Ξεχασμένα επίδικα και προϋποθέσεις. Του Γιάννη Τσούτσια
Με μια μάλλον στυφή γεύση, οδεύουμε τελικά προς τις πιο κρίσιμες εκλογές της νεότερης ιστορίας μας. Ανάμεσα σ’ αυτούς που το πιστεύουν είναι και ο σημερινός πρωθυπουργός, που υπογράμμισε εμφατικά στο διάγγελμά του, ότι «από τις επιλογές που θα κάνουμε, θα κριθεί η πορεία της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες». Τα ίδια περίπου διαμηνύει, εν χορώ, και το ευρωπαϊκό ιερατείο. Η αλήθεια είναι πως, πράγματι, διανύουμε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο. Αυτό, όμως, δεν συνεπάγεται ότι και οι εκλογές θα αποδειχτούν απαραίτητα εξίσου κρίσιμες. Διότι κρίσιμες είναι οι αναμετρήσεις που ορίζουν με σαφήνεια μια συγκεκριμένη πολιτική αντιπαράθεση, όπου οι αντίπαλες απαντήσεις και πολιτικές συγκρούονται γύρω από μια κρίσιμη διαζευκτική επιλογή, την οποία προηγουμένως οι φορείς της έχουν ορίσει και αναδείξει. Στην περίπτωσή μας, αντίθετα, είναι σε πλήρη εξέλιξη η γνωστή μνημονιακή πολιτική (της οποίας το διακύβευμα είναι τεράστιο), η οποία δεν φαίνεται να κινδυνεύει να ανατραπεί μέσω των επερχόμενων εκλογών. Μάλιστα, χωρίς καμία διάθεση γενικής απορριπτικότητας έναντι των εκλογών, ούτε και για το αντιπαρατιθέμενο αντιμνημονιακό μπλοκ μοιάζουν οι εκλογές να αποτελούν σημείο καμπής. Αυτό μαρτυρούν οι προτεραιότητες που τα ίδια τα αντιπολιτευόμενα κόμματα έχουν θέσει. Πόσο ριζικά διαφορετική μπορεί λοιπόν να αποδειχθεί η επόμενη ημέρα;
Μη λειτουργώντας η κρίσιμη διάζευξη, το επίδικο των εκλογών αφορά τελικά την επιτυχή ή όχι έκβαση, αποκλειστικά σχεδόν, των σχεδίων του συστημισμού. Τα σχέδια αυτά είναι εμφανή και περιλαμβάνουν διαβαθμίσεις, εναλλακτικές, κλίμακες και στόχους, ελάσσονα και μέγιστα ζητούμενα, 180 βουλευτές ή 150, σύγκληση μόνο των κομμάτων εξουσίας ή και παραπομπή σε πολυπλοκότητες τύπου ΔΗΜΑΡ κ.λπ.; Πίσω όμως απ’ αυτά, το ουσιαστικό παραμένει αδιαπραγμάτευτο: Ο συστημισμός ακυρώνει την ολομέτωπη αμφισβήτησή του, την αμφισβήτηση δηλαδή της οργάνωσης ενός συστήματος εξουσίας που κυριαρχεί, αποτρέποντας δυνατότητες για μια διαφορετική τροπή των πραγμάτων.
Αυτό το κλίμα αντανακλάται πλέον και στο λαό, όπου είναι εμφανής η υποχώρηση της μαζικής διαθεσιμότητας και ψυχολογίας, όχι πάντως της αγανάκτησης. Είναι διάχυτος ο σκεπτικισμός και η σύγχυση, μαζί και η συνειδητοποίηση, πως ο αναβρασμός δεν αρκεί. Ο κόσμος θέλει να μετατρέψει την οργή του σε πολιτική επιλογή, όμως δεν βρίσκει διέξοδο.
