του Δημήτρη Ν. Γιαννάτου*

Οι απροσδιόριστοι παράγοντες, στα ανθρώπινα, φυσικά συστήματα, είναι στοιχεία που συνδυάζουν, τη συνέχεια και την ασυνέχεια, το τυχαίο και το στιγμιαίο, το πολλαπλό και το μονοσήμαντο, το αυτογενές και το ετερογενές, δεν είναι οι απρόβλεπτοι παράγοντες των κοινωνικών φαινομένων και συνακόλουθα των κρίσεων. Τα κοινωνικά γεγονότα συνέχονται με δομική αιτιότητα, έτσι ώστε το αποτέλεσμα ενός φαινομένου ή μιας κρίσης να είναι η «ευκαιρία» και η αφορμή παράλληλων αποτελεσμάτων και φαινομένων (π.χ. πανδημική κρίση κορωνοϊού και μέτρα αντιμετώπισης, τα οποία αποτελούν αφορμή και πεδίο εφαρμογής για βιοτεχνολογικές, ψηφιακές και πολιτισμικές αλλαγές, οι οποίες τώρα επιταχύνονται).

Επακόλουθα, οι απροσδιόριστοι παράγοντες δεν είναι αυτό που αναφέρεται συχνά ως αστάθμητοι ή ασταθείς, ή απρόβλεπτοι παράγοντες, αλλά είναι κάποιοι, εντέλει, δομικά «προσδιορισμένοι απροσδιόριστοι» παράγοντες. Με την έννοια, ότι είναι κάποια στοιχειώδη ψυχοκοινωνικά σωματίδια, εντός των ανθρώπινων συστημάτων που γεννήθηκαν μέσα στη μήτρα και στα όρια της εκάστοτε δομής. Επομένως, είναι από το ίδιο υλικό, θα λέγαμε, και αναπαράγουν σε μεγάλο βαθμό την καθολικότητα της δομής. Ωθώντας όμως την ίδια στιγμή σε μια αλλαγή, σε κάποιες καινοτομίες σε νέες νόρμες ή πολιτικές. Έτσι, προσδιορίζουν την ανάδειξη σύνθετων φαινομένων, τα οποία ενώ φαίνονται μοναδικά, στην ουσία είναι συμβατά με το δομικό οικοσύστημα της ανθρώπινης κοινωνίας στην οποία γεννήθηκαν.

Οι «απροσδιόριστοι» παράγοντες είναι θα λέγαμε και οι «ψυχικές ενορμήσεις» των κοινωνικών δομών. Είναι ενορμητικές διεργασίες και διεγέρσεις που προέρχονται και εκκολάπτονται στο εσωτερικό ενός κοινωνικού οργανισμού, ανάλογες με τις ασύνειδες ψυχολογικές δομές του ανθρώπου. (Ζ. Φρόιντ: Δοκίμια μεταψυχολογίας). Μοιάζουν με το ασυνείδητο, με το υποσυνείδητο νόημα και τη βαθύτερη εσωτερική ψυχολογική γλώσσα στον ψυχισμό του ανθρώπου. Είναι τα κοινωνιοψυχολογικά αίτια που διαμορφώνουν μια κατάσταση ή την πολιτική απέναντι σ’ αυτήν. Συχνά, εκφράζεται μέσα από το ύφος ή το «βλέμμα» με τα οποία περιγράφουμε μια κρίση, μια νέα κατάσταση ή τη λογική που διέπει την αντιμετώπισή τους. Αυτό περεταίρω, οδηγεί σε μια «γλώσσα» περιγραφής της νέας κατάστασης ιδιαίτερα σε στιγμές ανισορροπίας και κρίσεων, που διαμορφώνει μια νέα συνείδηση και μια «πραγματικότητα» η οποία αντανακλάται από τις καθημερινές κουβέντες μας, έως την θέσπιση νέων πολιτικών και συμπεριφορών.

Το ύφος και η γλώσσα αυτή, παίρνει τη μορφή ασυνείδητου που διαπνέει την κοινωνική δομή, ιδιαίτερα όμως στο επίπεδο της κυρίαρχης Εξουσίας, ο Λόγος την οποίας διαμορφώνεται ως κυρίαρχες φράσεις, έννοιες και χαρακτηριστικές περιγραφές ενός γεγονότος που συμβαίνει στο εξωτερικό κοινωνικό πλαίσιο. Οι «απροσδιόριστοι» παράγοντες σε σχέση με την πραγματικότητα και τα στοιχεία της δομής διαμορφώνουν σχέσεις κυριαρχίας, σχέσεις εξουσίας ενός κυρίαρχου Λόγου.

