Το αριστουργηματικό «Σάουντρακ για ένα πραξικόπημα», του 62χρονου Βέλγου κινηματογραφιστή Γιόχαν Γκριμονπρέζ, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα πιο μάχιμα και πολιτικά ντοκιμαντέρ των τελευταίων χρόνων, που εμπλέκει τον αγώνα ενάντια στην αποικιοκρατία, πίσω στην εκρηκτική δεκαετία του ’60, με το προπαγανδιστικό αρχικά και στη συνέχεια άκρως ανατρεπτικό στίγμα τής αμερικάνικης τζαζ την ίδια εποχή.

Διερευνώντας την εμπλοκή της βέλγικης κυβέρνησης αλλά και του ΟΗΕ στην εύθραυστη περίοδο της ανεξαρτητοποίησης του Κονγκό, ο Γκριμονπρέζ πιάνει το νήμα της αφήγησης λίγα χρόνια πριν την ανεξαρτητοποίηση, στις 30/6/1960, εστιάζοντας σε καταστάσεις και γεγονότα που άνοιξαν το δρόμο στα αντιαποικιοκρατικά κινήματα της εποχής, όπως η Σύνοδος του Μπαντούνγκ στην Ινδονησία (1955) με το αναδυόμενο τότε κίνημα των «Αδεσμεύτων» (1955-1959), που κήρυξαν παρωχημένη την αποικιοκρατία, προκαλώντας στα Ηνωμένα Έθνη πολιτικό σεισμό. Παράλληλα, αποσαφηνίζονται οι λόγοι που Βέλγιο και Αμερική έχουν σοβαρά οικονομικά συμφέροντα να διατηρήσουν καθεστώς αποικιοκρατίας, τη στιγμή που το βέλγικο Κονγκό είχε παραδώσει στις ΗΠΑ 3.310 τόνους ουράνιο, για την ατομική βόμβα που αφάνισε Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Το ντοκιμαντέρ επικεντρώνεται στην εκστρατεία απελευθέρωσης του Κονγκό μέχρι την επεισοδιακή εκλογή του Λουμούμπα, ενώ γίνεται αναφορά στους ατελείς όρους με τους οποίους τελικά επιτεύχθηκε η Ανεξαρτησία, καταλήγοντας στους επόμενους μήνες στο πραξικόπημα του συνταγματάρχη Μομπούτου και στη δολοφονία του Λουμούμπα στις 17/1/1961. Δίνεται έμφαση στο διπλωματικό παρασκήνιο των πολιτικών διαπραγματεύσεων, μέσα από την περίφημη 15η Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, το Δεκέμβρη του 1960, όπου παρευρέθηκε και ο Φιντέλ Κάστρο, ανάμεσα σε άλλους σημαντικούς ηγέτες. Μέσα από τον εμπεριστατωμένο πολιτικό λόγο του Μάλκολμ Χ, δηλώνεται πως «η ψήφος είναι ισχυρή όσο και η σφαίρα», χαράζοντας τη βασική πολιτική γραμμή, πλάι στον σοβιετικό ηγέτη Νικήτα Χρουστσόφ, που είχε καταθέσει ψήφισμα για τον τερματισμό της Αποικιοκρατίας.

Ο Γκριμονπρέζ δημιουργεί ένα πολυεπίπεδο και πυκνό φιλμικό κείμενο με μια σοφή ανασύνθεση αρχειακού υλικού. Στο οπτικό πεδίο παρατίθενται φιλμάκια, εικόνες και φωτογραφίες, αποσπάσματα από συνεντεύξεις και λόγους θρυλικών πρωταγωνιστών στον ΟΗΕ, πλάι σε πληροφορίες από εφημερίδες, γραπτά σχόλια και ψυχαγωγικές τηλεοπτικές εκπομπές, παράλληλα με μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση στο ακουστικό πεδίο, με εκτός κάδρου αφηγήσεις, ηχητικά απομνημονεύματα και προφορικές ατάκες, ραδιοφωνικά σλόγκαν και ειδησεογραφικά επίκαιρα.

Με την ισχυροποιημένη μεταπολεμικά Αμερική σε αντικομμουνιστική υστερία, μπρος στο αντίπαλο δέος της κραταιής Σοβιετικής Ένωσης, γίνεται λόγος -εν μέσω ψυχρού πολέμου- για την τεράστια επίδραση της τζαζ μουσικής, κατεξοχήν εξαγόμενου αμερικάνικου πολιτιστικού προϊόντος, ως μοδάτο εκσυχρονισμένο περίβλημα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Με το σλόγκαν πως «το μυστικό όπλο της Αμερικής είναι μια «μπλού» νότα σε ελάσσονα», γίνεται εξαρχής αναφορά στους αποκαλούμενους «Πρεσβευτές της τζάζ», όπως οι τρομπετίστες Λουίς Άρμστρονγκ και Ντίζι Γκιλέσπι, που έστελνε το Υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ, όπου υπήρχε πολιτική αστάθεια.

