Συγγραφείς από επτά βαλκανικές χώρες συναντιούνται στο BalkaNoir, έναν τόμο με αστυνομικές ιστορίες που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η επιμέλεια του βιβλίου έγινε από τον Βασίλη Δανέλλη και τον Γιάννη Ράγκο, των οποίων διηγήματα περιλαμβάνονται και στην έκδοση.
Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα προσπάθεια που μας συστήνει συγγραφείς άγνωστους, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, στο ελληνικό κοινό.
Οι ιστορίες έχουν μια μεγάλη ποικιλία και το επίπεδο είναι υψηλό. Το σημαντικότερο είναι ότι μέσα από τη φόρμα του νουάρ ανακαλύπτουμε πολλά πράγματα για τους γείτονές μας και την καθημερινότητα της ζωής τους που μάλλον είναι άγνωστα στους περισσότερους από εμάς.
Η ελπίδα είναι, αυτό το εγχείρημα να αποτελέσει το πρώτο βήμα για να κυκλοφορήσουν περισσότερα βιβλία βαλκάνιων συγγραφέων στα ελληνικά, αλλά και για να βγει από τα στενά σύνορα της χώρας μας το δικό μας αξιόλογο αστυνομικό μυθιστόρημα.

Με αφορμή την έκδοση είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τους δυο συγγραφείς-επιμελητές.

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

Τι ήταν αυτό που σας ώθησε στην προσπάθεια για την έκδοση ενός τόμου με βαλκανικές αστυνομικές ιστορίες;

Γιάννης Ράγκος (Γ.Ρ.): Πριν από, περίπου, τρία χρόνια και μετά από μια «χαλαρή» συζήτηση που είχαμε κάνει με δύο ομότεχνούς μας, έναν Βούλγαρο κι έναν Ρουμάνο, για το αν μπορεί να συγκροτηθεί ένα διακριτό λογοτεχνικό ρεύμα στην αστυνομική λογοτεχνία που να αφορά τα Βαλκάνια, αποφασίσαμε με τον Βασίλη ότι θα είχε ενδιαφέρον να «εξιχνιάσουμε» το μυστήριο της βαλκανικής αστυνομικής λογοτεχνίας στην ιστορική της διαδρομή, αλλά κυρίως στη σημερινή εκδοχή της. Διαπιστώσαμε, δηλαδή, ότι όσοι αγαπάμε και παρακολουθούμε συστηματικά το είδος έχουμε αρκετά ικανοποιητική εποπτεία για λογοτεχνικές «σχολές» στις περισσότερες περιοχές του κόσμου, αλλά δεν έχουμε ιδέα για το τι συμβαίνει στη γειτονιά μας.

Βασίλης Δανέλλης (Β.Δ.): Επίσης, θέλαμε μέσω αυτής της πρωτοβουλίας αφενός να γνωριστούν μεταξύ τους οι Βαλκάνιοι συγγραφείς και αφετέρου να «συστηθούν» στο αναγνωστικό κοινό, τους κριτικούς και τους εκδότες στην περιοχή, αλλά και διεθνώς αν είναι δυνατό.

Τι περιλαμβάνει το βιβλίο και πόσο διάστημα χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί αυτή η συλλογή;

Β.Δ.: Στον τόμο συμμετέχουν συγγραφείς από επτά χώρες, Ελλάδα με τους Ανδρέα Αποστολίδη και εμάς τους δύο, Βουλγαρία, Κροατία, Ρουμανία, Σερβία, Σλοβενία και Τουρκία, η κάθε μία με τρία διηγήματα. Επιλέξαμε συγγραφείς που να εκπροσωπούν διαφορετικές γενιές και τυπολογικές κατηγορίες και τους ζητήσαμε να γράψουν μια πρωτότυπη ιστορία, ειδικά για την παρούσα έκδοση, που να είναι σύγχρονη και να εξελίσσεται στην πατρίδα τους. Επιπλέον, για κάθε χώρα ζητήσαμε να γραφτεί κι ένα εισαγωγικό κείμενο στο οποίο παρουσιάζεται συνοπτικά η εξέλιξη του είδους, οι κυρίαρχες επιρροές και τάσεις, αλλά και η αποδοχή του από το αναγνωστικό κοινό, τους κριτικούς και τους εκδότες.

Γ.Ρ.: Όπως αντιλαμβάνεστε, δηλαδή, καθώς έπρεπε να κινηθούμε –κατ’ ουσίαν– σε terra incognita, η διαδικασία ήταν επίπονη και ιδιαίτερα απαιτητική. Και για τον λόγο αυτό χρειάστηκαν, εν τέλει, δύο χρόνια μέχρι να καταλήξουμε στον οριστικό «κατάλογο» των συγγραφέων ανά χώρα, στους ανθρώπους (κριτικούς λογοτεχνίας, συγγραφείς, πανεπιστημιακούς κ.λπ.) που θα έγραφαν τις επιμέρους εισαγωγές, στη συγκέντρωση των διηγημάτων και των εισαγωγικών κειμένων, στη μετάφραση και την επιμέλειά τους και εν τέλει στην έκδοσή τους από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες του βαλκανικού νουάρ;

