του Mert Kaya *
Μετά το θάνατο του Hrant Dink, οι ακαδημαϊκοί έστρεψαν την προσοχή τους στους Αρμένιους. Προφανώς, αυτή ήταν μια σημαντική βελτίωση για τις μειονότητες της Τουρκίας. Υπήρξαν αναφορές για εξισλαμισμένους Αρμένιους όπως και οργανώθηκαν σχετικά συνέδρια. Κατά τη διαδικασία δημιουργίας του έθνους-κράτους της Τουρκίας, χιλιάδες Αρμένιοι έφυγαν και εξισλαμίστηκαν. Αυτό θα μπορούσε να έχει συμβεί και στους Έλληνες και σε άλλες ομάδες Χριστιανών της Ανατολής, αλλά η εύρεση αποδείξεων δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αυτός ήταν ο προβληματισμός μου! Κάποιος έπρεπε να μιλήσει για αυτό. Αναλαμβάνω την αποστολή αυτή. Σήμερα, αντί για ακαδημαϊκή ομιλία, θα μοιραστώ την κρυμμένη ιστορία της οικογένειάς μου, που με ώθησε να μελετήσω τους εξισλαμισμένους Έλληνες και επίσης επιθυμώ να προσεγγίσω και τις πραγματικότητες και των δικών σας οικογενειών.
Όταν ήμουν παιδί, ένας από τους συγγενείς μου πήγε στην Ελλάδα. Όλη η ιστορία, για μένα ξεκίνησε με αυτό το ταξίδι. Όταν επέστρεψε στην Τουρκία, μαζευτήκαμε να τον καλωσορίσουμε και στη συνέχεια απομάκρυναν τα παιδιά από το δωμάτιο. Έβλεπαν το βίντεο ενός γέρου άντρα και έκλαιγαν. Απόρησα γι’ αυτό. Ποιος ήταν; Όταν τους ρώτησα, μου είπαν ψέματα όπως και η κυβέρνηση. Μου είπαν ότι είμαστε Μουσουλμάνοι Τούρκοι και ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου, στρατιώτες πήραν τον αδερφό του προπάππου μας στην Ελλάδα και τον έκαναν Χριστιανό και Έλληνα. Δεν δέχτηκα αυτή την ιστορία. Μπορεί να ήμουν παιδί, αλλά ήμουν σχετικός με την ιστορία.
Η πραγματική ιστορία
Πώς όμως ήταν η πραγματική ιστορία; Ο προπάππους μου, Ισαάκ, γεννήθηκε στο χωριό Aydoğdu στο Vezirköprü της Σαμψούντας. Το 1923, η μητέρα του Αναστασία, ο αδερφός του Ιωάννης και η αδερφή του Βικτώρια εξαναγκάστηκαν από το στρατό σε συμμετοχή στην ανταλλαγή πληθυσμών. Πριν είχαν εξοριστεί στην Ανατολική Τουρκία. Τοποθετήθηκαν σε αδειασμένο αρμένικο χωριό, στο Bitlis, το οποίο περιγράφεται ως «η ωραία πόλη της Αρμενίας» στο ημερολόγιο του Ιωάννη. Τότε, ο προπάππους μου Ισαάκ ήταν μόνο 12 χρονών. Έμειναν στο Bitlis περίπου 6 μήνες. Στο τέλος του έκτου μήνα, ήρθαν στρατιώτες στο χωριό και είπαν πως η εξορία θα συνεχιστεί. Η μητέρα Αναστασία μίλησε στους στρατιώτες για τον γιο της Ισαάκ, για να τον πάρουν μαζί τους, γιατί όταν ήρθαν οι στρατιώτες αυτός δούλευε σε κουρδικό σπίτι. Η Αναστασία και οι στρατιώτες πήγαν στο σπίτι για να πάρουν τον προπάππου μου αλλά όταν ο Ισαάκ είδε τους στρατιώτες, έτρεξε επειδή τους φοβήθηκε. Δεν μπόρεσαν να τον βρουν κι έτσι γύρισαν πίσω στην ομάδα. Έτσι, η μητέρα Αναστασία, ο αδερφός Ιωάννης και η αδερφή Βικτώρια ξεκίνησαν με την ομάδα για το Λιμάνι της Μερσίνης, χωρίς τον προπάππου μου Ισαάκ. Παρ’ ότι ο Ισαάκ γύρισε στο χωριό που έμενε η οικογένειά του, δεν μπόρεσε να τους βρει και επέστρεψε στην κουρδική οικογένεια και άρχισε να ζει μαζί τους ως μέλος της οικογενείας.
