Διαβάζοντας το βιβλίο του Κώστα Παπασπήλιου «Οι μπουάτ της Πλάκας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εντύποις –με σύμβουλο ύλης τον Βαγγέλη Ντίκο– πραγματικά ταξιδεύεις σε μια ολόκληρη εποχή. Βιβλίο αναφοράς με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και μαρτυρίες που ζωντανεύουν τα όσα μαγικά συνέβησαν εκεί από τότε που ο Γιώργος Μπουκουβάλας άνοιξε το «Συμπόσιο» στην οδό Νικοδήμου, μέχρι το 1983 που έκλεισαν πια κι οι τελευταίες μπουάτ, με εξαίρεση την «Απανεμιά» που συνεχίζει το ταξίδι της μέχρι σήμερα. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια, με τον Νίκο Πλάτανο, τον Θέμη Ανδρεάδη κι άλλους καλλιτέχνες συχνά θυμίζει εκείνες τις παλιές εποχές και από άποψη προσέλευσης του κοινού.
Το πολύ ενδιαφέρον είναι πως το βιβλίο που προχωρά σε συνεχείς επανεκδόσεις, αλλά και ανανεώνεται. Προστίθενται νέα στοιχεία, διορθώνονται κάποια μικρά λάθη κι έτσι συνεχίζει αν είναι ζωντανό με αλληλεπίδραση ανθρώπων που έζησαν εκείνα τα χρόνια.
Πρόσφατα ήμουν παρών σε μια τέτοια διαδικασία, όταν σε παρουσίαση που έγινε μετά μουσικής στο «Πόρτο Κάγιο» της Αγίας Παρασκευής, βρέθηκε στο κοινό ο Δημήτρης Σκαμάγκας της θρυλικής «Ξαστεριάς» και συζήτησαν με τον συγγραφέα για κάποια νέα στοιχεία που θα προστεθούν σε επόμενη έκδοση!
Προσπαθώντας να γράψω για το βιβλίο δυσκολεύομαι γιατί είναι τόσο πολλές οι ιστορίες που δεν ξέρεις τι να πρωτομοιραστείς.
Και μόνο μια απαρίθμηση ονομάτων να κάνεις θα γεμίσεις ολόκληρες σελίδες της εφημερίδας.
Εμβληματική υπήρξε η μορφή του Νότη Μαυρουδή που έφυγε φέτος τόσο ξαφνικά από κοντά μας, καθώς ήταν η «ψυχή» πολλών από τα εγχειρήματα που στέφθηκαν με επιτυχία, από τα πρώτα βήματα των μπουάτ.
Όλοι οι καλλιτέχνες του Νέου Κύματος, ο Κώστας Χατζής με τη δική του μπουάτ, ο Γιάννης Αργύρης, ακόμη κι ο Αρτέμης Μάτσας – μάλιστα το πρώτο όνομα της «Απανεμιάς» ήταν «Το μπαράκι του Αρτέμη»!
Ο Πουλόπουλος, ο Μαρίνος, ο Δημητράτος, η Κωχ, ο Πάριος, ο Νταλάρας, η Αλεξίου, ο Ξυλούρης, ο Μητσιάς, ο Βιολάρης, ο Χαλκιάς, πολλοί στα πρώτα τους βήματα…
Να πεις για τη δικτατορία και τους χώρους αυτούς που έγιναν μετερίζια καλλιτεχνικής αντίστασης; Για την εποχή των αντάρτικων με τον Τζαβέλλα, για τις μεγάλες διασημότητες που βρέθηκαν εδώ και συμμετείχαν ακόμη και στο πρόγραμμα αναπάντεχα;
Για τους παλιούς ρεμπέτες που άνοιξαν μια καινούργια σελίδα στην ιστορία τους, όπως ο Μουφλουζέλης ή ο Βαμβακάρης;
Μια ιστορία που αξίζει να διαβαστεί!
Πάνω απ’ όλα, οι μπουάτ μας κληροδότησαν ένα διαφορετικό τρόπο ψυχαγωγίας με ιδιαίτερο ήθος, φιλοσοφία και προβληματισμό.
Πώς προέκυψε το βιβλίο «Οι μπουάτ της Πλάκας»; Πώς μπορέσατε να συγκεντρώσετε όλα αυτά τα στοιχεία;
Την πρώτη ιδέα για το βιβλίο, μου την έδωσε ο ποιητής της αμφισβήτησης Δημήτρης Ιατρόπουλος, που είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια της στιχουργικής του δραστηριότητας στις μπουάτ της Πλάκας. Αργότερα σε μια συνάντησή μου στο Χαλάνδρι με τον επιχειρηματία και τροβαδούρο της «Απανεμιάς» Βαγγέλη Ντίκο, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε την προσπάθεια. Κι αμ έπος αμ έργον ξεκίνησα να μπαίνω στην ατμόσφαιρα της εποχής και να συστήνομαι σ’ αυτούς τους μικρούς χώρους που αποκαλούνταν «μπουάτ». Παράλληλα άρχισα να συναντιέμαι με τους επιχειρηματίες των μπουάτ και τους συνθέτες και τραγουδιστές που έγραψαν ιστορία. Για δυο χρόνια με τη βοήθεια του Ντίκου, βάζαμε μια σειρά, αποσκοπώντας στη σωστή χρονολόγηση και την τεκμηριωμένη παράθεση σε πρόσωπα και γεγονότα.
