» της 21ης Απριλίου, η Καθημερινή αρνήθηκε (δια της Ελένης Βλάχου) να συνεχίσει την κυκλοφορία της. Σε όσες από τις άλλες αποδέχτηκαν τη συνέχιση της έκδοσής τους σε συνθήκες κατάλυσης του πολιτεύματος (μεταξύ των οποίων το Βήμα, η Βραδυνή, το Έθνος και Τα Νέα), με υπουργική απόφαση που εκδόθηκε μία κιόλας ημέρα μετά την επιβολή της δικτατορίας, απαγορεύτηκε ρητά κάθε αρνητική κριτική στο κυβερνητικό έργο. Απεναντίας, οι εφημερίδες ήταν υποχρεωμένες να πλέκουν τα εγκώμια των δικτατόρων και, προφανώς, να κάνουν τα στραβά μάτια στα πολυάριθμα οικονομικά σκάνδαλα της «αδιάφθορης» χούντας, τα οποία η σημερινή προπαγάνδα ακροδεξιών και ακροκεντρώων κύκλων κάνει πως δεν βλέπει.
Τη χειραγώγηση του Τύπου ανέλαβαν επαγγελματίες δημοσιογράφοι και στρατιωτικοί που υπάγονταν στη Διεύθυνση Εσωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού.
Στη μουσική
Η μουσική, και ειδικά το τραγούδι, αποτελεί την πιο άμεση και επιδραστική στο ευρύ κοινό μορφή τέχνης. Για αυτόν τον λόγο μπήκε από νωρίς στο στόχαστρο των λογοκριτών, αποκαλύπτοντας σε πολλές περιπτώσεις το μέγεθος της φαιδρότητάς τους. Η λογοκρισία στο τραγούδι καθοριζόταν από το ίδιο νομοθετικό πλαίσιο (νομοθετικό διάταγμα 1108/1942 και αναγκαστικοί νόμοι 446/1937 και 1619/1939) που επέβαλε ασφυκτικό έλεγχο και σε άλλους καλλιτεχνικούς τομείς, όπως ο κινηματογράφος και το θέατρο.
Οι παρεμβάσεις της χούντας στην εγχώρια μουσική παραγωγή, ιδίως την περίοδο 1967-1969, δεν είχαν προηγούμενο. Ταγματάρχες και αξιωματικοί της Χωροφυλακής, των οποίων οι μουσικές γνώσεις περιορίζονταν στα εμβατήρια και στα δημοτικά, στελέχωσαν τις επιτροπές ελέγχου μαζί με υψηλόβαθμους δημόσιους υπαλλήλους που έχαιραν της εμπιστοσύνης του καθεστώτος. Οι επιτροπές αυτές είχαν την αρμοδιότητα απαγόρευσης ή τροποποίησης των στίχων, κατόπιν σχετικής αίτησης των συνθετών, των τραγουδοποιών και των δισκογραφικών εταιρειών και της ενώπιόν τους εκτέλεσης των τραγουδιών.
Τη σπάθη της λογοκρισίας δεν γνώρισαν μόνο τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, όπως ήταν άλλωστε αυτονόητο, αλλά και τραγούδια χωρίς υπόνοια πολιτικών στίχων, ακόμη και ερωτικού περιεχομένου. Από αυτήν δεν γλύτωσαν τραγούδια των Γ. Μητσάκη, Γ. Ζαμπέτα, Δ. Γαλάνη, Σ. Μπέλλου, Μ. Πλέσσα και άλλων, ενώ η εικονική καταστροφή ή το «τσιρότιασμα» των βινυλίων, ώστε να μην είναι εφικτή η αναπαραγωγή των λογοκριμένων τραγουδιών, ήταν συνήθης πρακτική.
Στον κινηματογράφο
Το ίδιο προϋπάρχον νομοθετικό πλαίσιο καθόρισε τις προϋποθέσεις και τα όρια της κινηματογραφικής δημιουργίας. Σύμφωνα με νέα προσθήκη του 1968, η επιτροπή λογοκρισίας που υπαγόταν στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών, ήταν επιφορτισμένη με την εξέταση και την έγκριση των αιτήσεων από τους ενδιαφερόμενους να εξασφαλίσουν άδεια παραγωγής. Στις αιτήσεις έπρεπε να επισυνάπτονται το σενάριο της ταινίας και η λίστα με τα ονόματα των συντελεστών της.