Όταν η τουρκική κυβέρνηση, τη δεκαετία του ‘60, απέσυρε την απαγόρευση επιστροφής στης χώρες τους, ο αδερφός του προπάππου μου, Ιωάννης αποφάσισε να έρθει στην Τουρκία και να βρει τον αδερφό του λόγω της επιθυμίας της μητέρας του. Ο Ιωάννης βρήκε τον μεγάλο του αδερφό Ισαάκ. Ειδώθηκαν ξανά μετά από σαράντα χρόνια. Ο προπάππους μου, Ισαάκ, προειδοποίησε τα παιδιά του για αυτή την ιστορία. Ο Ισαάκ και ο Ιωάννης βγήκαν μόνο μία φορά για να βγάλουν μια φωτογραφία μαζί. Ο Ισαάκ φοβόταν την κοινωνική πίεση και την αντίδραση του κόσμου όταν μάθαινε την καταγωγή του καθώς μια από της γυναίκες της γειτονιάς τους είδε και παραπονέθηκε στους χωροφύλακες ότι «ήρθε ένας ξένος». Οι χωροφύλακες ήρθαν και έστειλαν τον Ιωάννη αρχικά στο Ντιγιάρμπακιρ και μετά στην Κωνσταντινούπολη. Όμως, τα αδέρφια απέκτησαν επαφή.
Ήξερα ότι η αποδοχή της πραγματικής ιστορίας δεν ήταν εύκολη για τους νέους που μεγάλωσαν με την ιστορία της κυβέρνησης. Ήμουν στη Γερμανία όταν συνειδητοποίησα αυτή την πραγματικότητα. Κατέγραψα την οικογενειακή μας ιστορία και την έστειλα στα μέλη της οικογενείας. Με αυτό το γράμμα αντίκρισαν την αλήθεια. Οι άνθρωποι γύρω μου που λένε «ρίξαμε τον εχθρό στη θάλασσα», μειώθηκαν δραστικά. Αγνόησαν τα παραμύθια του έθνους-κράτους και ήθελαν να ακούσουν πραγματικές ιστορίες. Πήγα στους συγγενείς μου στην Ελλάδα πολλές φορές, ήρθαν αυτοί στην Τουρκία, πήγαμε στο χωριό του προπάππου μας Aydoğdu. Τώρα είμαστε μόνιμα σε επαφή.
Εν κατακλείδι…
Κάποιος πρέπει να μιλήσει για αυτούς που έμειναν. Η αφομοίωση ήταν αναπόφευκτη. Αφομοίωση, εθνοκάθαρση ή γενοκτονία, αποτελούν αξιοσημείωτους δημόσιους διαλόγους στις κοινωνικές επιστήμες. Δυστυχώς, η Ανατολή έχει πλούσια ιστορία σε αυτά τα θέματα.
Ο χρόνος δεν γιατρεύει τον πόνο. Δεν έχει ειπωθεί τίποτα για τους εναπομείναντες μέχρι σήμερα. Κάποιος πρέπει να δώσει ήχο σε αυτή τη σιωπηλή κραυγή. Ακόμα κι αν η κυβέρνηση λέει ότι δεν βρίσκονται εδώ και τους θέλει κρυμμένους, οι Έλληνες είναι εδώ!
* Ο Mert Kaya είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Hacettepe.