Σε συμπλήρωση και συνδυασμό των παραπάνω, επισημαίνουμε ότι κατά τον Dr. Arnold Mindell (έναν Φυσικό και Γιουγκιανό αναλυτή), οι σωματικές εμπειρίες, η γλώσσα (εδώ θα προσθέταμε και πολλές «ακατανόητες» συμπεριφορές των ανθρώπων) και τα συμπτώματα καθρεφτίζουν τα όνειρα και είναι εκφράσεις με νόημα του ασυνείδητου. Υπό την οπτική αυτή οι γνώριμες πλευρές και το άγνωστο, το προφανές και το μη προφανές υπάρχουν και μπορούν να ανακαλυφθούν τόσο εσωτερικά όσο και σε εξωτερικές καταστάσεις.

Οι άδηλες συναισθηματικές πτυχές της κοινωνικής δομής, η γνώση για το «ασυνείδητο» των δομών είναι μια σημαντική πληροφορία από τη στιγμή όμως που χρησιμεύει στην προσωπική ανακούφιση της αγωνίας, του φόβου και της απόγνωσης των ανθρώπων και ταυτόχρονα αποτελεί απλά μια συμπληρωματική «αναλογική», εξω-λεκτική είδηση προκειμένου αυτή να ενταχθεί σε ένα επιστημονικό πλαίσιο ανάλυσης και τεκμηρίωσης φωτίζοντας όλες τις πτυχές του μέλλοντος που διαμορφώνεται

Γλώσσα και κοινωνικές αλλαγές

Οι «απροσδιόριστοι παράγοντες» της δομής, «αλλά και το ύφος ή το “βλέμμα” με τα οποία περιγράφουμε μια κρίση» εξοικειώνουν τον άνθρωπο με τις «καινοτομίες» που αναδύονται τόσο από την έμφυτη ανάγκη των ανθρώπινων συστημάτων για αλλαγή, αλλά και με τη συγκεκριμένη μορφή που επιδιώκουν να της δώσουν οι ελίτ. Ας θυμηθούμε τη γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την κρίση του ελληνικού μνημονίου: «αναδιάρθρωση», «νέος οδικός χάρτης», «επικαιροποίηση», «εξορθολογισμός», «μεσοπρόθεσμο», «νέο μείγμα μέτρων», «τρόικα», «ευελιξία-ελαστικότητα», «πρόγραμμα «γέφυρα»», «δημιουργική ασάφεια», «κανονικότητα», «οι θεσμοί», κ.α. Ας θυμηθούμε και τη γλώσσα της πανδημίας η οποία συνέβαλλε στην (ανα)παραγωγή της κοινωνικοπολιτικής συγκατάθεσης σε ένα νέο μοντέλο ζωής: «ατομική ευθύνη», «λοκντάουν», «καραντίνα», «κοινωνική αποστασιοποίηση», «υγειονομική κρίση», «νέα μέτρα», «οι ειδικοί», «κρούσματα», «Βράζει η Θεσσαλονίκη», «ιικό φορτίο», «απαγόρευση κυκλοφορίας», «πολιτική προστασία», «ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί η Αθήνα», «τηλεργασία-τηλεκπαίδευση», «κρίσιμες οι επόμενες μέρες για τα μέτρα», «ασφυξία στις ΜΕΘ», «αόρατος εχθρός», «είμαστε σε πόλεμο με τον ιό», «δεν θα υπάρχει νέο λοκντάουν/δεν αποκλείεται ένα νέο λοκντάουν/ορατός πλέον ο κίνδυνος για νέο λοκντάουν», «κορωνοπάρτυ», «click away», «τα λύματα», «αρνητές μάσκας», «θα μάθουμε να ζούμε με τον ιό», «η καραντίνα καθάρισε τα νερά», «το λοκντάουν θα σώσει τον πλανήτη από την ρύπανση», «πιστοποιητικό νόσησης/εμβολιασμού», «ψεκασμένοι», κ.α. Και βέβαια ήδη η γλώσσα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, δημιουργεί νέες ουσιαστικές και συμβολικές λέξεις και έννοιες.

