Οι εμπορικές συμφωνίες ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη, αλλά καταστρέφουν ζωές
Του John Conyers*
Στις αρχές του έτους ο πρώην κυβερνήτης της Φλόριντα Τζεμπ Μπους επισκέφθηκε τη γενέτειρα μου, το Ντιτρόιτ, για να παρουσιάσει την πολιτική του φιλοσοφία. Μιλώντας σε προσωπικότητες από τον χώρο των επιχειρήσεων, ο Μπους υποστήριξε ότι στόχος της κυβέρνησης θα έπρεπε να είναι η προώθηση «πάνω από όλα της οικονομικής ανάπτυξης».
«Αν ένας νόμος ή ένας κανονισμός δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη», αναρωτήθηκε, «γιατί να εφαρμοστεί; Αν ένας νόμος λειτουργεί ανασταλτικά στην ανάπτυξη, γιατί να τον συζητάμε;»
Ο Μπους ο νεότερος δεν είναι μόνος στις απόψεις αυτές. Τα τελευταία 100 χρόνια περίπου η οικονομική ανάπτυξη –όπως μετράται από το ΑΕΠ– αποτέλεσε τον ένα και κυριότερο γνώμονα για τη χάραξη πολιτικής από τις κυβερνήσεις. Πουθενά δεν είναι αυτό πιο ξεκάθαρο από την τρέχουσα διαμάχη που μαίνεται στην Ουάσιγκτον σχετικά με την εμπορική συμφωνία ΤΡΡ (Trans-Pacific Partnership/ Συνεργασία Χωρών του Ειρηνικού) που περιλαμβάνει 12 κράτη.
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα σε αυτόν τον τρόπο σκέψης. Η οικονομική ανάπτυξη –δηλαδή η καθαρή παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών– είναι ένα αμφισβητούμενο μέτρο της επιτυχίας ή της ευημερίας ενός κράτους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανάπτυξη αντιβαίνει σε πολύ σημαντικές προτεραιότητες για την πλειονότητα του κόσμου. Ως βραχυπρόθεσμο μέτρο της εθνικής παραγωγής, το ΑΕΠ συχνά βαίνει αυξανόμενο παράλληλα με την άνοδο της εγκληματικότητας, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των χρεών των νοικοκυριών. Πράγματι ο τυφώνας Σάντι και η οικολογική καταστροφή της πλατφόρμας Deepwater Horizon της ΒΡ, τόνωσαν την οικονομική ανάπτυξη μέσα από την οικονομική δραστηριότητα που προέκυψε για τον καθαρισμό και την ανοικοδόμηση των πληγεισών περιοχών.
Καθώς η Βουλή των Αντιπροσώπων σκέφτεται να προωθήσει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος την ΤΡΡ και άλλες εμπορικές συμφωνίες που είναι στα σκαριά, […] η ερώτηση που πρέπει να τεθεί είναι: «αυτή η πολιτική είναι καλή για το βιοτικό επίπεδο; Για την καλή κατάσταση του πλανήτη; Για τη δημιουργία θέσεων εργασίας με αξιοπρέπεια, την προώθηση της ειρήνης και τη διασφάλιση του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού;»
Ας ξεκινήσουμε με τις θέσεις εργασίας και το βιοτικό επίπεδο. Αυτό που έγραψε το 1955 ο Νομπελίστας Πολ Σάμιουελσον έχει αξία και σήμερα: σε ένα πλαίσιο ελεύθερου εμπορίου, «το εθνικό προϊόν μπορεί να κινηθεί ανοδικά, αλλά το μερίδιο της εργασίας σε σχετικούς και απόλυτους όρους είναι πιθανό να υποχωρήσει». Είναι ένας εύσχημος τρόπος να πει ότι το ελεύθερο εμπόριο σημαίνει περισσότερες ευκαιρίες για τη μεγάλη βιομηχανία και τους επενδυτές, αλλά στους εργαζόμενους φέρνει νέες απειλές για τις δουλειές και τους μισθούς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν ανοιγόμαστε στον άμεσο ανταγωνισμό χωρών όπως το Βιετνάμ – μία χώρα μέλος της ΤΡΡ όπου ο κατώτατος μισθός κυμαίνεται κάτω από τα 60 σεντ την ώρα. Όπως έχουν δείξει οι οικονομολόγοι David Autor, David Dorn και Gordon Hanson, ο αυξανόμενος άμεσος ανταγωνισμός με μία μεγάλη χώρα με χαμηλούς μισθούς όπως η Κίνα, αύξησε την ανεργία και μείωσε τους μισθούς στις ΗΠΑ.
