Το πλαίσιο καθορισμού του παραδείγματος του διαφωτιστικού κινήματος έθεσε και τους όρους του τρόπου της Ύπαρξης, που κυριάρχησε τους τρεις τελευταίους αιώνες. Σε έναν πολιτισμό που η ύψιστη αξία είναι τα ατομικά δικαιώματα, τα οποία καθορίζονται από το δικαίωμα της κατοχής, μπορεί εξαρχής να φαίνεται τούτο ως εξέλιξη πολιτιστική, αλλά ο προσδιορισμός από την ακραία ορθή λογική οδηγεί αναπόδραστα σε πλείστα αδιέξοδα. Δεν αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, πολιτισμική κατάκτηση οι ατομικές ελευθερίες ή τα ατομικά δικαιώματα, με την έννοια ότι οι ατομικές ελευθερίες προσκρούουν στις κοινωνικές ελευθερίες. Το ζήτημα που τέθηκε από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, όσον αφορά στις ατομικές ελευθερίες και στα ατομικά δικαιώματα με τη μορφή της ορθής πολιτικής πράξης, αφορά στο κατά πόσο αυτά θεωρούνται, τελικά, πολιτισμική πρόοδος ή, στην πραγματικότητα, αποτελούν οπισθοδρόμηση, διότι στο όνομα των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων έχουν διαπραχθεί τα χειρότερα εγκλήματα κατά τον 20ο αιώνα.

Το ύψιστο αγαθό της ατομικής ιδιοκτησίας προσδιόριζε, εν πολλοίς, τον τρόπο ύπαρξης, με την έννοια της ταύτισης της κατοχής με το Είναι. Συνέπεια τούτου ήταν να θεωρείται κάποιος ανύπαρκτος ως οντότητα, όταν δεν κατέχει υλικό αγαθό. Μέσα, λοιπόν, στο πλαίσιο αυτό, επιχείρησε η μαρξική θεωρία να αντιμετωπίσει τούτο το πρόβλημα, αλλά είναι βέβαιο ότι, όταν αποπειράται κάποιος να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα δίχως να διοράται την αιτία του προβλήματος, συνέπεια αυτού είναι να εγκλωβίζεται στην ίδια λογική. Είναι γνωστό ότι ο ακραίος ορθολογιστής αρνείται το συναίσθημα. Μάλιστα, θεωρεί ότι τούτο συνιστά και αδυναμία και για αυτόν το λόγο είναι ενοχλητικό. Εξαιτίας αυτής της αντίληψης, θα διαπιστώσει κάποιος ότι οι ακραίοι ορθολογιστές –παρενθετικά να πω ότι ο ορθολογισμός έχει ποιοτικές διαβαθμίσεις– φτάνουν να αρνούνται ακόμα και το συναίσθημα του έρωτα, θεωρώντας ότι ο έρωτας παράγεται από χημικές αντιδράσεις του σώματος, παραβλέποντας ηθελημένα (;) ότι οι χημικές αντιδράσεις (υλιστική εξήγηση) είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία ενός περιεχομένου που πραγματώνεται στο φαντασιακό του ανθρώπου. Τα χαρακτηριστικά του ακραίου ορθολογιστή είναι –όπως ήδη έχω αναφέρει στο πρώτο άρθρο– ότι εξαντικειμενοποιεί τον κόσμο, εργαλειοποιεί ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, τα αντιλαμβάνεται όλα ως αντικείμενα έτοιμα προς χρήση. Έτσι, όμως, δεν υπάρχει ούτε ο ίδιος, αφού δεν αναγνωρίζει ούτε τον εαυτό του ως υποκείμενο. Όλα τούτα συγκροτούν τον ακραίο ορθολογιστή. Ένα μόνο συναίσθημα τον διατρέχει και αυτό δεν είναι άλλο από το να θέλει διακαώς να κυριαρχεί στους άλλους και στα πράγματα, πάντα, βέβαια, ως αντικείμενα. Οπότε, όταν εκφράζει δημόσια μια άποψη ένας μη αποκλειστικά ορθολογιστής, ενοχλεί τον κυνισμό του ορθολογιστή.