Χαρακτηριστική είναι τελευταία και η πολεμική που αναπτύσσεται ανάμεσα σε χώρους της Αριστεράς, σχετικά με το αν θα μπορούσε να είχε αποτελέσει το στοιχείο ενός κρίσιμου πολιτικού διαχωρισμού η αντιμνημονιακή στάση των κομμάτων. Όπως όμως γίνεται η συζήτηση, μοιάζει με τυπική ταυτολογία, καθώς το αποτέλεσμα μιας ανεπαρκούς πολιτικής εκλαμβάνεται ως εξήγηση αποτυχίας της. Η Αριστερά και οι κοινωνικές ομάδες που συμπορεύτηκαν μαζί της, αφού πρώτα έχασαν τη δυνατότητα να προσανατολίσουν, περιορίζοντας τη σύγκρουση γύρω από διεκδικήσεις, οικονομισμούς και δικαιώματα, τώρα αντιμετωπίζουν ως μοιραίο γεγονός την έλλειψη βασικών πολιτικών δυνατοτήτων. Το αντιμνημονιακό στοιχείο δεν αποτέλεσε επαρκές βάθρο για να συγκροτηθεί αντίσταση, γιατί δεν συνοδεύτηκε από την αναγκαία προοπτική διεξόδου. Όλη αυτή την περίοδο, η πραγματική αντιπαράθεση ορίζονταν στο πολιτικό πεδίο και όχι στο πλαίσιο μιας γενικής αντικαπιταλιστικής καταγγελίας που υιοθέτησε μεγάλο τμήμα της αριστεράς, με αποτέλεσμα, ολοένα και δυσκολότερα κάποιοι να μπορούν και να θέλουν να ενωθούν μεταξύ τους. Όταν όμως διαφωνούμε με τους πάντες, πλην του εαυτού μας, τότε η μόνη εναπομείνασα προοπτική είναι να επενδύουμε στα ποσοστά μας, δηλαδή τακτικισμός και παντελής έλλειψη πολιτικής οπτικής. Το αντιμνημονιακό μπλοκ θα μπορούσε, πράγματι, να αποτελέσει ένα πρώτο επίπεδο σύγκλισης διαφορετικών δυνάμεων, μια αναγκαία πολιτική απάντηση, η οποία όμως θα επιζητούσε ταυτόχρονα την επαγωγή της, να βαθύνει, να δει προοπτική και προϋποθέσεις. Αντ’ αυτού, απέμεινε ο απόηχος από μια θορυβώδη διαμάχη για το ευρώ, που ως μια άλλη δαιμονολογία όπου όλα περιστρέφονταν γύρω της, τώρα αποσύρεται, σαν να μην ήταν εξαρχής το ζήτημα πιο σύνθετο και πιο περίπλοκο. Έμεινε έτσι εκκρεμής, στο απυρόβλητο, η στοχοποίηση του πολιτικού συστήματος, το πραγματικό επίδικο των εκλογών.
Μιλάνε τέλος, κάποιοι σήμερα, για όψεις κατοχής, για να ερμηνεύσουν την όλη κατάσταση. Φαίνεται πως η μετανεωτεριστική λογική δεν επιτρέπει αναγωγές στην ιστορία και πραγματικά μαθήματα. Δυστυχώς, το 2012 δεν μοιάζει με την περίοδο της κατοχής, αλλά περισσότερο με αυτήν του 1965! Ξενοκρατία, εξωπολιτικά θεσμικά κέντρα, φαλκιδευμένη δημοκρατία, στεγανά, ανάκτορα, μυστικές υπηρεσίες, ανελεύθερο κοινωνικό πλαίσιο, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων κλπ, όλα αυτά ήταν τα επίδικα μιας σύγκρουσης, που τότε το κίνημα στοχοποίησε με το δικό του τρόπο. Σήμερα αντίστοιχα, ζούμε μια πρωτοφανή πραγματικότητα, όπου οι ευρωπαίοι και το ΔΝΤ υποδεικνύουν στο λαό τι πρέπει να ψηφίσει στις εκλογές, αλλά κανείς δεν καταγγέλλει την παρωδία, φοβούμενος τις συνέπειες των λέξεών του. Γιατί σ’ αυτή την περίπτωση, είτε έπρεπε να παραμείνει εκτός εκλογικής διαδικασίας, είτε να ορίσει μια σύνθετη στρατηγική για την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και κυρίως της διαδικασίας εκπροσώπησης, η οποία δεν αρκεί να καταγγέλλεται ως νοθευμένη, αλλά πρέπει να περιγραφεί και ο τρόπος που θα επανασυσταθεί.