Χρησιμοποιώντας τη τζαζ ως δομικό στοιχείο του πολιτικού σημαινόμενου της αφήγησης, ο Γκριμονπρέζ ενσωματώνει αποσπάσματα από ζωντανές ερμηνείες κορυφαίων τζαζ μουσικών. Το σημαντικότερο όμως είναι ο τρόπος που μέσα από το επεξεργασμένο μοντάζ χρησιμοποιούνται τα αποσπάσματα, ως εμβόλιμα πλάνα ή ως ηχητική παρουσία, ενίοτε ακολουθώντας το μουσικό ρυθμό, πότε υποστηρίζοντας, πότε υπονομεύοντας το πολιτικό διακύβευμα, μαζί με παράλληλους συνειρμούς μέσω εμβόλιμων εικόνων, δημιουργώντας πολυεπίπεδη αντίληψη, στα χνάρια του ιδεολογικού μοντάζ του Αϊζενστάιν.

Από τους πιο πετυχημένους συνειρμούς είναι ο παραλληλισμός του Λουμούμπα με στιβαρό ελέφαντα που ταράζει λιμνάζοντα νερά, μέσα από υποβρύχιες λήψεις στα πόδια του, καθώς αναδεύει τον αμμώδη βυθό. Σε άλλη δυναμική μεταφορά, συνδυάζεται η βίαιη πτώση ενός ελέφαντα που μεταφέρεται με γερανό από ψηλά, μόλις δίνεται εντολή εξόντωσης του Λουμούμπα.

Σε μια σπάνια αναγραφή των μουσικών που ακούγονται, ακολουθώντας στην κυριολεξία τον τίτλο, ο Γκριμονπρέζ δημιουργεί ολόκληρο μουσικό σύστημα, προκειμένου να μεταφέρει αποκλίσεις και συγκλίσεις σε σχέση με την κυρίαρχη αμερικάνικη προπαγάνδα και κατά πόσο αυτή επιβλήθηκε στους παλιότερους τζαζίστες ή απορρίφθηκε από τους νεότερους.

Ενδεικτικά, το τραγούδι «I confess that I love you» με τον Λούις Άρμστρονγκ επαναλαμβάνεται σε εμβόλιμα χιουμοριστικά πλάνα, με τον Γκιλέσπι να το τραγουδάει μιμούμενος τον Άρμστρονγκ, ενισχύοντας το αίσθημα ειρωνείας στις εικόνες με τα εγκάρδια αγκαλιάσματα Αϊζενχάουερ και Χρουστσόφ.

Ο λόγος του Πρωθυπουργού της Γκάνα στον ΟΗΕ το 1960, όπου αναφέρει «ο άνεμος που φυσάει στην Αφρική είναι ένας μανιασμένος τυφώνας», συνδυάζεται με το θλιμμένο τραγούδι «Wild is the wind» της Νίνα Σιμόν, ενώ κατά τη δυναμική ερμηνεία της στο ρυθμικό «The Ballad of Hollis Brown», αναφέρεται πως στάλθηκε στη Νιγηρία, ως «βιτρίνα» της CIA, εν αγνοία της.

Τα σόλο στην τρομπέτα του Γκιλέσπι στο «Tin Tin Deo», συνοδεία του κοντραμπασίστα Πέρσι Χιθ, συνδυάζονται με τη Σύνοδο του Μπαντούνγκ και το Κίνημα των Αδεσμεύτων. Υπό τους ίδιους περιπαικτικούς ήχους της τρομπέτας, υπονομεύεται το σοβαρό ύφος της δήλωσης του Άλεν Ντάλες της CIA πως «δεν εμπλέκονται σε απαγωγές και δολοφονίες», το οποίο μόνο ως αστείο θα μπορούσε να εκληφθεί. Με το «My reverie», από τους The Quincy Jones Big Band, αναδεικνύεται η σπάνια περίπτωση της τρομπονίστριας Μέλμπα Λίστον, υπεύθυνης των μουσικών διασκευών του Γκιλέσπι, ενώ η ψηφοφορία εναντίον των αποικιακών Δυνάμεων συνοδεύεται από το ρυθμικό «And then she stopped» του Γκιλέσπι, με πιανίστα τον νεαρό τότε Κένυ Μπάρον. Στο μπίμποπ ρυθμό του «Salt Peanuts» ακούγεται το «Vote Dizzy», τραγούδι για την προεκλογική εκστρατεία του Γκιλέσπι, με υπουργικό συμβούλιο που θα αποτελούνταν από ονομαστούς τζαζίστες.

