Ήρθανε πάλι του Στροσκάνη τα τσιράκια. Και δεν πάμε λέει καλά και πρέπει να τα βγάλουμε όλα στο σφυρί, έχουνε δεν έχουνε χρεία. Εβγάλανε το λοιπόν φιρμάνι και τα είπανε στον κόσμο, όπου εφοβήθηκε και έτρεξε στις εκκλησίες να ανάψει κεριά και να θυμιάσει, ως έκανε και παλιότερα.
Εσύναξε την άλλη μέρα το γκουβέρνο του Παπά Αντρέα ο γιος και εμαζευτήκανε όλοι οι μινίστροι να ιδούνε τι θα ειπούνε αυτοί στον κόσμο γιατί οι άλλοι τους επρολάβανε.
Του Παγκάλου ο εγγονός, ο Θοδωρής, το αρχοντογούρουνο, είπε πάλι πως μαζί τα εφάγαμε και τώρα εμείς να πληρώσουμε τα σπασμένα. Η σουπιά ο Αντρέας έκλαιγε, ότι λέει θλίβεται η καρδιά του, και πολύ τον προσέχανε μην πνιγεί στα δάκρυά του το παλικάρι. Ο Παπουτσής είπε να στέλνει τους χωροφυλάκους όπου εβρίκουνται 5-6 συναγμένοι και να τους δέρνουνε. Τέτοια ελέγανε, ως έμαθα, και οι λοιποί υποτακτικοί και πως αν ο Τρισές ζητά 10, πρέπει εμείς να δίνουμε 100, για το καλό της πατρίδος.
Και αφού τα εσυμφωνήσανε, εβγήκανε και εκάνανε τάχα μου τους θυμωμένους που τους διατάξανε να τουρλώσουνε τον κώλο, γιατί μοναχοί τους είχανε σκοπό να το κάμουν και ανάγκη καμιά δεν ήτανε να το μάθουμε από ξένους.
Αυτοί έχουνε κατεβασμένα τα βρακιά τους, αλλά στο τέλος πάλι λάδι θα βγούνε οι χαρτογιακάδες, ότι το δικό μας τον κώλο σημαδεύουνε οι Τρισέδες, οι Στροσκάνηδες κι οι Ολιρένηδες και όλα τα όρνεα, μέσα κι έξω.
Και να το πάρομε χαμπάρι πως δε φταίει κανένας άλλος, πάρεξ εμείς, όπου τους αφήκαμε τόσα χρόνια να τρώνε το κριάς αζύαστο κι απλέρωτο και δεν τους επνίξαμε μέσα εις το καζάνι που ετρώγαν.
Τους αφήκαμε και εκάμαν τον κόσμο να μη συλλογάται, παρά να καταπίνει ό,τι του λένε οι πλερωμένοι κοντυλοφόροι, πως δηλαδή για να μη βουλιάξει το καράβι, πρέπει να ρίξουνε στη θάλασσα το τσούρμο όλο κι ας πνιγεί και εις την κουβέρτα να μείνουνε μόνο οι καραβοκυραίοι. Εξεχάσαν πως δε μπορούνε να πορεύονται χωρίς εμάς όπου τραβάμε το κουπί. Μα το χειρότερο είναι πως το εξεχάσαμε και εμείς και τώρα καθόμαστε και κλαίμε τη μοίρα μας την κακή και κανείς πια δε μας ακούει.
Να αφήσει το λοιπόν κατά μέρος έκαστος ταις παραξενιές του, να συναχτούμε και να αποφασίσομεν επί τέλους εάν θέλομε να αλλάξομε τον κόσμο ή όχι. Εάν ναι, τότε να προχωρούμε. Εάν όχι, τότε κάλιο να σιωπήσομε διά παντός.
Και αν, ως λέγουν μερικοί, δεν έχομε καινούρια όπλα, ας ξεθάψομε τουλάχιστο τα παλαιά, όσα δεν είναι σκουριασμένα.