Αυτά είναι τα ζητήματα που άφησε η αριστερά εκκρεμή για μετά τις εκλογές, έπειτα μάλιστα από μια τραγική διετία, επιστρέφοντας τώρα στη γνωστή λογική της ανόδου των εκλογικών της ποσοστών, ως μόνης προϋπόθεσης διεξόδου. Ακόμη κι έτσι πάντως, καθώς κάθε υπολογισμός είναι μετέωρος, αν επανερμηνευτούν όσα έχουν συμβεί, αν το «ώς εδώ» γίνει κοινή στάση των ψηφοφόρων, παρά τις αδυναμίες και τις ατελείς συγκροτήσεις, τότε τα πράγματα ίσως μπουν σε άλλη τροχιά. Αυτό φοβάται και η εξουσία.
Μη λειτουργώντας η κρίσιμη διάζευξη, το επίδικο των εκλογών αφορά τελικά την επιτυχή ή όχι έκβαση, αποκλειστικά σχεδόν, των σχεδίων του συστημισμού. Τα σχέδια αυτά είναι εμφανή και περιλαμβάνουν διαβαθμίσεις, εναλλακτικές, κλίμακες και στόχους, ελάσσονα και μέγιστα ζητούμενα, 180 βουλευτές ή 150, σύγκληση μόνο των κομμάτων εξουσίας ή και παραπομπή σε πολυπλοκότητες τύπου ΔΗΜΑΡ κ.λπ.; Πίσω όμως απ’ αυτά, το ουσιαστικό παραμένει αδιαπραγμάτευτο: Ο συστημισμός ακυρώνει την ολομέτωπη αμφισβήτησή του, την αμφισβήτηση δηλαδή της οργάνωσης ενός συστήματος εξουσίας που κυριαρχεί, αποτρέποντας δυνατότητες για μια διαφορετική τροπή των πραγμάτων.
Αυτό το κλίμα αντανακλάται πλέον και στο λαό, όπου είναι εμφανής η υποχώρηση της μαζικής διαθεσιμότητας και ψυχολογίας, όχι πάντως της αγανάκτησης. Είναι διάχυτος ο σκεπτικισμός και η σύγχυση, μαζί και η συνειδητοποίηση, πως ο αναβρασμός δεν αρκεί. Ο κόσμος θέλει να μετατρέψει την οργή του σε πολιτική επιλογή, όμως δεν βρίσκει διέξοδο.
Χαρακτηριστική είναι τελευταία και η πολεμική που αναπτύσσεται ανάμεσα σε χώρους της Αριστεράς, σχετικά με το αν θα μπορούσε να είχε αποτελέσει το στοιχείο ενός κρίσιμου πολιτικού διαχωρισμού η αντιμνημονιακή στάση των κομμάτων. Όπως όμως γίνεται η συζήτηση, μοιάζει με τυπική ταυτολογία, καθώς το αποτέλεσμα μιας ανεπαρκούς πολιτικής εκλαμβάνεται ως εξήγηση αποτυχίας της. Η Αριστερά και οι κοινωνικές ομάδες που συμπορεύτηκαν μαζί της, αφού πρώτα έχασαν τη δυνατότητα να προσανατολίσουν, περιορίζοντας τη σύγκρουση γύρω από διεκδικήσεις, οικονομισμούς και δικαιώματα, τώρα αντιμετωπίζουν ως μοιραίο γεγονός την έλλειψη βασικών πολιτικών δυνατοτήτων. Το αντιμνημονιακό στοιχείο δεν αποτέλεσε επαρκές βάθρο για να συγκροτηθεί αντίσταση, γιατί δεν συνοδεύτηκε από την αναγκαία προοπτική διεξόδου. Όλη αυτή την περίοδο, η πραγματική αντιπαράθεση ορίζονταν στο πολιτικό πεδίο και όχι στο πλαίσιο μιας γενικής αντικαπιταλιστικής καταγγελίας που υιοθέτησε μεγάλο τμήμα της αριστεράς, με αποτέλεσμα, ολοένα