του Τζέιμς Πέτρας*
Ένα από τα θέματα που ήρθαν στην επικαιρότητα αυτήν την εβδομάδα αφορά το πόσο φόρο πλήρωσε ο Τραμπ τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, οι New York Times αποκάλυψαν ότι ο Τραμπ πλήρωσε μόλις 750 δολάρια σε φόρους, ισχυριζόμενος ότι έχει πολλά χρέη και ότι οι επιχειρήσεις του σημείωσαν περισσότερες ζημίες παρά κέρδη**. Φυσικά οι αριθμοί δείχνουν ότι κερδίζει περισσότερα εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο. Αλλά παραποιώντας τους καταλήγει να πληρώνει λιγότερο φόρο κι από μια γραμματέα του! Διαψεύδοντας την αποκάλυψη, απλώς λέει ψέματα για άλλη μια φορά. Ξέρει ότι με τα ψέματα και με την επιρροή που έχει στο Κογκρέσο μπορεί να αποφύγει οποιονδήποτε φορολογικό έλεγχο. Πρόκειται για την κλασική μέθοδο του Τραμπ: άρνηση αυτού που κάνει, και ενοχοποίηση των άλλων για τα δικά του εγκλήματα. Εξάλλου, στα χρόνια της προεδρίας του Τραμπ αυξήθηκε η συγκέντρωση των εσόδων σε λιγότερα χέρια, και ταυτόχρονα δεν υπήρξε η παραμικρή ένδειξη μείωσης των μεγάλων ανισοτήτων. Αντίθετα, όπως δείχνει και το φορολογικό σύστημα, οι φτωχοί πληρώνουν περισσότερο και οι πλούσιοι λιγότερο.
Είμαστε μπροστά σε μια επικίνδυνη κατάσταση: ακόμη και η ηγεσία των βορειοαμερικανικών ενόπλων δυνάμεων είναι διχασμένη όσον αφορά το αν πρέπει να υποστηρίξει ή όχι τις εκλογικές διαδικασίες!
Ένα άλλο ζήτημα προκύπτει από τις δηλώσεις του Τραμπ ότι θα ακυρώσει όλα τα εθνικά σχέδια υγείας. Είπε ότι όταν «ξεμπερδέψει με τις εκλογές» θα καταργήσει ακόμη και την Obamacare, παρόλο που δεν είναι ένα καθολικό εθνικό σύστημα υγείας, αφού αφορά μόνο το 30% του πληθυσμού των ΗΠΑ. Επιπλέον, προωθεί μια ακροδεξιά για τη θέση που έχει ανοίξει στο Ανώτατο Δικαστήριο – μια γυναίκα που είναι εναντίον του δικαιώματος άμβλωσης και απεχθάνεται κάθε συζήτηση για την υγεία και γενικότερα για τα δικαιώματα των γυναικών. Η κυρία αυτή ονομάζεται Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ και συγκαταλέγεται στους πλέον δεξιούς υποψήφιους που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια για μια τέτοια θέση. Εάν καταφέρει να επιβάλει τον διορισμό της, θα δούμε την αντιστροφή της νομοθεσίας όσον αφορά μια σειρά μέτρων, κάτι που θα σπρώξει ακόμη πιο δεξιά τη χώρα – ανεξάρτητα από το αν χάσει ο Τραμπ τις εκλογές. Διότι, ανατρέποντας με αυτόν τον διορισμό το σημερινό συσχετισμό στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο Τραμπ ουσιαστικά θα έχει τη δυνατότητα να ασκεί βέτο μέσω του θεσμού αυτού.
Εκ των προτέρων αμφισβήτηση της εκλογικής διαδικασίας
Όσον αφορά αυτές καθαυτές τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, ο Τραμπ εξακολουθεί να εκφράζει αμφιβολίες όσον αφορά την εγκυρότητα της επιστολικής ψήφου. Και πλέον δεν αρκείται μόνο σε αυτό, αλλά αμφισβητεί συνολικά και εκ των προτέρων τα εκλογικά αποτελέσματα. Ακολουθεί δηλαδή μια πραξικοπηματική πολιτική, δηλώνοντας ότι δεν θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα εάν ηττηθεί. Μιλά για επικείμενη νοθεία, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για την παραμονή του στην εξουσία. Είμαστε δηλαδή μπροστά σε μια επικίνδυνη κατάσταση: ακόμη και η ηγεσία των βορειοαμερικανικών ενόπλων δυνάμεων είναι διχασμένη όσον αφορά το αν πρέπει να υποστηρίξει ή όχι τις εκλογικές διαδικασίες!
