Καθώς η συζήτηση της πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης και η προωθούμενη συμφωνία με τη ΠΓΔΜ έχουν περιθωριοποιήσει σχεδόν όλες τις λοιπές εξελίξεις στα μάτια της κοινής γνώμης, οι διεργασίες για την αξιολόγηση και το χρέος διεξάγονται σε ένα σχετικά προστατευμένο παρασκήνιο. Το πολυνομοσχέδιο με τα επόμενα επαχθή μέτρα που εκτείνονται μέχρι το 2022 καθώς και το Μεσοπρόθεσμο ψηφίστηκαν δια περιπάτου, ενώ λίγες μέρες πριν από το Eurogroup της 21/6, που θα αποφασίσει για αξιολόγηση, χρέος και μεταμνημονιακή επιτήρηση, διαμορφώνονται νέα τετελεσμένα, αλλά και νέες αβεβαιότητες.
Στα πρώτα εντάσσεται η βεβαιότητα ότι το ΔΝΤ δεν «προλαβαίνει» να ενεργοποιήσει τη συμφωνία χρηματοδότησης, άρα περιορίζεται σε ρόλο τεχνικού συμβούλου του ESM στη μεταμνημονιακή εποχή. Στις αβεβαιότητες περιλαμβάνεται ο ρόλος της Γερμανίας: είναι βέβαιο ότι αντιτίθεται σθεναρά σε κάθε ουσιαστικό μέτρο ελάφρυνσης του χρέους, έχοντας απέναντί της σχεδόν όλους τους άλλους θεσμούς, αλλά η κρίση που κλονίζει τον κυβερνητικό συνασπισμό στη Γερμανία με επίκεντρο το προσφυγικό μπορεί να κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Δηλαδή, ή να προκαλέσει μια διάλυση του συνασπισμού, παγώνοντας και τις διαδικασίες για το ελληνικό χρέος, ή να οδηγήσει τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών σε μια ακόμη πιο αδιάλλακτη στάση έναντι της Ελλάδας.
Η διάταξη δυνάμεων για το χρέος
Σύμφωνα με υπόμνημα της Κομισιόν που διέρρευσε και περιγράφει τη διάταξη δυνάμεων μεταξύ των δανειστών στο θέμα του χρέους, τα σημεία σύγκλισης και αντίθεσής τους είναι τα εξής:
- Υπάρχει συμφωνία για την εξαγορά όλου ή μέρους του δανεισμού που έχει διαθέσει το ΔΝΤ, ώστε να μειωθεί το επιτοκιακό κόστος.
- Υπάρχει συμφωνία να επιστραφούν τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα, αλλά σταδιακά μέχρι το 2023.
- Υπάρχει πλήρης διάσταση μεταξύ Γερμανίας από τη μια και του ΔΝΤ και υπολοίπων από την άλλη στην αναδιάταξη (reprofiling) του δανείου του EFSF. Η Γερμανία θέλει επιμηκύνσεις μόλις 3-5 ετών, οι υπόλοιποι πιέζουν για επιμήκυνση τουλάχιστον 7 και μέχρι 15 ετών, γιατί «οτιδήποτε άλλο θα θεωρηθεί αναξιόπιστο από τις αγορές». Επίσης, η Γερμανία επιμένει να εξαιρεθούν από το δεύτερο δάνειο του EFSF περίπου 35 δισ. που δόθηκαν για το κούρεμα των ομολόγων, το PSI. Έτσι, η αναδιάρθρωση περιορίζεται σε μόλις 95 δισ., δηλαδή σε λιγότερο από το 1/3 του ελληνικού χρέους.
- Υπάρχει, τέλος, πλήρης διάσταση απόψεων μεταξύ Γερμανίας και των υπολοίπων στο θέμα του μηχανισμού ελάφρυνσης του χρέος ανάλογα με την ανάπτυξη. Η Γερμανία αρνείται οποιοδήποτε αυτοματισμό, αντιπροτείνοντας ακόμη και ετήσια επανέγκριση (!) από τα εθνικά κοινοβούλια (δηλαδή από το γερμανικό). Και, ακόμη περισσότερο, επιμένει η έγκριση αυτών των ελαφρύνσεων να συνδέεται με συγκεκριμένες αιρεσιμότητες, δηλαδή μεταρρυθμιστικά μέτρα.
Ο πιθανότερος συμβιβασμός
Είναι άγνωστο αν Μέρκελ και Λαγκάρντ στην τελευταία συνάντησή τους συμφώνησαν σε κάποια γραμμή συμβιβασμού που να σώζει τα προσχήματα και για τις δυο πλευρές. Ωστόσο, το ΔΝΤ είναι αδύνατο να εγγυηθεί στις αγορές έστω τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, για το διάστημα μέχρι το 2035, χωρίς αξιόπιστα εμπροσθοβαρή μέτρα ελάφρυνσης κι έναν ξεκάθαρο μόνιμο μηχανισμό ελάφρυνσης χωρίς αστερίσκους. Και το ερώτημα είναι αν η επιμονή του Βερολίνου σε αυτά ακριβώς τα σημεία είναι και μια εξώθηση του ΔΝΤ να περιοριστεί στον ρόλο του τεχνικού συμβούλου, και μάλιστα χωρίς το πλεονέκτημα της εξαγοράς του δανείου του. Σ’ αυτή την περίπτωση διαμορφώνεται ένα καθεστώς ιδιότυπης «ομηρίας» του ΔΝΤ στη μεταμνημονιακή επιτήρηση, τουλάχιστον μέχρι να εξοφληθεί πλήρως από την Ελλάδα, το 2023.