Έτσι σταδιακά, το ύφος και η γλώσσα, το «βλέμμα» (αλλά και η οπτική στα πράγματα, στο πεδίο της ρητορικής στην επικοινωνία) με το οποίο «βλέπουμε» τα πράγματα, διαμορφώνουν μια νέα καθημερινότητα, μια νέα «συνείδηση», μια νέα «ιδεολογία», εντέλει, μια νέα δομή. Η επαναλαμβανόμενη εκφορά λέξεων και όρων, η κάθε νέα γλώσσα που αφηγείται τον εαυτό της και δημιουργεί νέες συμπεριφορές και καθημερινότητα, ορίζει και ένα πλαίσιο, μια δομή.

Ας σημειώσουμε, όμως εδώ ότι η «νέα» αναδυόμενη γλώσσα, δημιουργεί νέες και καινοφανείς μορφές επικοινωνίας, αλλά δεν δημιουργείται εκ του μηδενός καθώς εκφράζει μια ήδη διαμορφωμένη τάση εντός της συγκεκριμένης κοινωνικής δομής, ιδιαίτερα στο επίπεδο της Εξουσίας, η οποία δεν είναι ορατή ή υπάρχει όμως σε κάποιο άλλο σημείο του «κβαντικού» πεδίου της δομής. Ας θυμηθούμε τον Κορνήλιο Καστοριάδη, ο οποίος στο βιβλίο του «Η φαντασιακή θέσμιση της Κοινωνίας», μας λέει ότι η Ιστορία είναι «ποίησις», γεννά και ποιεί νέα είδη, νέες μορφές «εκ του μηδενός», χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει δημιουργία μέσα στο μηδέν και ταύτιση με το μηδέν.

Πιο απλά η γλώσσα, π.χ. της πανδημίας αντανακλούσε, διαμόρφωσε και εξέφρασε μια «νέα» γλώσσα που το οικονομικοπολιτισμικό πρότυπο της εποχής μας, είχε ήδη ανάγκη και οδηγούσε σε συγκεκριμένες λέξεις και ορολογία που θα έβρισκαν εφαρμογή και σε μια άλλη κρίση, εκτός της πανδημικής. Για παράδειγμα, η ανάγκη περιορισμού των ρύπων, ή ο υπερσυγκεντρωτισμός των μεγαλουπόλεων, ή η διογκούμενη ανεργία και φτώχεια, ήδη διαμόρφωνε την ανάγκη να καθιερωθεί ως κοινωνική σημασία «ο περιορισμός των μετακινήσεων» (απαγόρευση κυκλοφορίας, στην ουσία, περιτυλιγμένης με ένα θετικό κοινωνικό πρόσημο) ή των τοπικών λοκντάουν ή η λογική του «όλα δίπλα μου» (οι «πόλεις των 15 λεπτών», όπως προωθείται), η τηλεργασία, η τηλεκπαίδευση, τα επιδόματα σε μισθωτούς και ελεύθερους επαγγελματίες (στην ουσία ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα; ή χρηματοδότηση οριακής επιβίωσης). Για σκεφτείτε; Η μέθοδος του click in shop/click away, η online αγορά, ή το delivery που επιταχύνθηκε εν μέσω λοκντάουν, αποτελούσε ήδη μια πολιτική και νοοτροπία αγοράς, που προωθεί εδώ και χρόνια, ο τεχνοπολιτισμός του πλανητικού οικονομικού συστήματος. H αντιμετώπιση της πανδημίας, δεν χρησιμοποίησε μόνο παλιά υλικά αντιμετώπισής της, που εφαρμόζονταν ικανοποιητικά από αρχαιοτάτων χρόνων (π.χ. καραντίνα, μάσκα, κ.α.), αλλά προσωποποιούσε, υλοποιούσε και τις νέες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές που προωθεί σε πολλούς τομείς το οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Η κρίση του κορωνοϊού ήταν ένας προσδιορισμένος «απροσδιόριστος» παράγοντας, που χρησιμοποίησε ως τρόπους ατομικής και κοινωνικής πρόληψης και θεραπείας, φαντασιακές κοινωνικές σημασίες, που διαμορφώνονται από τις οικονομικο-γεωπολιτικές Εξουσίες και ελίτ.

