Σε δύο δεκαετίες αγώνα για την ανεξαρτησία του Κασμίρ έχουν σκοτωθεί περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι. Στη φωτογραφία από την εφημερίδα Hindustan Times, νεαροί διαδηλωτές με πέτρες και ξύλα απέναντι στις πάνοπλες ινδικές δυνάμεις κατοχής.

 

«Είχα ένα μεγάλο καυγά με τον Godzie (τον πατέρα μου) εκείνη τη μέρα. Για τις καινούργιες μου μπότες. Ήταν υπέροχες μπότες – ο Gul-kak τις φοράει τώρα. Όπως και να έχει… Έβγαινα να πάω να πάρω κάτι χαρτικά, και τις φορούσα. Ο Godzie μου είπε να τις βγάλω και να φορέσω κανονικά παπούτσια, επειδή οι νεαροί άντρες που φοράνε καλές μπότες συλλαμβάνονται συχνά σαν ακτιβιστές – εκείνο τον καιρό αυτό αρκούσε σαν αποδεικτικό στοιχείο. Παρ’ όλ’ αυτά, αρνήθηκα να τον ακούσω , κι έτσι τελικά είπε, «Κάνε ό,τι θέλεις, αλλά θυμήσου τα λόγια μου, αυτές οι μπότες θα σε βάλλουν σε μπελά». Είχε δίκιο… μου έφεραν μπελά – μεγάλο μπελά, αλλά όχι του είδους που περίμενε. Το χαρτοπωλείο στο οποίο συνήθως πήγαινα, το JK, ήταν στο Lal Chowk, το κέντρο της πόλης. Ήμουν μέσα όταν μια χειροβομβίδα εξερράγη έξω στο δρόμο. Ένας μαχητής την είχε πετάξει σε ένα στρατιώτη. Τα τύμπανά μου παραλίγο να σπάσουν. Μέσα στο μαγαζί όλα έγιναν κομμάτια, υπήρχαν παντού γυαλιά, χάος στην αγορά, όλοι ούρλιαζαν. Οι στρατιώτες τρελάθηκαν – προφανώς. Έσπασαν όλα τα μαγαζιά, μπήκαν μέσα και χτυπούσαν τους πάντες που ήταν εκεί. Ήμουν πεσμένος στο πάτωμα. Με κλώτσησαν, με χτύπησαν με τους υποκόπανους των όπλων. Θυμάμαι να κείμαι εκεί, προσπαθώντας να προστατεύσω το κρανίο μου, βλέποντας το αίμα μου να απλώνεται στο πάτωμα. Ήμουν πληγωμένος, όχι πολύ άσχημα, αλλά ήμουν πολύ φοβισμένος για να μετακινηθώ. Ένας σκύλος με παρατηρούσε. Φαινόταν πολύ συμπαθητικός. Όταν ξεπέρασα το αρχικό σοκ, ένιωσα ένα βάρος πάνω στο πόδι μου. Θυμήθηκα τις καινούργιες μου μπότες και αναρωτήθηκα αν είναι εντάξει. Μόλις σκέφτηκα ότι ήταν ασφαλές, σήκωσα αργά το κεφάλι μου, όσο πιο προσεκτικά μπορούσα, να ρίξω μια ματιά. Και είδα αυτό το πανέμορφο πρόσωπο να αναπαύεται πάνω σ’ αυτές. Ήταν σαν να ξυπνούσα στην κόλαση και να έβρισκα ένα άγγελο πάνω στο παπούτσι μου. Ήταν η Arifa. Κι εκείνη ήταν παγωμένη, πολύ τρομαγμένη για να κινηθεί. Αλλά ήταν απολύτως ήρεμη. Δεν χαμογελούσε, δεν κουνούσε το κεφάλι της. Μόνο με κοίταξε και είπε «Asal boot» – «Ωραίες μπότες» – δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο ψύχραιμο ήταν αυτό. Ούτε θρήνος, στριγκλιές, αναφιλητά, κλάμα – μόνο απόλυτη ψυχραιμία. Γελάσαμε κι οι δυο. Μόλις είχε πάρει ένα πτυχίο κτηνιατρικής. Η μητέρα σοκαρίστηκε όταν της είπα ότι ήθελα να παντρευτώ. Νόμιζε ότι ποτέ δεν θα παντρευόμουν. Είχε εγκαταλείψει αυτή την ιδέα για μένα.»

 

(Το συμβάν εκτυλίσσεται στο Κασμίρ. Οι στρατιώτες ανήκουν στις ινδικές δυνάμεις κατοχής. Απόσπασμα από το καινούργιο βιβλίο “The Ministry of Utmost Happiness” της Αρουντάτι Ρόι, εκδ. Penguin/Knopf, Ιούνιος 2017. Στην Ελλάδα, θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. )

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!