Αφού είπαμε αυτά, πρέπει πάντα να επισημαίνουμε το γεγονός ότι ο Τραμπ και ο Μπάιντεν ανταγωνίζονται για το ποιος από τους δυο τους θα λάβει την υποστήριξη των πολυεθνικών. Ο Τραμπ είναι ακραία δεξιός, αλλά και ο Μπάιντεν έχει λάβει στο παρελθόν μέτρα (και τώρα κάνει ανάλογες υποσχέσεις) που ανταγωνίζονται αυτά του Τραμπ και στοχεύουν στην προσέλκυση της πετρελαϊκής βιομηχανίας και άλλων κολοσσών. Εν ολίγοις, η ψήφος στον Μπάιντεν δεν μπορεί να θεωρηθεί ψήφος σε κάποιον προοδευτικό. Είναι απλά μια ψήφος στο μικρότερο κακό…
Προβληματική εξωτερική πολιτική
Εν μέσω προεκλογικής περιόδου, δεν πρέπει να ξεχνάμε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Δύο παραδείγματα: το πρώτο αφορά τις επικείμενες εκλογές στη Βολιβία. Η κυβέρνηση της Αργεντινής, που έχει προσφέρει άσυλο στον Έβο Μοράλες και υποστηρίζει την επιστροφή της δημοκρατίας στη γειτονική της χώρα, θέλει να διασφαλίσει τη δυνατότητα των 350.000 Βολιβιανών που ζουν στην Αργεντινή να ψηφίσουν. Από την άλλη, η κυρία Κάρεν Λόνγκαριτς, υπουργός Εξωτερικών της σημερινής ακροδεξιάς κυβέρνησης της Βολιβίας, θέλει να το εμποδίσει, γνωρίζοντας ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Βολιβιανών της Αργεντινής είναι υπέρ του Μοράλες. Και σ’ αυτό δεν υποστηρίζεται μόνο από τα ολιγαρχικά ΜΜΕ, αλλά και από τις ΗΠΑ, που για μια ακόμη φορά αναμειγνύονται σε υποθέσεις άλλων χωρών. Θα δούμε τι θα γίνει με τις εκλογές στη Βολιβία, όπου είναι εμφανής πλέον η πλειοψηφική στήριξη στο μπλοκ του Μοράλες. Αλλά φοβάμαι ότι οι ΗΠΑ δεν θα επιτρέψουν εκλογές μέσω των οποίων θα επιστρέψουν στην εξουσία οι υποστηρικτές του…
Άλλο θέμα, σημαντικότερο υπό μία έννοια, είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, που ανακοίνωσε την επιδίωξη σύμπηξης μιας «παναμερικανικής» συμμαχίας ενάντια στην Κίνα. Το πρόβλημα των ΗΠΑ είναι όμως ότι η Κίνα έχει πολλές και θετικές σχέσεις στη Λατινική Αμερική. Η Κίνα είναι κρίσιμη για το εμπόριο της Βραζιλίας, της Αργεντινής, όλων των χωρών που παράγουν αγροτικά προϊόντα, και άλλων. Ο Πομπέο είναι τρελός εάν νομίζει ότι οι ΗΠΑ μπορούν να αλλάξουν τις σχέσεις της Κίνας στη Λατινική Αμερική, κι αυτό αφορά και τις κυβερνήσεις που θεωρούνται φίλα προσκείμενες στην Ουάσιγκτον. Διότι όσον αφορά τον οικονομικό και εμπορικό τομέα, η Κίνα κυριαρχεί.
Στην πράξη, η Λατινική Αμερική διαφοροποιεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις αγορές της, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή της σε συμμαχίες και σύμφωνα που ηγεμονεύονται από τις ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον μπορεί να διατηρεί την επιρροή της σε αντιδραστικές χώρες όσον αφορά την Κούβα, τη Βενεζουέλα κι άλλες προοδευτικές χώρες. Αλλά πέρα από αυτό, δεν μπορεί να κάνει περισσότερα πράγματα. Οι χώρες που έχουν αναπτύξει μια αυξανόμενη εμπορική σχέση με την Κίνα δεν θα την ανακόψουν, όσο κι αν πιέζουν οι ΗΠΑ. Διότι οι ΗΠΑ δεν τους προσφέρουν τίποτα στο οικονομικό επίπεδο, και δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την Κίνα και τις τιμές που πληρώνει για τις λατινοαμερικάνικες εξαγωγές.
* Ο Τζέιμς Πέτρας είναι ελληνικής καταγωγής Αμερικανός συγγραφέας και διανοούμενος. Το κείμενο αποτελεί την τοποθέτησή του για την τρέχουσα κατάσταση στις ΗΠΑ, την οποία εκθέτει κάθε Δευτέρα στον ραδιοφωνικό σταθμό CX36 του Μοντεβιδέο (Ουρουγουάη).
** Τον Τραμπ βαραίνουν δάνεια ύψους 1,1 δισεκατομμυρίου δολαρίων, αλλά τα περιουσιακά του στοιχεία ανέρχονται σε 3,7 δισεκατομμύρια δολάρια, και οι περισσότερες επιχειρήσεις του σημειώνουν ετήσια κέρδη δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων – που όμως «εξαφανίζονται» με λογιστικές αλχημείες.