Ο άνθρωπος δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ότι η δύναμή του βρίσκεται στη φανέρωση της αδυναμίας του· έτσι, όλη τη ζωή την αντιμετωπίζει μόνο χρηστικά, καθώς αυτό αποτελεί όρο επιβίωσης. Ακράδαντα πιστεύω ότι τούτο αποτελεί εσκεμμένη πολιτική απόφαση, η οποία διαχέεται, με προπαγανδιστικό τρόπο ως όρος επιβίωσης, σε όλο τον λαό. Και τούτο εξυπηρετεί το πολιτικό σύστημα, διότι, όταν πια διαμορφώνεται κανείς ως ακραίος ορθολογιστής, λειτουργεί πια μηχανιστικά, εργαλειακά, ως γνωστικά εξειδικευμένος αμόρφωτος στην εργασία, που τόσο πολύ επιθυμεί το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα. Γίνεται ο ίδιος ο άνθρωπος ένα εργαλείο δουλειάς (δουλείας).

 

* * *

 

Μετά το 1974 αυτή η πολιτική κατεύθυνση ήταν πολύ έντονη στην Ελλάδα και έτσι μπορεί να εξηγηθεί η σημερινή κατάσταση. Δεν μπορεί να επιτευχθεί, όμως, αυτός ο πολιτικός στόχος δίχως την αναγκαία προϋπόθεση της ισοπέδωσης της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας και της επικράτησης του εύπεπτου και του κιτς. Και τούτο επιτεύχθηκε, όχι βέβαια μόνο στην Ελλάδα. Γιατί το εργαλείο, που είναι ταυτόχρονα και αντικείμενο, έχει ανάγκη να καταναλώνει, χρηστικά βέβαια. Ο μόνος λόγος ύπαρξης είναι η εργασία και η κατανάλωση. Προσδιορίζει την ύπαρξή του από την κατοχή υλικών αγαθών. Ο πολιτισμός αντιμετωπίζεται ως καταναλωτικό αγαθό· ο άνθρωπος δεν Είναι, αλλά Έχει μόνο. Αυτός ο πολιτισμός, λοιπόν, έχει φτάσει πια στα όριά του. Ο λαός ενστικτωδώς τα αντιλαμβάνεται όλα τούτα. Καταλαβαίνει, από όλα αυτά που βιώνει σήμερα, ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά, αλλά είναι δύσκολο να το συνειδητοποιήσει και διαισθάνεται ότι κάτι του διαφεύγει για να το συλλάβει πλήρως. Και αυτή είναι η δυσκολία, προκειμένου να προχωρήσει πολιτικά η κοινωνία προς μια άλλη κατεύθυνση. Η έννοια της κατοχής της ύλης δηλώνει μια σχέση με τα πράγματα, εκτός της χρηστικότητας, στατική, παθητική. Η ανθρώπινη αυτή στάση προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη συνολικότερη συμπεριφορά του ανθρώπου στην ίδια του τη ζωή. Παραμένει το Είναι απρόσωπο, δίχως να τίθεται στα πράγματα.

Ο άλλος τρόπος Ύπαρξης εμφαίνεται όταν το Είναι ασκεί το χαρακτηριστικό του Ανθρώπινου, που είναι η διάθεση για κίνηση. Η κίνηση ενεργοποιεί την Ανθρωπινότητα και θέτει σε κίνηση τον υποκειμενικό παράγοντα· θέτει σε κίνηση το Είναι. Με άλλους λόγους το Είναι υπάρχει ή δεν υπάρχει σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα της αρχής της κίνησης της Ύπαρξης. Δεν Είναι αν δεν υπάρχει και για αυτό τον λόγο η Ύπαρξη προηγείται του Είναι. Δεν μπορεί να υπάρξει κίνηση δίχως οποιουδήποτε είδους αλλαγή ή μεταβολή. Η διακύμανση της δύναμης της μεταβολής συνιστά το συναίσθημα.

