Αφού πέρασε τις συμπληγάδες της δημόσιας διαβούλευσης και της επιτροπής μορφωτικών υποθέσεων της βουλής (με πολλές απώλειες στο σκαρί του, αφού οι αντιδράσεις υπήρξαν έντονες και από πολλές πλευρές), το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο θα γίνει κατά πάσα πιθανότητα νόμος, μια που τη Δευτέρα «επισκέπτεται» την ολομέλεια της βουλής. Οι αντιδράσεις οφείλονται στο γεγονός ότι τα αναπτυξιακά κίνητρα είναι ελάχιστα και το θέμα της κατάθεσης του 1,5% από τα ακαθάριστα έσοδα των δημόσιων και ιδιωτικών καναλιών για την παραγωγή ελληνικών ταινιών δείχνει να παραμένει άλυτο για ακόμη μια φορά και να επαφίεται στις καλές προθέσεις (τις ποιες;) των καναλαρχών. Ως προς τα κριτήρια επιλογής των ταινιών που χρηματοδοτούνται από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου υιοθετείται μια μορφή μοριοδότησης των συντελεστών ενός έργου (από το σκηνοθέτη ως τον ηχολήπτη), βασισμένου στα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην όμως εδώ τα μόρια τα δίνουν Έλληνες και όχι Ευρωπαίοι με ότι συνεπάγεται αυτό. Και μάλιστα όχι όποιοι κι όποιοι Έλληνες… Στην ουσία ο εξής ένας, ο γενικός διευθυντής του Κέντρου Κινηματογράφου. Ένα άτομο με υπερεξουσίες και υπεραρμοδιότητες, όπως περιγράφονται από το νομοσχέδιο, που αν πέσουν στα χέρια διεφθαρμένου ατόμου καταλαβαίνετε το τι αναστάτωση θα προκληθεί στον κινηματογραφικό χώρο.
Πλαισιωμένος από άλλους τέσσερις διευθυντές- υφισταμένους, ο γενικός διευθυντής του ΕΚΚ ρυθμίζει τα πάντα, αποφασίζει για τα πάντα, λογοδοτούν οι πάντες σε αυτόν, ενώ ο ίδιος λογοδοτεί σε ένα επταμελές Δ.Σ. με όλα τα μέλη του διορισμένα από τον εκάστοτε υπουργό. Το συμπέρασμα εύκολο: μια ομάδα αρεστών στο υπουργείο και όχι αιρετών έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται χρήματα και αισθητικές αντιλήψεις κατά το δοκούν. Ας μη γινόμαστε μάντεις κακών, αλλά το «καλωσήρθατε χρέη» μοιάζει με ιδιαίτερη πιθανή υποδοχή ενός ανεπιθύμητου επισκέπτη που ήδη ταλαιπωρεί την ελληνική επικράτεια. Διότι, όπως συχνά συμβαίνει με τα νομοθετήματα ενός υπουργείου, μπορεί αυτή τη στιγμή το επιτελείο του ΥΠΠΟ-Τ να έχει κατά νου κάποια άτομα καθ’ όλα ικανά και αξιόπιστα για την ανάληψη τέτοιων υπεραρμοδιοτήτων, αλλά τι θα συμβεί όταν αυτές πέσουν στα χέρια του κάθε λαμόγιου, είδος που ως γνωστόν ανθεί στην εύφορη ως προς τούτο ελληνική γη; Έτσι, λοιπόν, από την ταλαιπωρία μιας κατ’ επίφαση υπερδημοκρατικότητας φαίνεται να περνάνε σε μια φάση κινηματογραφικής δικτατορίας, όπου εκτός των άλλων όσο λιγότερα εισιτήρια κάνεις τόσο περισσότερα χρήματα εισπράττεις ως πριμ. Άλλη μια επικίνδυνη διαστροφή: από την αναίτια πριμοδότηση εμπορικών σκουπιδιών στην επιβράβευση της εισπρακτικής αδιαφορίας ενός ούτως ή άλλως εμπορικού προϊόντος. Εντέλει, δεν είναι τα εισιτήρια που οφείλουν να ρυθμίζουν τη σχέση μιας ταινίας με την κρατική χρηματοδότηση, αλλά η επιθυμία της δεύτερης να κτίσει ένα σινεμά με ταυτότητα, ένα σινεμά ικανό να περάσει την μπάρα των συνόρων και να συστήσει τα κοινωνικά και αισθητικά δεδομένα μιας ούτως ή άλλως ταλαιπωρημένης χώρας.
Γιατί τόσοι διευθυντές;
Είναι γνωστό κι από προηγούμενα δημοσιεύματα του Δρόμου ότι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συγχωνεύεται με το Μουσείο Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με αιτιολογικό τις οικονομικές περικοπές. Θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτή η ουσιαστική κατάργηση του δεύτερου, αν πραγματικά υπήρχε μελέτη που θα απεδείκνυε τους τομείς από όπου θα προέλθει η επιθυμητή εξοικονόμηση πόρων. Αντ’ αυτού «ο γίγαντας με τα πήλινα πόδια», όπως θα αποκαλούσε ο κ. Πάγκαλος το βυθισμένο στα χρέη Φεστιβάλ, (επίσημες πηγές τα προσδιορίζουν σε 7.000.000 € τουλάχιστον) μοιάζει ικανό να πάρει στον πάτο μαζί του και το οικονομικά υγιές Μουσείο. Οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο αυξάνονται επικίνδυνα όταν το νομοσχέδιο αντί των προβλεπομένων ως τώρα δύο διευθυντών, τους πολλαπλασιάζει σε πέντε με ίσες και διόλου ευκαταφρόνητες αμοιβές. Έρχεται λοιπόν ο αδαής πολίτης και αναρωτιέται: «μήπως με δουλεύουν ή πάλι μήπως οι σοφοί κυβερνήτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας γεμίζοντας τον τόπο με διευθυντές κι εγώ απλά δεν το καταλαβαίνω;».
Εν πάση περιπτώσει, κατά την δίοδο του νομοσχεδίου απ’ την επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της βουλής, μόνο το κυβερνόν κόμμα (κι αυτό με τις έντονες και γόνιμες αντιρρήσεις του Γιώργου Λιάνη και την έστω ήπια κριτική της Χρύσας Αράπογλου) και η Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη Κουβέλη φάνηκαν να το υπερψηφίζουν. Δεν μπορεί παρά να κέρδισε κάθε λογικό ακροατή η πρόταση του Τάσου Κουράκη για δύο αιρετούς σε κάθε επταμελές συμβούλιο. Έτσι, και ο κοινωνικός έλεγχος διασφαλίζεται και η ως τώρα άγονη παντοκρατορία των συντεχνιών καταργείται. Από τη μια το νομοσχέδιο μοιάζει να εξυπηρετεί τα μάλλα μια νέα τάξη ανερχόμενων, μεσαίων παραγωγών (νέα τζάκια, θα τους ονομάζαμε), από την άλλη τίποτα δεν εγγυάται ότι αυτή οι παραγωγοί δεν θα συνεχίσουν να είναι σε στενή σχέση με το κράτος, χορεύοντας στο ρυθμό που αυτό υπαγορεύει. Με άλλα λόγια, οι συντεχνίες πέθαναν, ζήτω η νέα συντεχνία.