Ενώ οι εργαζόμενοι που θίγονται από το εμπόριο υποτίθεται ότι θα αποζημιωθούν από τα κονδύλια μηχανισμών εμπορικών προσαρμογών για ενίσχυση της επαγγελματικής τους κατάρτισης και του εισοδήματός τους, η χρηματοδότηση αυτή, τουλάχιστον μετά τη δημιουργία της NAFTA, δεν κατάφερε ποτέ να αντισταθμίσει τις απώλειες. Πουθενά αλλού δεν είναι αυτό τόσο έντονο όσο στην εκλογική μου περιφέρεια στο Ντιτρόιτ, όπου η πρακτική του outsourcing (ανάθεση τμημάτων της παραγωγής μίας εταιρίας σε υπεργολάβους) προκάλεσε πολύ χειρότερα από την απώλεια θέσεων εργασίας και μείωση μισθών: οι εμπορικές συμφωνίες δρομολόγησαν έναν φαύλο κύκλο εγκαταλειμμένων βιομηχανικών μονάδων, καθημαγμένου πληθυσμού, συρρικνωμένης φορολογικής βάσης σε δημοτικό επίπεδο, μειωμένης χρηματοδότησης για βασικές δημοτικές υπηρεσίες όπως το πόσιμο νερό και κατά συνέπεια, μεγαλύτερες απώλειες για τον λαό. Καμία οριακή αύξηση στο ΑΕΠ δεν μπορεί να δικαιολογήσει τα δεινά και τις χαμένες ευκαιρίες για τον κόσμο.
Σχετικά με την υγεία και το περιβάλλον, αμφότερες η ΤΡΡ και η επικείμενη Trans-Atlantic Trade and Investment Partnership (ΤΤΙΡ/ Διατλαντική Εμπορική Συμφωνία), εμπεριέχουν μία σειρά απρόβλεπτους κινδύνους που δεν είναι εύκολο να ποσοτικοποιηθούν σε οικονομικούς όρους. Ας δούμε πώς ένα βασικό στοιχείο των εμπορικών συμφωνιών γνωστό ως μηχανισμός Investor State Dispute Settlement (ISDS) θα έδινε τη δυνατότητα στις ξένες επιχειρήσεις να αμφισβητούν τα συστήματα προστασίας που ισχύουν στις ΗΠΑ στους τομείς της υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος. Αν οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές απαγορεύσουν την παραγωγή μίας τοξικής χημικής ουσίας που παράγει μία ξένη επιχείρηση υπό τον φόβο ότι μπορεί να καταλήξει στην διατροφική αλυσίδα ή στον αέρα, η θιγόμενη επιχείρηση στο πλαίσιο των όρων της συμφωνίας, θα μπορεί να προσβάλει την απόφαση της κυβέρνησής μας ενώπιον ειδικού διεθνούς δικαστηρίου για διαφυγόντα κέρδη και να απαιτήσει αποζημίωση. Το ειδικό δικαστήριο –που συνήθως αποτελείται από υψηλόμισθους εταιρικούς νομικούς συμβούλους αντί για επαγγελματίες δικαστές– θα μπορούσε να επιβάλει στους Αμερικανούς φορολογούμενους να πληρώσουν πολλά εκατομμύρια δολάρια σε αποζημιώσεις.
[…] Ο πραγματικός λόγος που η ΤΡΡ παραμένει στην ατζέντα της Ουάσιγκτον βρίσκεται στην πολιτική φιλοσοφία που ο Τζεμπ Μπους παρουσίασε στην επίσκεψή του στο Ντιτρόιτ: οικονομική ανάπτυξη υπεράνω όλων. Αν θέλουμε να επιτύχουμε την ανασυγκρότηση της καθημαγμένης βιομηχανικής μας βάσης, την αναγέννηση των μεγάλων μας πόλεων, την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των πολιτών μας, έχουμε ανάγκη μιας νέας κοσμο-αντίληψης στην Ουάσιγκτον, που θα προάγει την πραγματική ευημερία των πολιτών παρά την οικονομική παραγωγή αυτή καθαυτή.
* Ο John Conyers είναι μέλος του αμερικανικού Κονγκρέσου με το Δημοκρατικό Κόμμα. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο www.thenation.com
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη