Την είδα και την άκουσα από την οθόνη και το ηχειάκι ενός λάπτοπ, με παρότρυνση του Γιάννη Λογοθέτη, φίλου και συνεργάτη μουσικού από το 1980. Δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο. Ούτε ακριβά στερεοφωνικά ούτε ψηφιακές κονσόλες. Τραγουδούσε ένα τραγούδι που το είχαμε φέρει μαζί μας από την Πόλη, όταν ξεριζωθήκαμε μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955, στις 78 στροφές, του Γιάννη Παπαϊωάννου σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Βαρύ τραγούδι. Το έλεγαν οι κλασικοί λαϊκοί τραγουδιστές και σου ξερίζωναν τα σωθικά. Σπαραξικάρδιο, ειπωμένο με αυστηρή εκφραστική λιτότητα, χωρίς φιοριτούρες και αυξημένες δόσεις μελό. «Άνοιξε, άνοιξε γιατί δεν αντέχω, φτάνει πια, φτάνει πια να με τυραννάς…»
Ήταν η εποχή των μεγάλων τραγουδιών και των σπουδαίων τραγουδιστών. Σπουδαίων όχι μόνο γιατί είχαν αναγνωρίσιμες και σωστές φωνές, αλλά κυρίως γιατί έβγαζαν από το τραγούδι το αληθινό του νόημα, έδιναν σάρκα στο συναίσθημα, κουβαλούσαν το λαϊκό πολιτισμό και αγγίζανε τις βαθύτερες ανθρώπινες χορδές. Οι φωνές και τα τραγούδια αναδείκνυαν ένα κόσμο ολόκληρο, τον απελευθέρωναν, τον παρηγορούσαν, τον διασκέδαζαν και τον εκφράζανε.
Ο Στράτος Παγιουμτζής, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Πόλυ Πάνου, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέυ, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Στράτος Διονυσίου και πολλοί άλλοι τραγουδιστές υψηλού επιπέδου έπαιρναν τα καλά τραγούδια και τα απογείωναν. Και δεν είναι λίγοι οι διάδοχοί τους που στάθηκαν στο ύψος αυτής της θαυμάσιας παράδοσης, ανάμεσά τους ο Μητροπάνος, η Αλεξίου, η Βιτάλη, η Γλυκερία, ο Παπάζογλου, ο Γκολές κ.ά. Και αντίστοιχοι ήταν οι καλοί τραγουδιστές του δημοτικού, του ελαφρού ή του έντεχνου τραγουδιού, σαν τον Γιώργο Παπασιδέρη, τον Νίκο Γούναρη και τη Φλέρυ Νταντωνάκη.
Αλλά αυτή η παράδοση δεν μπόρεσε να συνεχιστεί στις φαρδιές λεωφόρους που τη γνωρίσαμε. Μπήκε σε δρομάκια και μονοπάτια. Μπορεί η ανθρώπινη φύση να μην άλλαξε, άλλαξαν, όμως, οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζούμε και οι χώροι που μας περιβάλλουν. Η τηλεόραση, η αποξένωση και οι νέες τεχνολογίες στένεψαν τις λεωφόρους των συναισθημάτων, εκτροχίασαν τις ανάγκες και φτήναιναν τα γούστα μας. Το τραγούδι που κυριάρχησε είναι κατ’ αναλογία πιο ρηχό, πιο ομοιόμορφο, πιο τυποποιημένο και οι ερμηνευτές του επικοινωνούν περισσότερο με την εικόνα τους παρά με την ερμηνεία τους. Και οι νεαροί ακροατές ακούν τα τραγούδια ψηφιακά συμπιεσμένα και σε διαδικασία nonstop από χιλιάδες αποθηκευμένα tunes σε ένα στικάκι λίγων εκατοστών. Το τραγούδι χάνεται μέσα στον ωκεανό των πληροφοριών και δεν έχει πια μεγάλο ειδικό βάρος.
Αλλά αυτή η κοπέλα με συγκράτησε. Πριν δω ότι είναι και όμορφη. Έλεγε το τραγούδι με φυσικό τρόπο και ταυτόχρονα με μια ερμηνευτική δεξιοτεχνία σπάνια. Που δεν επιτρέπει στην άνεση της να την κυριεύσει και να γίνει περιττά πληθωρική. Ούτε γελάει κούφια ούτε μορφάζει άσχετα. Εκτός συρμού. Καταλαβαίνει το περιεχόμενο του τραγουδιού και αντιλαμβάνεται τις προδιαγραφές του. Το σέβεται χωρίς να το φοβάται. Και αναπληρώνει την έλλειψη των βιωμάτων που είχαν οι παλιοί ερμηνευτές με γνώση και πειθαρχία. Τους έχει στ’ αφτιά της και δεν το κρύβει.
Ενθουσιασμένος από το πρώτο, την άκουσα σε άλλα δύο τραγούδια που είπε στην εκπομπή «Στην υγειά μας», επίσης απαιτητικά. Τον «Κοκαϊνοπότη» με την ορχήστρα και «Απόψε μ’ εγκατέλειψες» συνοδεύοντας διακριτικά τον εαυτό της με το πιάνο. Και είναι εξίσου καλή. Έχει χρώμα, έχει ύφος, έχει βάθος, έχει πάτημα, έχει φινέτσα, έχει στυλ. Ελπίζω σε καιρούς καθόλου ευνοϊκούς για ευαισθησίες, να μην ξοδευτεί. Τη λένε Σοφία Αβραμίδου.
Στέλιος Ελληνιάδης