Οι ακαδημαϊκοί αναλώνουν συνήθως 3 έως 6 (ενίοτε και περισσότερους) μήνες, για την έρευνα και συγγραφή ενός άρθρου 25 σελίδων με προορισμό κάποια ακαδημαϊκή έκδοση. Και οι περισσότεροι από αυτούς νιώθουν έναν ξαφνικό ενθουσιασμό όταν, μήνες αργότερα, παραλαμβάνουν μια επιστολή που τους ενημερώνει ότι το άρθρο τους έχει γίνει δεκτό για δημοσίευση και ως εκ τούτου πρόκειται να διαβαστεί από…
…έναν μέσο όρο 10 ατόμων.
Ναι, σωστά διαβάσατε. Τα νούμερα από πρόσφατες σχετικές μελέτες είναι αρκετά δυσοίωνα.
– Το 82% των άρθρων που δημοσιεύονται στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών δεν πρόκειται να τα δει κανείς ούτε μια φορά.
– Από τα υπόλοιπα που θα τύχουν μερικών βλεμμάτων, μόνο το 20% έχουν όντως διαβαστεί.
– Οι μισές ακαδημαϊκές διατριβές δεν διαβάζονται από κανέναν άλλον πέραν των συγγραφέων τους, άλλων συναδέλφων του χώρου και των συντακτών των εκδόσεων όπου δημοσιεύονται.
Οπότε, προς τι όλη αυτή η τρέλα; Γιατί ο κόσμος εξακολουθεί να βομβαρδίζεται από κάτι λιγότερο από 2 εκατομμύρια ακαδημαϊκών άρθρων ετησίως;
Στην πραγματικότητα, όλα τα παραπάνω γίνονται με απώτερο στόχο το χρήμα και την επαγγελματική ασφάλεια. Στόχος όλων των ακαδημαϊκών είναι μια μόνιμη έδρα, κάτι που επί του παρόντος εξακολουθεί να εξαρτάται κατά κάποιο ποσοστό από τις δημοσιεύσεις. Κι αυτό γιατί οι αρμόδιες επιτροπές εκλαμβάνουν αυτές τις δημοσιεύσεις ως διαπιστευτήρια της ικανότητας του καθηγητή να πραγματοποιήσει μια σοβαρή έρευνα.
Ωστόσο, πολλά από αυτά τα άρθρα στις μέρες μας είναι απλώς προϊόν εξάσκησης στη δημιουργική λογοκλοπή: επαναδιατυπώσεις προηγούμενων ερευνών με συνημμένη κάποια καινούρια εργασία.
Ένας άλλος λόγος είναι η αυξημένη εξειδίκευση της εποχής μας, κάτι που εν μέρει οφείλεται στον εσωτερικό κατακερματισμό των πανεπιστημίων σε διάφορες σχολές και τμήματα, κάθε ένα από τα οποία ακολουθεί τη δική του, ξεχωριστή λογική.
Μια δυσάρεστη συνέπεια αυτής της εξειδίκευσης είναι ότι τα θέματα αυτών των άρθρων τα καθιστούν στην πλειοψηφία τους μη βατά όχι μόνο για το ευρύ κοινό, αλλά και για την συντριπτική πλειοψηφία των ίδιων των ακαδημαϊκών. (Πιστέψτε με: Οι περισσότεροι έτσι κι αλλιώς δεν έχουν καν τη διάθεση να διαβάσουν τις εργασίες των συναδέλφων τους.)
Μερικοί τίτλοι από τα πιο πρόσφατα τεύχη του περιοδικού της Αμερικανικής Ακαδημίας Θρησκειών -που η ίδια χαρακτηρίζει ως «κορυφαίο ακαδημαϊκό περιοδικό στον τομέα των θρησκευτικών μελετών»- χρησιμεύουν ως απόδειξη:
– «Η Προσευχή της Dona Benta: Διαχείριση της ασάφειας σε μια ομάδα προσευχής γυναικών από τη Βραζιλία»
– «Θάνατος και Δαιμονοποίηση ενός Μποντισάτβα (σ.μετ.: Όρος σχετικός με τον Βουδισμό): Η μεταμόρφωση της Guanyin στην Κινεζική θρησκεία»
– «Νύφες και Ψεγάδια: Ορίζοντας την ανεπάρκεια των γυναικών στον Ραββινικό Νόμο του Γάμου, μέσα από την queer θεωρία»
Κατά συνέπεια, η αυξημένη εξειδίκευση έχει οδηγήσει σε αυξημένη αποξένωση μεταξύ όχι μόνο των καθηγητών και του κοινού, αλλά και μεταξύ των ίδιων των καθηγητών.
Πρόκειται για μια δυσάρεστη κατάσταση. Ιδανικά, όλα τα «μεγάλα μυαλά» της κοινωνίας θα έπρεπε να εργάζονται με στόχο την οικοδόμηση αυτής της κοινωνίας και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της. Αντ’ αυτού, οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί στη Δύση επιλέγουν να ξοδεύουν το διανοητικό τους κεφάλαιο για να απαντήσουν ερωτήσεις που κανείς δεν θέτει, σε σελίδες που κανείς δεν διαβάζει.
Πόση σπατάλη.
Άρθρο του Daniel Lattier που «ξεθάψαμε» από το www.intellectualtakeout.org.
Μετάφραση: Τίνα Παππά