Το «Just a gigolo», με τον Τελόνιους Μονκ, δίνει κωμική χροιά στον ρατσισμό των Βέλγων αποικιοκρατών, όταν οι Κονγκολέζoι απαιτούν την Ανεξαρτησία τους, στη Στρογγυλή Τράπεζα των Βρυξελών. Τα θελημένα φάλτσα της περιπαικτικής παιδικότητας του Μονκ υπονομεύουν το τράβελινγκ στις ενοχλημένες φάτσες των Βέλγων, αποκαλύπτοντας μισαλλοδοξία και ρατσισμό.

Μετά την αποκάλυψη πως τρεις μέρες πριν την Ανεξαρτησία, το βέλγικο κοινοβούλιο ιδιωτικοποιεί την εταιρία Ορυχείων Union Minière, εγκαταλείπεται το μπίμπομπ και εισάγονται φρι τζαζ ακούσματα, όπως τα σόλο των Όρνετ Κόλμαν και Έρικ Ντόλφι, εκφράζοντας την ευρύτερη κοινωνικοπολιτική αναστάτωση. Τη μέρα της Ανεξαρτησίας, ο λόγος του Λουμούμπα υποστηρίζεται θριαμβευτικά από το σόλο του ντράμερ Αρτ Μπλάκι, στο «Freedom Rider», με τους Jazz Messengers, ενώ ο πολιτικός λόγος του Μάλκολμ Χ συνταιριάζεται με αυτοσχεδιασμούς του Κολτρέιν. Με τον Μάλκολμ Χ να σχολιάζει πως «η μουσική μπορεί να δημιουργήσει την αρχική αλλαγή στη σκέψη των ανθρώπων», τα υπερβατικά σόλο του Κολτρέιν από το «My favorite things» και το «Alabama» υπογραμμίζουν μια «ανεξαρτησία που δεν επιτεύχθηκε ποτέ» και ακούγονται όταν τα στρατεύματα του ΟΗΕ βομβαρδίζουν κονγκολέζικα χωριά.

Σόλο ντραμς του Μαξ Ρόουτς, που αναφέρει «χρησιμοποιούμε τη μουσική ως όπλο ενάντια σε κάθε απανθρωπιά», υπογραμμίζει την απομάκρυνση του Λουμούμπα από τον Πρόεδρο Καζαβούμπου, με την επιχείρηση «διατήρησης ειρήνης» του ΟΗΕ να μετατρέπεται σε πραξικόπημα.

Στο ντοκιμαντέρ αυτό ωστόσο, ξεχωριστή θέση έχει το ανατρεπτικό «We insist! Freedom suite» (1960) των Μαξ Ρόουτς και Άμπεϊ Λίνκολν, πρωτοποριακό κομμάτι που εμπνεύστηκε από αυτά τα πολιτικά γεγονότα. Διάφορα αποσπάσματα εισάγονται εμβόλιμα ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο για να υπογραμμίσουν την αντεπίθεση των αδύναμων στους αποικιοκράτες δυνάστες τους. Το κομμάτι αυτό, κορυφώνει μέσω δραστικού μοντάζ στο τέλος τη μανιασμένη οργή των διαδηλωτών, μόλις ανακοινώθηκε η δολοφονία του Λουμούμπα. Πλάνα από τη ζωντανή ερμηνεία συνταιριάζονται με τις δυναμικές πολυπληθείς διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και κοντινά στα ουρλιαχτά της Λίνκολν συνδυάζονται με εικόνες της άγριας καταστολής των διαδηλώσεων, ενώ παρουσιάζονται και πραγματικά πλάνα από την εισβολή διαμαρτυρίας ακτιβιστών -ανάμεσά τους και η ίδια η Λίνκολν- μέσα στο Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών. Η πειραματική φόρμα με φωνές και ουρλιαχτά αυτής της σουίτας εμπνέεται από την ίδια την ακουστική διάσταση της βιωμένης μάχιμης πραγματικότητας, σε μια συγκρουσιακή εποχή πολιτικών κινημάτων, που έμελλε να έχει τεράστια επίδραση τότε στη τζαζ μουσική.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

info:

Δυο χρόνια μετά το θάνατο του Λάκη Παπαστάθη, η Ταινιοθήκη της Ελλάδος διοργανώνει αφιέρωμα (24-27/4/2025) με προβολές των ταινιών μυθοπλασίας, επεισόδια από το «Παρασκήνιο» και τη σειρά «Αναζητώντας τη χαμένη εικόνα». Περισσότερα: http://www.tainiothiki.gr/el/ekdiloseis/arxeio-ekdiloseon/2324-lakis-papastathis-se-proto-plano

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!