Σε δεύτερο στάδιο, εάν και εφόσον οι άδειες παραχωρούνταν και «δια τον σχηματισμόν πλήρους αντιλήψεως», τα μέλη της επιτροπής είχαν το δικαίωμα να παρακολουθήσουν την ταινία σε δοκιμαστική προβολή προκειμένου να αποφανθούν για τη χορήγηση ή μη άδειας δημόσιας προβολής, «ή της αφαιρέσεως ωρισμένων σκηνών ή διαλόγων αυτής ή της αλλαγής τίτλου, εάν κατά την κρίσιν της υπάρχουν εν αυτή στοιχεία επιλήψιμα, δυνάμενα να επιδράσουν επιβλαβώς εις την νεότητα ή να επιφέρουν διατάραξιν της δημοσίας τάξεως». Ακόμη, «εφ’ όσον προπαγανδίζουν ανατρεπτικάς θεωρίας η δυσφημούν την χώραν μας από απόψεως εθνικιστικής και τουριστικής», με λίγα λόγια αν δεν συμπλέουν με το ιδεολογικό πλαίσιο του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» που επέβαλε η «Εθνοσωτήριος επανάστασις».
Τελικά η κινηματογραφική δημιουργία στα χρόνια της δικτατορίας περιορίστηκε σε πατριδοκάπηλες υπερπαραγωγές, σε ρηχά μιούζικαλ και σε αφελείς αντικομμουνιστικές ταινίες που απηχούσαν τις απόψεις του μέσου καραβανά για τον Εμφύλιο.
Στις γελοιογραφίες
Αν και αναπόσπαστο κομμάτι του Τύπου, οι γελοιογραφίες της χουντικής περιόδου διαθέτουν το δικό τους κωμικοτραγικό κεφάλαιο. Φύσει ενοχλητικές, λόγω της ιδιότητάς τους να εμπεριέχουν ευρηματικά πολιτικά μηνύματα τα οποία υπαινίσσονται μέσω της σάτιρας, οι γελοιογραφίες υπερέβησαν αρκετές φορές τα όρια της αντιληπτικότητας και της ευφυΐας των λογοκριτών.
Κατά την πρώτη περίοδο της χούντας, μεταξύ 1967 και 1970, η ελληνική πολιτική γελοιογραφία, που είχε γνωρίσει μέρες δόξας καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, πέρασε στην καταχνιά. Οι εντολές προς τους γελοιογράφους των ελάχιστων σε κυκλοφορία μεγάλων εφημερίδων ήταν να αποφύγουν οποιαδήποτε αναφορά στα πολιτικά. Λίγες γελοιογραφίες, ωστόσο, κατάφεραν να διαφύγουν της προσοχής των λογοκριτών λόγω του διφορούμενου χαρακτήρα τους. Χαρακτηριστικό είναι, μεταξύ άλλων, το σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου τον Νοέμβριο του 1967, με την αναφορά στη σύλληψη του M. Θεοδωράκη.
Η φιλελευθεροποίηση που εξαγγέλθηκε μετά το 1970, μαζί με κάποιες αόριστες υποσχέσεις για εκλογές, δημιούργησαν ένα σχετικά ευνοϊκό περιβάλλον για τον Τύπο, καθώς το καθεστώς ήθελε να εμφανιστεί ανεκτικό στην κριτική. Οι γελοιογράφοι συγκαταλέγονταν στους λίγους προνομιούχους που μπορούσαν να εκφράζουν συγκρατημένα τις απόψεις τους. Η ίδια, άλλωστε, η πραγματικότητα της χουντικής βαρβαρότητας, συνδυασμένη με άπειρες δόσεις κιτς γελοιότητας, αποτελούσε αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Αρκεί να θυμηθούμε το σκίτσο του Βασίλη Χριστοδούλου στη Βραδυνή την επαύριον του «δημοψηφίσματος» του 1973, με τη μαντινάδα του Κρητικού λυράρη: «Μαθές δεν εματάγινε τέτοιο κουτί ρημάδι / “ΟΧΙ” να ρίχνης το πρωί, να βγαίνη “ΝΑΙ” το βράδυ».
Μετά το πραξικόπημα Ιωαννίδη που ακολούθησε την εξέγερση του Πολυτεχνείου, οι γελοιογραφίες απαγορεύτηκαν τελείως, για να επανέλθουν εκρηκτικά μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
* Ο Γιάννης Αντωνόπουλος (johnantono.blogspot.gr) είναι σκιτσογράφος και πτυχιούχος Ιστορίας.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται σε συνέχεια του αφιερώματος στα 50 χρόνια από το πραξικόπημα της 21η Απριλίου 1967 που φιλοξένησε το προηγούμενο φύλλο του Δρόμου, στα πλαίσια του νέου ένθετου «Δρομολόγια Ιστορίας».