Με βάση τους δύο περιγραφόμενους τρόπους Ύπαρξης λειτουργεί η γνώση, η οποία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στον τρόπο αντίληψης της ζωής. Όταν η γνώση λειτουργεί με την έννοια της κατοχής ενός αντικειμένου δεν πνευματικοποιείται, αλλά παραμένει ως ένα ξεχωριστό αντικείμενο χρηστικού μεγέθους, που υπάρχει μόνο για να εξυπηρετεί τον ατομικισμό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καταστρέψει ό,τι υπάρχει έξω από το άτομο. Φυσικά, αυτή η γνώση δεν μορφώνει, δηλαδή δεν μορφοποιεί ή σμιλεύει τον άνθρωπο· διότι η γνώση είναι πέρα από τα φαινόμενα και εισχωρεί στη ρίζα της αλήθειας.

Θα πρέπει να διαχωριστεί η Υπαρξιακή κατοχή από την υλική κατοχή. Η ανθρώπινη ύπαρξη έχει ανάγκη από τη φροντίδα, την τροφή και τη γενικότερη τάση της επιβίωσης. Τούτο είναι διαφορετικό από την τάση της εξουσιαστικής κυριάρχησης και της επιθυμίας της κατανάλωσης, η οποία διαμορφώθηκε σε ένα πολιτιστικό πλαίσιο και βασίστηκε επάνω στα προαναφερόμενα ένστικτα του ανθρώπου. Η υπαρξιακή κατοχή δεν βρίσκεται σε αντιπαλότητα με την Ύπαρξη. Ο υπαρξιακός τρόπος ζωής σχετίζεται άμεσα με την αίσθηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Το βασικό της χαρακτηριστικό είναι η ενεργή δημιουργικότητα, με της έννοια της εσωτερικής δραστηριότητας και όχι βέβαια της εξωτερικής δραστηριότητας. Η εσωτερική παραγωγικότητα έχει την τάση να διαπερνά τον εαυτό και να θέλει να συσχετιστεί, να ενδιαφέρεται για τον άλλον άνθρωπο. Από εκεί προκύπτει η έννοια της αλληλεγγύης και η θέληση για έναν κόσμο δίκαιο. Η Ύπαρξη είναι κίνηση και δημιουργία. Η παθητικότητα είναι χαρακτηριστικό εκείνου που κατέχει. Η παθητική δραστηριότητα είναι η συμπεριφορά κατά την οποία το αντικείμενο δεν σχετίζεται με το υποκείμενο, ο άνθρωπος, δηλαδή, είναι αλλοτριωμένος. Όταν κάποιος έχει ενεργή δραστηριότητα τότε μόνο συναισθάνεται, με συνέπεια να μην υπάρχει αλλοτρίωση. Τη μη αλλοτριωμένη δραστηριότητα την ονοματοδοτώ παραγωγική δραστηριότητα. Επομένως, η παθητικότητα και η δραστηριότητα είναι δύο τρόποι ύπαρξης που προσδιορίζουν άμεσα τον ατομικισμό, τον ορθολογισμό και το συναίσθημα. Κατά συνέπεια, η ριζική εκκρεμότητα του μέλλοντος και η καταστροφή του ανθρώπου ή όχι διαπερνώνται από τον τρόπο ύπαρξης που θα επιλέξει τα επόμενα χρόνια.

 

Στο τελευταίο άρθρο θα αποπειραθώ, με βάση την παραπάνω ανάλυση, να προσδιορίσω τον χαρακτήρα του Μέλλοντος, ως τη μόνη διέξοδο του ανθρώπου από την καταστροφή του.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!