Με τη λογική αυτή, όπως ο κορωνοϊός, γεννήθηκε μέσα από το συγκεκριμένο μοντέλο εκμετάλλευσης του πλανήτη και τις αντιφάσεις του, έτσι και η γλώσσα, αλλά και τα μέτρα κατά της πανδημίας, εξέφραζαν και υλοποιούσαν την «πολιτική ψυχολογία» της κοινωνικής δομής και των κυριαρχικών ελίτ, που θέλουν να απαντήσουν στις αντιθέσεις και τα αδιέξοδα του πλανήτη με συγκεκριμένους τρόπους. Παρόλο που σε ανθρώπινο επίπεδο, φυσιολογικά ενεργοποιήθηκε το ένστικτο επιβίωσης του ανθρώπου και της φροντίδας του εαυτού και των συγγενών του, ταυτόχρονα, το υγειονομικό ή ιατρικό μοντέλο αντιμετώπισης του ιού, ταυτίζεται με την αλλαγή του πολιτικού, οικονομικού και πολιτισμικού προτύπου που επιδιώκεται στην εποχή της μετανεωτερικής κοινωνικής δομής.

Όπως ο νέος ιός δεν ήταν μια απρόβλεπτη κρίση –παρόλο που μας «ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι», από την αιφνίδια αλλαγή που βιώσαμε– έτσι και τα μέτρα που ελήφθησαν δεν ήταν απρόβλεπτα, αλλά μάλλον ήταν αναμενόμενα και απαντούσαν, εν μέρει βέβαια, σε πρακτικές ανάγκες, αλλά ήταν και τα μέτρα που αναπαράγει ή θέλει να εξαπλώσει η κυρίαρχη πολιτικο-κοινωνική ελίτ σε πολλές πλευρές του ανθρώπινου βίου, στην παρούσα πλανητική συγκυρία.

Τι εξέφρασαν οι «συνομωσιολόγοι»

Αυτό, ως σε ένα σημείο, «έπιασαν» οι «συνομωσιολόγοι» ή οι «ψεκασμένοι» ή οι αρνητές του ιού ή του εμβολίου. Και το εξέφρασαν βέβαια, με έναν ανορθολογικό τρόπο. Ήταν μια ενστικτώδης «ενσυναίσθηση» της αλλαγής που κυοφορείται εντός της κοινωνικής δομής και η οποία έχει δυστοπικά χαρακτηριστικά εφόσον εδραιωθεί χωρίς ανθρωπιστικά κριτήρια και Δημοκρατία, την οποία δεν μπορούσαν να κατανοήσουν και εξηγήσουν ορθολογικά. Συναισθάνονταν ασυνείδητα τις «υποσυνείδητες» ενορμήσεις της μεγάλης εικόνας εντός της κοινωνικής δομής. Αν παρακάμψουμε πολλές γραφικότητες, υπερβολές και ακραίες εξηγήσεις ή συμπεριφορές, θα λέγαμε ότι οι άνθρωποι αυτοί «ένιωθαν» την ψυχολογία του κοινωνικού υπερσυστήματος και των δομών, αλλά όντως δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν γνωστικά. Συναισθάνονταν διαισθητικά, αυτό το ψυχολογικό κλίμα της δυναμικής του συστήματος, αλλά ο φόβος δημιουργούσε ακραίες συμπεριφορές ή συνδέσεις.