Ποιες μπουάτ ξεχωρίζετε και γιατί;
Ξεχωρίσαμε είκοσι μπουάτ, εκτιμώντας τη διαδρομή, τους καλλιτέχνες και το ιδιαίτερο στίγμα τους στα μουσικά δρώμενα τις Πλάκας. Ξεκινώντας το 1963 με το «Συμπόσιο» του Γιώργου Μπουκουβάλα, καταλήξαμε στο «Σούσουρο» που έφτιαξε το 1979 ο Θάνος Ανδριανός. Τη δεκαετία του 1960, οι μπουάτ αναπτύχθηκαν στη βόρειο Πλάκα κυρίως στις οδούς Μνησικλέους και Θόλου. Τη δεκαετία του 1970, εμφανίσθηκε και μια δεύτερη φουρνιά μεγαλύτερων μπουάτ κυρίως στην οδό Κυδαθηναίων και στην πλατεία Φιλομούσων.
Ποια πρόσωπα θεωρείτε πως έπαιξαν τον πιο καθοριστικό ρόλο για την άνθισή τους;
Ο πρώτος διδάξας το χαμηλότονο ύφος των μπουάτ, ήταν ο Λάκης Παπάς όταν πρωτοεμφανίστηκε στον «Τιπούκειτο», τον προάγγελο των μπουάτ το 1961 στην οδό Νικοδήμου. Αργότερα μέσα από τη δική του μπουάτ στην οδό Θόλου, αλλά και σε άλλες, κατέθεσε μια σπάνια ευαισθησία κι ένα ξεχωριστό τρόπο ερμηνείας. Ο άλλος σημαντικός καλλιτέχνης ο Κώστας Χατζής, αντικαθιστώντας τον Παπά στον «Τιπούκειτο» στο μέλλον διέπρεψε μέσα από τη «μπουάτ του τσιγγάνου» και το «Σκορπιό». Παρουσιάζοντας κοντά στα τραγούδια των μεγάλων συνθετών και τα δικά του αθάνατα άσματα, με τη βραχνή τζαζέ φωνή του έγραψε μια ανεπανάληπτη ιστορία. Το τρίτο σημαντικό πρόσωπο ο επιβλητικός Γιάννης Αργύρης, μέσα στις ιστορικές «Εσπερίδες» του, δίκαια αποκλήθηκε «πατριάρχης των μπουάτ». Κορυφαίος μουσικός και συνθέτης των μπουάτ, ανεδείχθη ο Νότης Μαυρουδής. Ξεκινώντας από το «Συμπόσιο», πέρασε καθοριστικά το ύφος του, συγκερασμός κλασικών ακουσμάτων με λαϊκά στοιχεία, στο αναδυόμενο «νέο κύμα» που επέβαλε ο Αλέκος Πατσιφάς με την εταιρεία «Λύρα».
Τι οδήγησε στο κλείσιμό τους;
Πιστεύω πως υπήρξαν τρεις λόγοι. Πρώτον, ο νόμος του 1983 που θέλοντας να αναβαθμίσει την περιοχή με την επιβολή νέων χρήσεων, παρέβλεψε την ιδιαίτερη πολιτιστική δραστηριότητα των μπουάτ. Δεύτερον, το κερδοσκοπικό ενδιαφέρον κάποιων ιδιοκτητών που επένδυσαν σε άλλες επιλογές. Τρίτον, τα νέα πολιτιστικά ήθη μετά το 1980, που ήθελαν τον κόσμο στα μεγάλα κοσμικά κέντρα της παραλίας και της εθνικής οδού.
Τι μας έχει αφήσει σήμερα εκείνη η εποχή;
Καταρχάς ζύμωσε το νέο «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι των μεγάλων συνθετών Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Λοίζου, Μαρκόπουλου, Μούτση. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ανέδειξε το πολιτικό τραγούδι του Λεοντή, του Μπακαλάκου, του Μικρούτσικου. Ανέδειξε και το πιο χαμηλότονο «Νέο κύμα» του Μαυρουδή, του Σπανού, του Κριμιζάκη, του Κουμπή, του Γλέζου. Κοντά στους σπουδαίους συνθέτες, καταξίωσε και μεγάλους τραγουδιστές, τον Πουλόπουλο, τον Ζωγράφο, τον Βιολάρη, τη Χωματά, την Αστεριάδη, την Κυρανά, τον Πάριο, τον Νταλάρα, την Αλεξίου. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε και τους σημαντικούς στιχουργούς που εμπνεύστηκαν από τις μπουάτ, τον Δημήτρη Ιατρόπουλο, τον Άκο Δασκαλόπουλο, τον Λάκη Τεάζη, τον Κώστα Κινδύνη. Πάνω απ’ όλα, οι μπουάτ μας κληροδότησαν ένα διαφορετικό τρόπο ψυχαγωγίας με ιδιαίτερο ήθος, φιλοσοφία και προβληματισμό.