Ως πιθανότερος συμβιβασμός, που θα διευκολύνει και το ΔΝΤ να μην εκτεθεί στις αγορές, κατά πληροφορίες, προβάλλεται το ενδεχόμενο της επιμήκυνσης του υπό «αναδιάταξη» χρέους στα 7 χρόνια, ώστε το Ταμείο στη δική του έκθεση βιωσιμότητας του χρέους να πιστοποιεί την «ασφάλεια» του τουλάχιστον για τη δεκαετία του 2020.
Υπάρχει πλήρης διάσταση απόψεων μεταξύ Γερμανίας και των υπολοίπων στο θέμα του μηχανισμού ελάφρυνσης του χρέος ανάλογα με την ανάπτυξη. Η Γερμανία αρνείται οποιοδήποτε αυτοματισμό, αντιπροτείνοντας ακόμη και ετήσια επανέγκριση (!) από τα εθνικά κοινοβούλια (δηλαδή από το γερμανικό). Και, ακόμη περισσότερο, επιμένει η έγκριση αυτών των ελαφρύνσεων να συνδέεται με συγκεκριμένες αιρεσιμότητες, δηλαδή μεταρρυθμιστικά μέτρα
Η μετά Μνημόνιο εποχή
Με το δεδομένο ότι το θέμα του χρέους θα παραμείνει μέχρι την προσεχή Πέμπτη σε γκρίζα ζώνη για πολλούς λόγους –με κυρίαρχο τις εξελίξεις στην ίδια τη Γερμανία και την τύχη του εύθραυστου κυβερνητικού συνασπισμού–, αυτό που γίνεται από τους δανειστές σχετικά καθαρό είναι το πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας. «Μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις», ήταν το κλισέ που χρησιμοποίησαν σχεδόν όλοι οι εκπρόσωποι των δανειστών που βρέθηκαν στην Αθήνα με την ευκαιρία συνεδρίου του Economist. Για τριμηνιαίους ελέγχους έκανε λόγο ο εκπρόσωπος της Κομισιόν στο κουαρτέτο, Ντέκλαν Κοστέλο. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM, αφού υπολόγισε στα 10-12 δισ. ευρώ την τελευταία δόση δανεισμού που θα πάρει η Ελλάδα για την τέταρτη αξιολόγηση, συνέδεσε την αυστηρότερη μεταμνημονιακή επιτήρηση με την ελάφρυνση του χρέους που θα της δοθεί. Ο Φ. Ντρούτι της ΕΚΤ τόνισε ότι η επιτήρηση θα αφορά συγκεκριμένη λίστα μεταρρυθμίσεων –και υπάρχει πράγματι μια λίστα προτεραιοτήτων (για τις ιδιωτικοποιήσεις, την εξόφληση των οφειλών του δημοσίου, τις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση κ.α.)– επί των οποίων θα γίνονται οι τριμηνιαίοι έλεγχοι. Και είναι σαφές ότι η γερμανική πλευρά θα εμπλουτίσει τη λίστα προαπαιτουμένων της μεταμνημονιακής επιτήρησης με μερικά ακόμη «μεταρρυθμιστικά» ορόσημα.
Η Ε.Ε. ρέει… όλο και δεξιότερα
Πάντως, οι ίδιοι λόγοι που τροφοδοτούν τις αβεβαιότητες για τις τελικές αποφάσεις του Eurogroup της ερχομένης Πέμπτης τροφοδοτούν και την πολιτική βούληση της πλειοψηφίας των δανειστών να κλείσουν την ελληνική εκκρεμότητα. Ρεγκλινγκ, Ντομπρόβσκις και όσοι άλλοι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού ιερατείου παρήλασαν το τελευταίο τριήμερο από την Αθήνα έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να ενισχύσουν το επικείμενο, τελευταίο success story «σωφρονισμού» στην Ευρωζώνη. Ο κωδικός είναι «επιστροφή στην κανονικότητα», οι αστερίσκοι αυτής της «κανονικότητας» αποφεύγεται να υπερτονίζονται. Λογική επιλογή, όταν οι πολιτικές αναταράξεις διατρέχουν σχεδόν τις μισές χώρες της Ε.Ε.: Στην Αθήνα το πολιτικό σύστημα ρευστοποιείται ξανά με άξονα το μακεδονικό, στη Ρώμη η κυβέρνηση Κόντε κάνει πρόβα ξενοφοβικής στροφής, στη Βιέννη η ακροδεξιά κυβέρνηση Κουρτς προτίθεται να κάνει το προσφυγικό και την «ασφάλεια» των ευρωπαϊκών συνόρων σημαία της επόμενης προεδρίας στην Ε.Ε. ωθώντας την στην υιοθέτηση μιας ανοικτά ρατσιστικής πολιτικής κλειστών συνόρων, το ίδιο ζήτημα απογειώνει τις εντάσεις του αντιπροσφυγικού άξονα με τη γαλλική και την ισπανική κυβέρνηση, και, πάνω απ’ όλα, στην ίδια τη Γερμανία ο κυβερνητικός συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών- Χριστιανοκοινωνιστών και Σοσιαλδημοκρατών κρέμεται από μια κλωστή, καθώς η Μέρκελ πιέζεται να υιοθετήσει στο προσφυγικό Κόντε και Κουρτς. Θα σώσει, άραγε, την κατάσταση ο «διαμεσολαβητής» Σόιμπλε; Και με τι αντίτιμο θα εξαγοράσει τον συμβιβασμό μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων; Υπάρχει, άραγε, σ’ αυτό το αντίτιμο και ολίγον… Ελλάδα; Αν ναι, ο «λευκός καπνός» του Eurogroup της 21/6 μπορεί να είναι γκρίζος.