Παράλληλα, εξέφραζαν τη μη τοπικότητα των φαινομένων, η οποία από τη κβαντική Φυσική έχει επηρεάσει τη μελέτη, αλλά και την ψυχοθεραπεία και κατά την οποία, πολλά σκόρπια φαινόμενα ή φαινομενικά ξένα μεταξύ τους συμβάντα συνδέονται και σχετίζονται με μια ενιαία καθολική δομή, ανάλογη του κβαντικού σύμπαντος και πεδίου. Ερευνητές, όπως οι Καρλ Γιούνγκ και Άρθουρ Καίσλερ, μελέτησαν κάποιες μορφές διανοητικής λειτουργίας που «παραβιάζουν» την ομαλή συνέχεια του χρόνου και ονομάζονται π.χ. «προφητικά όνειρα» ή ψυχικές δυνάμεις, ή διαίσθηση, κ.α. φαινόμενα τα οποία συνδέουν το ασυνείδητο με το συλλογικό ασυνείδητο ενός ψυχοκοινωνικού πεδίου. Ειδικότερα ο Καρλ Γιούνγκ, στο πλαίσιο της επιστημολογίας του διακρίνει 4 βασικές λειτουργίες του ανθρώπινου ψυχισμού: Σκέψη, Αίσθημα, Συναίσθημα, Διαίσθηση και μιλά για τους Εξωστρεφείς, Ενδοστρεφείς και Εσωστρεφείς τύπους και τρόπους ανθρώπινης συμπεριφοράς. Θα ρισκάραμε να περιγράψουμε την αντιμετώπιση των τελευταίων ελληνικών (παγκόσμιων) κρίσεων με μια συγκεκριμένη τυπολογία. Η εφαρμογή των μέσων αντιμετώπισης της κρίσης, είτε αυτό ήταν το μνημόνιο, είτε η πανδημία, είτε οι πυρκαγιές, κ.ο.κ. προσιδιάζουν στον «εξωστρεφή τύπο σκέψης» σε συνδυασμό με τον «εξωστρεφή τύπο αισθήματος». Ο πρώτος, χαρακτηρίζεται από ψύχραιμη σκέψη, «αντικειμενική», πραγματιστική σκέψη, ρεαλισμό και συχνά σκληρότητα στη συμπεριφορά, ενίοτε και τυραννικότητα, ενώ το συναίσθημα υπολείπεται. Ο δεύτερος, δέχεται το κάθε τι όπως έρχεται και όπως φαινομενικά είναι. Δεν το αξιολογεί, δεν το εμπλουτίζει, δεν το διακρίνει, δεν εστιάζει και δεν εμβαθύνει σ’ αυτό. Συχνά, η υπευθυνότητα με την μειωμένη ανευθυνότητα συνυπάρχουν.

Οι «συνωμοσιολόγοι» και οι «ανορθολογικοί», ή όπως αλλιώς χαρακτηρίζονταν, αλλά και πολλές συμπεριφορές και αντιδράσεις μας στο πλαίσιο κρίσεων, μοιάζει να συνδυάζουν «εσωστρεφή τύπο συναισθήματος» με τον «εσωστρεφή τύπο διαίσθησης». Ο πρώτος, συνοπτικά, χαρακτηρίζεται από τη αξιοποίηση του συναισθήματος, την εμβάθυνση στις συναισθηματικές αντιδράσεις περισσότερο για να κατανοήσει ή εξερευνήσει το ομαδικό (συλλογικό) ασυνείδητο παρά για να μελετήσει την εξωτερική πραγματικότητα. Ουσιαστικά, στρέφεται «προς τα μέσα» παρά «προς τα έξω». Αλλιώς, βλέπει με εσωτερική ματιά την εξωτερική πραγματικότητα, την φαινομενική εξωτερική δομή της κρίσης. Ο δεύτερος, βλέπει με έναν υπαρξιακό εσωτερικό «οραματισμό», συχνά μοιάζοντας με «μυστικιστή» που ψάχνει τον χώρο του κοινωνικού ασυνειδήτου της δομής. Η εσωστρέφεια αυτή, συχνά ρέπει στη δημαγωγία, καθώς, η αποκλειστική προσήλωση στο εσωτερικό συναίσθημα των «απροσδιόριστων παραγόντων» των κρίσεων, τις οποίες θέλει να κατανοήσει ο άνθρωπος του συγκεκριμένου τύπου διαίσθησης, τον κάνει απόλυτο, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αντισταθεί και να αμυνθεί στις αντιδράσεις ή σκέψεις των άλλων ανθρωπολογικών τύπων συμπεριφοράς που του επιτίθενται για έλλειψη ρεαλισμού και έτσι υπερτονίζει και υπερχειλίζει στην υπεράσπιση του οράματος ή της διαίσθησής του. Σαφώς, στο μικροεπίπεδο της ατομικής συμπεριφοράς και ψυχολογίας, πολλοί άνθρωποι στα άκρα, είναι δυστυχισμένοι και περιπτώσεις ατομικής ψυχοπαθολογίας, οι οποίοι βιώνουν έντονες εμπειρίες απόγνωσης και ασθένειας, καθώς κυριεύονται από την συνεχή ανάγκη να εξηγήσουν τα πάντα με έντονη εμμονή και ψυχική αστάθεια. Όμως, αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά στην ατομική φροντίδα και την κλινική ψυχιατρική ή ψυχοθεραπευτική ίαση και δεν θα μας απασχολήσει στο παρόν κείμενο στο οποίο προσεγγίζουμε τέτοια φαινόμενα στη «μεγάλη εικόνα» της κοινωνικής δυναμικής ευρύτερων συνόλων.