Και εις τον κόσμο να ομιλήσωμεν καθαρά και τίμια και μαζί του να έβγωμεν εις ταις πλατείες και εις τους δρόμους, ως γίνεται τον καιρό ετούτο στο Τούνεζι, εις τη Μπαρμπαριά και εις όλη την Αραπιά, ότι δεν ωφελεί να τα λέμε μόνο στο παρλαμέντο…
Του Παγκάλου ο εγγονός, ο Θοδωρής, το αρχοντογούρουνο, είπε πάλι πως μαζί τα εφάγαμε και τώρα εμείς να πληρώσουμε τα σπασμένα. Η σουπιά ο Αντρέας έκλαιγε, ότι λέει θλίβεται η καρδιά του, και πολύ τον προσέχανε μην πνιγεί στα δάκρυά του το παλικάρι. Ο Παπουτσής είπε να στέλνει τους χωροφυλάκους όπου εβρίκουνται 5-6 συναγμένοι και να τους δέρνουνε. Τέτοια ελέγανε, ως έμαθα, και οι λοιποί υποτακτικοί και πως αν ο Τρισές ζητά 10, πρέπει εμείς να δίνουμε 100, για το καλό της πατρίδος.
Και αφού τα εσυμφωνήσανε, εβγήκανε και εκάνανε τάχα μου τους θυμωμένους που τους διατάξανε να τουρλώσουνε τον κώλο, γιατί μοναχοί τους είχανε σκοπό να το κάμουν και ανάγκη καμιά δεν ήτανε να το μάθουμε από ξένους.
Αυτοί έχουνε κατεβασμένα τα βρακιά τους, αλλά στο τέλος πάλι λάδι θα βγούνε οι χαρτογιακάδες, ότι το δικό μας τον κώλο σημαδεύουνε οι Τρισέδες, οι Στροσκάνηδες κι οι Ολιρένηδες και όλα τα όρνεα, μέσα κι έξω.
Και να το πάρομε χαμπάρι πως δε φταίει κανένας άλλος, πάρεξ εμείς, όπου τους αφήκαμε τόσα χρόνια να τρώνε το κριάς αζύαστο κι απλέρωτο και δεν τους επνίξαμε μέσα εις το καζάνι που ετρώγαν.
Τους αφήκαμε και εκάμαν τον κόσμο να μη συλλογάται, παρά να καταπίνει ό,τι του λένε οι πλερωμένοι κοντυλοφόροι, πως δηλαδή για να μη βουλιάξει το καράβι, πρέπει να ρίξουνε στη θάλασσα το τσούρμο όλο κι ας πνιγεί και εις την κουβέρτα να μείνουνε μόνο οι καραβοκυραίοι. Εξεχάσαν πως δε μπορούνε να πορεύονται χωρίς εμάς όπου τραβάμε το κουπί. Μα το χειρότερο είναι πως το εξεχάσαμε και εμείς και τώρα καθόμαστε και κλαίμε τη μοίρα μας την κακή και κανείς πια δε μας ακούει.
Να αφήσει το λοιπόν κατά μέρος έκαστος ταις παραξενιές του, να συναχτούμε και να αποφασίσομεν επί τέλους εάν θέλομε να αλλάξομε τον κόσμο ή όχι. Εάν ναι, τότε να προχωρούμε. Εάν όχι, τότε κάλιο να σιωπήσομε διά παντός.
Και αν, ως λέγουν μερικοί, δεν έχομε καινούρια όπλα, ας ξεθάψομε τουλάχιστο τα παλαιά, όσα δεν είναι σκουριασμένα.
Και εις τον κόσμο να ομιλήσωμεν καθαρά και τίμια και μαζί του να έβγωμεν εις ταις πλατείες και εις τους δρόμους, ως γίνεται τον καιρό ετούτο στο Τούνεζι, εις τη Μπαρμπαριά και εις όλη την Αραπιά, ότι δεν ωφελεί να τα λέμε μόνο στο παρλαμέντο…
Σχόλια