Η Ελλάδα, σύνορο της σιδηρόφρακτης Ευρώπης προς τις περιοχές του κόσμου που επλήγησαν και πλήττονται ακόμη από αυτήν την επίθεση, βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο ως προς την υποδοχή του μεταναστευτικού κύματος. Έχοντας δεχτεί το ρόλο του κυματοθραύστη αυτού του ρεύματος, για να μη φτάσει στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, μετατρέπεται σε μια τεράστια ανθρώπινη φυλακή. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δυστυχώς δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται για λύσεις αλλά για εκμετάλλευση του μεταναστευτικού ζητήματος, χρησιμοποιώντας το μπαμπούλα του «λαθρομετανάστη» για να εκθρέψουν το μίσος και να εκτρέψουν την προσοχή του κόσμου από τις αιτίες της διογκούμενης δυστυχίας του.
Ως απάντηση στις πολιτικές στοχοποίησης των μεταναστών και υπόθαλψης του ρατσισμού, σε πολλές περιπτώσεις έχει αναδειχθεί και η μακρά περιπέτεια των Ελλήνων ως μεταναστών στα πέρατα της γης, τότε που εκείνοι ήταν οι λαθραίοι και θύματα του ρατσισμού της αμερικανικής και δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας. Στη χώρα μας όμως υπάρχει και μια ακόμη διάσταση. Έχουμε και το φαινόμενο της προσφυγιάς με την καταστροφή του ελληνικού στοιχείου της πρώην Οθωμανικής άλης Ιδέας.
Με ένα πολύ μικρό κομμάτι αυτής της ιστορίας θελήσαμε να ασχοληθούμε σε αυτό το αφιέρωμα, προσπαθώντας να φωτίσουμε όψεις της εγκατάστασης των προσφύγων του ’22 στην πρωτεύουσα Αθήνα. Μια όψη αυτής της εγκατάστασης ήταν και οι αντιθέσεις των ντόπιων με τους νεοφερμένους πρόσφυγες, δείχνοντας πως οι διαιρετικές πολιτικές, που έχουν υλικό, οικονομικό, υπόβαθρο και που συνάμα είναι πολιτικά χρήσιμες για τους κρατούντες, μπορούν να αναπτυχθούν και μεταξύ «ομογενών» πληθυσμών.
Οι Δρόμοι της Ιστορίας, επιθυμώντας να γίνουν βήμα για τους νέους ιστορικούς, παρουσιάζουν στο παρόν αφιέρωμα τρία άρθρα τα οποία βασίζονται σε ανακοινώσεις από την Συνάντηση Κοινωνικής Ιστορίας με θέμα Νέες προσεγγίσεις στην ελληνική κοινωνία του μεσοπολέμου (1922-1940) που έλαβε χώρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 14-16 Ιανουαρίου. Στη συνάντηση αυτή, την αποτίμηση της οποίας από τον ιστορικό και μέλος της οργανωτικής επιτροπής Ραϋμόνδο Αλβανό παρουσιάζουμε στο τέλος του αφιερώματος, δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στο προσφυγικό ζήτημα και την ανάδειξη των προσφύγων ως νέο υποκείμενο της ελληνικής κοινωνίας του μεσοπολέμου.
Για την εικονογράφηση του αφιερώματος χρησιμοποιήθηκαν φωτογραφίες από το άλμπου του Σπύρου Τζόκα Καισαριανή, η φυσιογνωμία μιας πόλης (Αθήνα 1998) και από την Ιστορία της Ελλάδος του 20ου αιώνα (τόμος Β1 , Αθήνα 2002).