Συμπληρώνοντας την παραπάνω παρένθεση, είναι σημαντικό να προσθέσουμε το γεγονός, ότι η ψυχολογική «φωνή» της κοινωνικής δομής, που εκφραζόταν με ένα κύμα υπερβολής, εξω-λογικών αντιδράσεων, πλανητικών συνωμοσιών, κ.α., δεν αναιρεί το γεγονός ότι η δυναμική της εκάστοτε κοινωνικής δομής και των «απροσδιόριστων» φαινομένων που γεννά, είναι υπαρκτή και παρούσα. Οι προαναφερόμενες ομάδες θα λέγαμε ότι αντιλαμβάνονταν ανεπεξέργαστα τη νέα «φαντασιακή θέσμιση» που επιχειρείται πλανητικά από τις πραγματιστικές δυνάμεις της οικονομίας και της γεωπολιτικής. Άλλωστε, η αντιμετώπιση της πανδημίας –αλλά και ο πρόσφατος πόλεμος στην Ουκρανία– σε συνδυασμό με την επιτάχυνση του ρόλου και της χρήσης της ψηφιο-τεχνολογίας εντός της, εγκαινιάζει έναν νέο ιστορικό κύκλο της ζωής των ανθρώπων, ο οποίος εντάσσεται στον μεγαλύτερης διάρκειας ιστορικό κύκλο γεωπλανητικών αλλαγών που ξεκινά στις αρχές του 21ου αιώνα.

Επιστημονικός διάλογος και «άναρχες φωνές»

Όταν το συναίσθημα αυτό –όταν κάτι ξαφνικό μας συνέβη– γινόταν πιο απαισιόδοξο, λόγω του εφιάλτη που βίωναν οι κοινωνίες, αλλά και λόγω τη ποικίλης ατομικής ψυχολογίας των ανθρώπων αυτών, τότε άμεση συνέπεια άμυνας ήταν η απολυτοποίηση της «θεωρίας», η αναγωγή της σε μια αντι-επιστήμη και ο εγκλωβισμός της πραγματικότητας σε αυτήν. Βέβαια, «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια», λέει ο λαός μας και σίγουρα η φράση αυτή δεν είναι μακριά από την διαισθητικότητα και τη λειτουργία της κοινωνικής δυναμικής των ομάδων.

Θα περιγράφαμε με διαφορετικό τρόπο, ότι αυτή η «ενσυναίσθηση» –από τις διαφορετικές «φυλές» των ανθρώπων που αναφέραμε– των απροσδιόριστων παραγόντων της κοινωνικής δομής, εκφρασμένης μέσα από τον φόβο για τον θάνατο ή για ένα απάνθρωπο μέλλον, μιλούσε πρωτόγονα για το ισχυρό ενδεχόμενο η νέα «θέσμιση» που επιχειρεί ο πλανητικός καπιταλισμός να προσομοιάζει με τις συνθήκες ζωής για την αντιμετώπιση του ιού ή μελλοντικά για έναν παραδοσιακό ή υβριδικού τύπου πολέμου ή κλιματικής οξείας κρίσης. Όπως πάλι αναφέρει ο Καστοριάδης, οι συνθήκες φαντασιακής θέσμισης των κοινωνιών δεν μπορούν να εξηγηθούν με τις κατηγορίες μιας κληρονομημένης λογοκρατικής ή οικονομιστικής σκέψης (π.χ. καθοριστικότητα, αιτιότητα, λογική συναγωγή, κ.α.). Η ακατέργαστη ψυχολογική ανίχνευση του νέου κοινωνικού φαντασιακού, από τους «συνωμοσιολόγους-ψεκασμένους κ.λπ.», ήταν ένα στοιχείο που δεν μπορούσε επομένως να γίνει αποδεκτό.