και δυσκολότερα κάποιοι να μπορούν και να θέλουν να ενωθούν μεταξύ τους. Όταν όμως διαφωνούμε με τους πάντες, πλην του εαυτού μας, τότε η μόνη εναπομείνασα προοπτική είναι να επενδύουμε στα ποσοστά μας, δηλαδή τακτικισμός και παντελής έλλειψη πολιτικής οπτικής. Το αντιμνημονιακό μπλοκ θα μπορούσε, πράγματι, να αποτελέσει ένα πρώτο επίπεδο σύγκλισης διαφορετικών δυνάμεων, μια αναγκαία πολιτική απάντηση, η οποία όμως θα επιζητούσε ταυτόχρονα την επαγωγή της, να βαθύνει, να δει προοπτική και προϋποθέσεις. Αντ’ αυτού, απέμεινε ο απόηχος από μια θορυβώδη διαμάχη για το ευρώ, που ως μια άλλη δαιμονολογία όπου όλα περιστρέφονταν γύρω της, τώρα αποσύρεται, σαν να μην ήταν εξαρχής το ζήτημα πιο σύνθετο και πιο περίπλοκο. Έμεινε έτσι εκκρεμής, στο απυρόβλητο, η στοχοποίηση του πολιτικού συστήματος, το πραγματικό επίδικο των εκλογών.
Μιλάνε τέλος, κάποιοι σήμερα, για όψεις κατοχής, για να ερμηνεύσουν την όλη κατάσταση. Φαίνεται πως η μετανεωτεριστική λογική δεν επιτρέπει αναγωγές στην ιστορία και πραγματικά μαθήματα. Δυστυχώς, το 2012 δεν μοιάζει με την περίοδο της κατοχής, αλλά περισσότερο με αυτήν του 1965! Ξενοκρατία, εξωπολιτικά θεσμικά κέντρα, φαλκιδευμένη δημοκρατία, στεγανά, ανάκτορα, μυστικές υπηρεσίες, ανελεύθερο κοινωνικό πλαίσιο, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων κλπ, όλα αυτά ήταν τα επίδικα μιας σύγκρουσης, που τότε το κίνημα στοχοποίησε με το δικό του τρόπο. Σήμερα αντίστοιχα, ζούμε μια πρωτοφανή πραγματικότητα, όπου οι ευρωπαίοι και το ΔΝΤ υποδεικνύουν στο λαό τι πρέπει να ψηφίσει στις εκλογές, αλλά κανείς δεν καταγγέλλει την παρωδία, φοβούμενος τις συνέπειες των λέξεών του. Γιατί σ’ αυτή την περίπτωση, είτε έπρεπε να παραμείνει εκτός εκλογικής διαδικασίας, είτε να ορίσει μια σύνθετη στρατηγική για την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και κυρίως της διαδικασίας εκπροσώπησης, η οποία δεν αρκεί να καταγγέλλεται ως νοθευμένη, αλλά πρέπει να περιγραφεί και ο τρόπος που θα επανασυσταθεί.
Αυτά είναι τα ζητήματα που άφησε η αριστερά εκκρεμή για μετά τις εκλογές, έπειτα μάλιστα από μια τραγική διετία, επιστρέφοντας τώρα στη γνωστή λογική της ανόδου των εκλογικών της ποσοστών, ως μόνης προϋπόθεσης διεξόδου. Ακόμη κι έτσι πάντως, καθώς κάθε υπολογισμός είναι μετέωρος, αν επανερμηνευτούν όσα έχουν συμβεί, αν το «ώς εδώ» γίνει κοινή στάση των ψηφοφόρων, παρά τις αδυναμίες και τις ατελείς συγκροτήσεις, τότε τα πράγματα ίσως μπουν σε άλλη τροχιά. Αυτό φοβάται και η εξουσία.
Σχόλια