Στοιχεία για τη συλλογική οργάνωση των προσφύγων στην πρωτεύουσα και τη σχέση τους με την πολιτική ζωή του Μεσοπολέμο, του Γιάννη Σκαλιδάκη
Πρόσφυγες και γηγενείς, μια δύσκολη συμβίωση, του Μενέλαου Χαραλαμπίδη
«Τα δυτικά προάστια», πρόσφυγες και λαϊκός πολιτισμός. Του Κώστα Παλούκη
Ένα συνέδριο για τον Μεσοπόλεμο
Στοιχεία για την προσφυγική εγκατάσταση
Μετά το πρώτο σοκ της βίαιης εξόδου το 1922 και κυρίως μετά τη Συνθήκη της Λοζάννης δυο χρόνια μετά, οι πρόσφυγες έπρεπε να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της μόνιμης εγκατάστασης τους και της ενσωμάτωσης τους στην ελληνική κοινωνία, ζητήματα που για τους πρόσφυγες της Αθήνας και του Πειραιά έπαιρναν καταρχήν τη μορφή της μόνιμης στέγασης σε αληθινές κατοικίες αντί της προσωρινότητας και αθλιότητας των αποθηκών, των σκηνών και των δημοσίων κτιρίων.
Προτού η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) αναλάβει την εγκατάσταση των προσφύγων, το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, που ήταν υπεύθυνο για τους πρόσφυγες στις πόλεις, είχε ιδρύσει το «Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων». Στα τέλη του 1924, τέσσερις συνοικισμοί προσφύγων χτίζονταν σε Αθήνα και Πειραιά, στις συνοικίες της Κοκκινιάς, της Νέας Ιωνίας, της Καισαριανής και του Παγκρατίου.
Οι κατοικίες που κατασκεύαζε η ΕΑΠ, με στέρεα υλικά κατασκευής, έδειχναν το πνεύμα της μόνιμης εγκατάστασης σε σχέση με τις ξύλινες κατασκευές του «Ταμείου Περιθάλψεως». Η ταχύτητα κατασκευής αυτών των συνοικισμών και η απόσταση τους από το κέντρο της πόλης και γενικά την πόλη πριν το 1922, επιδείνωνε τα μεγάλα προβλήματα υποδομής, υδροδότησης, αποχέτευσης και οδικού δικτύου, τα οποία υπήρχαν έτσι κι αλλιώς στην Αθήνα και τον Πειραιά της εποχής. Λόγω των πιεστικών αναγκών, η κατασκευή των προσφυγικών συνοικισμών περιοριζόταν σε ένα σύνολο σπιτιών χωρίς υποδομές.
Η ΕΑΠ από την αρχή της ανάληψης του θέματος επεδίωξε την ενοικίαση ή την πώληση των κατοικιών. Όμως καθώς η πλειονότητα των προσφύγων είναι άπορη και δεν έχει ακόμη λάβει ούτε την αποζημίωση που προέβλεπε η Συνθήκη της Λοζάννης, αρχίζουν να δημιουργούνται εντάσεις και οι πρόσφυγες αρνούνταν να πληρώσουν τα ενοίκια που ζητούσε η ΕΑΠ.
Παράλληλα λοιπόν με τη διαδικασία της εγκατάστασης των προσφύγων, ξεδιπλωνόταν και η διαδικασία της αποζημίωσης τους, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάννης. Το ζήτημα της αποζημίωσης των προσφύγων, για τις εγκαταλελειμμένες περιουσίες τους, αφορούσε την εξωτερική πολιτική και τις σχέσεις με τη Τουρκία και επίσης την πολιτική απέναντι στους πρόσφυγες, που απαιτούσαν να αποζημιωθούν. Ο τρόπος και ο χρόνος αυτής της αποζημίωσης επηρεάστηκε από την κρατική πολιτική απέναντι στους πρόσφυγες και έγινε επίσης πολιτικό διακύβευμα για το χειρισμό των προσφύγων και του πολιτικού βάρους τους.
Η διαδικασία της εγκατάστασης είχε αρχίσει φυσικά πριν οι πρόσφυγες να αρχίσουν να λαμβάνουν τις αποζημιώσεις τους. Οι πρόσφυγες στις πόλεις χρεώθηκαν για την αξία των κατοικιών και των οικοπέδων που τους δόθηκαν από την ΕΑΠ ή την Εθνική. Η χρέωση τους αυτή υπήρξε μέρος του τιμήματος της ενσωμάτωσης τους στην ελληνική κοινωνία.