Γ.Ρ.: Κατ’ αρχάς, ούτε κι εμείς είμαστε βέβαιοι αν υφίστανται οι κατάλληλες προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός ξεχωριστού υποείδους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο όρος BalkaNoir δεν έχει ιστορικό «βάθος» και δεν υπάρχει όσμωση μεταξύ των βαλκάνιων συγγραφέων, κάτι που κατά μία έννοια προϋποτίθεται για τη δημιουργία μιας τάσης ή ρεύματος. Παρόλα αυτά, το είδος παρουσιάζει αξιοσημείωτες ομοιότητες ως προς την ιστορική του εξέλιξη σε όλες τις βαλκανικές χώρες, ενώ την ίδια στιγμή η πολιτική διάσταση –ακόμα κι όταν δεν βρίσκεται στον επίκεντρο κάποιας ιστορίας– μοιάζει να βαραίνει καθοριστικά στο μυαλό των συγγραφέων. Επίσης, όπως σημειώνουμε και στον πρόλογό μας ως επιμελητές, στα Βαλκάνια η διαφθορά δεν αποτελεί παρέκκλιση, αλλά δομικό συστατικό του συστήματος. Η ιδεολογική μάχη έχει χαθεί και το Κακό έχει επικρατήσει. Με άλλα λόγια, η «κανονικότητα» της καθημερινής ζωής του δυτικού κόσμου δεν έχει θέση στις βαλκανικές κοινωνίες και κατ’ επέκταση στην αστυνομική λογοτεχνία.

Β.Δ.: Αυτό το στοιχείο, λοιπόν, δηλαδή η προβληματική σχέση εξουσίας και εξουσιαζόμενου, φαίνεται πως ωθεί τους Βαλκάνιους συγγραφείς στο να αμφισβητούν τα πρότυπα και να πειραματίζονται με τη φόρμα και τα μοτίβα του είδους, καθώς κατά μία έννοια βρίσκονται αντιμέτωποι με το «υπαρξιακό αδιέξοδο» στο οποίο οδηγείται το είδος καθ’ εαυτό, από τη στιγμή που η δικαιοσύνη είναι αδύνατον να αποδοθεί χωρίς να καταστήσει το αφήγημα λογοτεχνική καρικατούρα της πραγματικότητας.

Το νουάρ παρουσιάζει αξιοσημείωτες ομοιότητες ως προς την ιστορική του εξέλιξη σε όλες τις βαλκανικές χώρες, ενώ την ίδια στιγμή η πολιτική διάσταση μοιάζει να βαραίνει καθοριστικά στο μυαλό των συγγραφέων. Επίσης στα Βαλκάνια η διαφθορά δεν αποτελεί παρέκκλιση, αλλά δομικό συστατικό του συστήματος. Η ιδεολογική μάχη έχει χαθεί και το Κακό έχει επικρατήσει. Με άλλα λόγια, η «κανονικότητα» της καθημερινής ζωής του δυτικού κόσμου δεν έχει θέση στις βαλκανικές κοινωνίες και κατ’ επέκταση στην αστυνομική λογοτεχνία

 

Υπάρχουν κάποιες χώρες και συγγραφείς που βρίσκονται στην πρωτοπορία του βαλκανικού νουάρ;

Β.Δ.: Αυτό που μπορούμε να επισημάνουμε είναι ότι στις περισσότερες –αν όχι σε όλες– τις βαλκανικές χώρες, μετά τους πρώτους συγγραφείς που δημοσιεύουν αστυνομικά αφηγήματα ήδη από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, το είδος «παρακμάζει» και επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες όταν εμφανίζονται εμβληματικοί συγγραφείς, όπως ο Μαρής, ο Μαντζαντζίεφ στη Βουλγαρία, ο Νίκολιτς στην Κροατία κ.ά. Έχουμε, τότε, την πρώτη «άνοιξη» της βαλκανικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Περίπου τριάντα χρόνια μετά, δηλαδή τη δεκαετία του ’90, κάνει την εμφάνισή του ένα δεύτερο «κύμα» σημαντικών συγγραφέων (ο Μάρκαρης, ο Ντέμσαρ στη Σλοβενία, ο Πάβλιτσιτς στην Κροατία και ο Ουμίτ στην Τουρκία). Ωστόσο, κανείς από αυτούς δεν δημιούργησε δική του «εθνική» σχολή, πόσο δε μάλλον βαλκανική.

Το βιβλίο κυκλοφορεί –ή θα κυκλοφορήσει– και στις υπόλοιπες χώρες που συμμετέχουν στον τόμο;

Γ.Ρ.: Ο στόχος μας είναι να μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες των χωρών που συμμετέχουν στον τόμο, αλλά και στις «διεθνείς» γλώσσες, όπως αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά και ήδη κάποιοι εκδότες έχουν εκδηλώσει ζωηρό ενδιαφέρον.

Ποια θα ήταν για σας η ιδανική συνέχεια;

Β.Δ.: Θα θέλαμε να ανοίξει ένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των Βαλκάνιων συγγραφέων και ταυτόχρονα να πυροδοτηθεί μια γενικότερη και εις βάθος συζήτηση για το είδος.

Γ.Ρ.: Και, επίσης, βασικό είναι η έκδοση αυτή να αποτελέσει το έναυσμα για περισσότερες παρόμοιες ή άλλες πρωτοβουλίες προς την ίδια κατεύθυνση, να γίνει η αφορμή για σχετικές εκδηλώσεις, αρθρογραφία, κριτική και φυσικά να προκαλέσει περισσότερες μεταφράσεις βαλκανικών αστυνομικών μυθιστορημάτων στις χώρες της περιοχής, αλλά και ευρύτερα.

Φωτογραφία Γ. Ράγκου © Δημήτρης Βρανάς

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!