Αντίθετα, όταν πολλά από αυτά τεκμηριώνονται –σαφώς με άλλο μέτρο και μορφή– από συντηρητικούς τεχνοεπιστήμονες, κλασικούς φυσικούς και βιολόγους, κοινωνιολόγους ή σύγχρονους φιλόσοφους, οι οποίοι μέσα από την μελέτη της τεχνοεπιστήμης, της τεχνητής νοημοσύνης και της βιοτεχνολογίας καταλήγουν στην περιγραφή μιας άλλης οντολογίας του ανθρώπου στο μέλλον και σε υβριδικές κοινωνίες πολύ κοντά στην δυστοπία, γίνονται αποδεκτά και πολύ σωστά οι άνθρωποι αυτοί μετέχουν ισότιμα στο επιστημονικό διάλογο για το μέλλον της ανθρωπότητας. Η «γλώσσα», ο «λόγος» των «ψεκασμένων-συνωμοσιολογιών κ.λπ.», παραπέμπει –τηρουμένων πάντοτε των απαραίτητων αναλογιών– στο ά-λογο της γλώσσας των ψυχασθενών, του ασύλου ή των φυλακισμένων, που όπως έχει μελετηθεί από την ψυχολογία και την ψυχανάλυση, δομείται ως μια μετα-γλώσσα που εκφράζει με συμβολικό τρόπο, την υποσυνείδητη εντροπία του πλαισίου. Σε επίπεδο, ομαδικής ψυχοθεραπείας, θα το παρουσιάζαμε σαν τις άναρχες φωνές ή τις φαινομενικά αδόμητες συμπεριφορές μελών της ομάδας, μέσα από τις οποίες μπορεί να ειπωθούν άρρητες αλήθειες τη δυναμικής της ομάδας, των σχέσεων μεταξύ των μελών της ή των σχέσεων με τον θεραπευτή/ια, ως φιγούρα εξουσία/ηγεσίας/αυθεντίας, κ.α.

Χρειάζεται βέβαια, να είναι ξεκάθαρο, ότι ο «λόγος» αυτός μπορεί γινεί επικίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο, από τη στιγμή που επιδιώκει να οργανώσει ορθολογικά (π.χ. δημιουργία κόμματος) την εξω-λογική τεκμηρίωση του συναισθήματος, που νιώθουν οι άνθρωποι αυτοί να αναδύεται από το πλαίσιο. Οι άδηλες συναισθηματικές πτυχές της κοινωνικής δομής, η γνώση για το «ασυνείδητο» των δομών είναι μια σημαντική πληροφορία από τη στιγμή όμως που χρησιμεύει στην προσωπική ανακούφιση της αγωνίας, του φόβου και της απόγνωσης των ανθρώπων και ταυτόχρονα αποτελεί απλά μια συμπληρωματική «αναλογική», εξω-λεκτική είδηση προκειμένου αυτή να ενταχθεί σε ένα επιστημονικό πλαίσιο ανάλυσης και τεκμηρίωσης φωτίζοντας όλες τις πτυχές του μέλλοντος που διαμορφώνεται. Ενώ σαφώς εντάσσεται μέσα στη γνώση της κοινωνικής δυναμικής και των ποικίλων, αντιφατικών μορφών που μπορεί να πάρει η επίδραση ενός γεγονότος, έως ότου ενσωματωθεί στην ιστορική κοινωνική συνέχεια.

* Ο Δημήτρης N. Γιαννάτος είναι κοινωνιολόγος-σύμβουλος απεξάρτησης στο ΚΕΘΕΑ. Το άρθρο αποτελεί κεφάλαιο ενός βιβλίου που πρόκειται να εκδοθεί από την αστική εταιρία «Ιπποκράτης» – Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας (Κως-Νίσυρος) με θέμα την «κανονικοποίηση των κρίσεων». Οι μεσότιτλοι είναι της σύνταξης.

 Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Γιώργος Βέλτσος – «Οι απροσδιόριστοι παράγοντες (Δοκίμιο δομικής κοινωνικής ψυχολογίας)» – Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1981
Καρλ Γιουνγκ – «Η Ψυχολογία τον Ασυνείδητου» – Εκδόσεις Ιάμβλιχος, Αθήνα 2010)
Καρλ Γιούνγκ – «Ψυχολογικοί τύποι» – Τομ. Ι, ΙΙ – Εκδόσεις Σπαγειρία, Θεσσαλονίκη 1991.
Κορνήλιος Καστοριάδης – «Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» – Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1981
Νίκλας Λούμαν – «Νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας» – Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1991
Άρνολντ Μιντέλ – «Συνομιλώντας με το σώμα που ονειρεύεται» – Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007
Θωμάς Τσακαλάκης – «Επικοινωνία της Επιστήμης, βιοηθικά διλήμματα και νέα μέσα» – Προπτυχιακό εγχειρίδιο

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!