Προτού προσεγγίσουμε τον Ρεμπό, επιθυμούμε να δηλώσουμε πως από όλα τα επίθετα που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι σήμερα, για να τον χαρακτηρίσουν, δεν θα κρατήσουμε κι ούτε θα απορρίψουμε κανένα (Ρεμπό, ο προφήτης, Ρεμπό ο αλήτης κ.λπ.). Απλούστατα, δεν μας ενδιαφέρουν, είτε αυτά είναι ακριβή είτε όχι, είτε συνάδουν είτε όχι, αφού μια ύπαρξη όπως ο Ρεμπό -και κάποιοι άλλοι του είδους του- τα περιέχει αναγκαστικά όλα. Ρεμπό ο ποιητής, αυτό αρκεί, αυτό είναι άπειρο.
Το καθοριστικό και εις το διηνεκές άγνωστο αγαθό της ποιήσεως είναι, θέλουμε να πιστεύουμε, η αθανασία της. Και τούτη δω είναι τόσο τέλεια, τόσο ισχυρή, που ο ποιητής, άνθρωπος της καθημερινότητας, είναι εκείνος που επωφελείται, εκ των υστέρων, από τούτη την ιδιότητα, της οποίας υπήρξε ο -άνευ δικής του ευθύνης- φορέας.
(…)
Κάποιοι θέλησαν, προσφάτως, να μας αποδείξουν πως ο Νερβάλ δεν υπήρξε πάντοτε αγνός, πως ο Βινί υπήρξε φρικτός κάποια ανόητη στιγμή στα γηρατειά του. Πριν απ’ αυτούς, ο Βιγιόν και ο Ρακίνας… Αυτοί που αγαπούν την ποίηση γνωρίζουν πως όλα τούτα δεν αληθεύουν, παρά τα φαινόμενα και τις επιδεικνυόμενες αποδείξεις. Οι θρήσκοι και οι άθεοι, οι εισαγγελείς και οι δικηγόροι ποτέ δεν θα έχουν, επαγγελματικώ τω τρόπω, πρόσβαση σ’ αυτήν. Τι παράδοξο πεπρωμένο! Εγώ είναι ένας άλλος. Η δράση της δικαιοσύνης σβήνει εκεί όπου καίει, εκεί όπου υπάρχει η ποίηση, εκεί όπου ο ποιητής ζεστάθηκε κάποιες βραδιές. Ας βρεθεί, λοιπόν, ένας γενναίος καθηγητής και, με αρκετά γελοίο ύφος, ας δηλώσει μεταμελημένος, στα 40 του χρόνια, που θαύμασε, τρομερά συνεπαρμένος, στα 20 χρόνια του, το συγγραφέα των Εκλάμψεων («Illuminations») και να μας επιδείξει την παλιά του ευτυχία, ανάμεικτη με την τωρινή του μεταμέλεια… Υπακούμε ελεύθερα στη δύναμη των ποιημάτων και τα αγαπούμε διά της βίας. Τούτος ο δυϊσμός μάς παρέχει αγωνία, υπερηφάνεια και χαρά.
(…)
Όταν ο Ρεμπό απεσύρθη, γυρνώντας μια στιβαρή πλάτη στις λογοτεχνικές δραστηριότητες και στην ύπαρξη των μεγαλυτέρων του σε ηλικία Παρνασσιστών, αυτή η αιφνίδια εξάτμιση ελάχιστα εξέπληξε. Δεν έθεσε ένα πραγματικό αίνιγμα παρά μόνο αργότερα (αφού μαθεύτηκε ο θάνατός του και οι πολλαπλές πτυχές του πεπρωμένου του) και σαν με μια απότομη τσεκουριά. Τολμούμε να πιστεύουμε πως, με το τέλος της έσχατης κρίσης, δεν υπήρξε τομή ούτε βίαιη πάλη, αλλά διακοπή σχέσης, παύση τροφοδότησης μεταξύ της γενικής φωτιάς και του στομίου του κρατήρα, αποφλοιώσεις, έπειτα, των μαγνητικών και στολισμένων με ποίηση τοπίων, αλαλία και αλλοίωση του Λόγου, αυλαία στην οραματική ενέργεια, εμφάνιση, τέλος, πάνω στις κατωφέρειες της αντικειμενικής πραγματικότητας κάποιου άλλου πράγματος, που θα ήταν, βεβαίως, μάταιο και επικίνδυνο να θελήσουμε να το καθορίσουμε εδώ.
(…)
Η παρατήρηση και οι σχολιασμοί ενός ποιήματος μπορούν να είναι βαθείς, μοναδικοί, λαμπροί ή αληθοφανείς, δεν μπορούν ωστόσο να αποφύγουν τη μείωση σε μία σημασία και ένα σχέδιο ενός φαινομένου που δεν έχει άλλο λόγο από το να υπάρχει. Αν ο πλούτος ενός ποιήματος πρέπει να αποτιμηθεί με τον αριθμό των ερμηνειών προς τις οποίες προτρέπει, για να τις κατεδαφίσει πάραυτα, συντηρώντας τες, ωστόσο, μέσα στους ιστούς μας, τούτο το μέτρο είναι αποδεκτό…
(…)
Με τον Ρεμπό, η ποίηση έπαψε να είναι ένα λογοτεχνικό είδος, ένας ανταγωνισμός. Πριν απ’ αυτόν, ο Ηράκλειτος και ένας ζωγράφος, ο Ζορζ ντε λα Τουρ, είχαν κτίσει και καταδείξει ποιο σπίτι, ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα, οφείλει να κατοικεί ο άνθρωπος: κατοικία ταυτόχρονα για την ανάσα και το στοχασμό.
(…)
Ο Ρεμπό είναι ο πρώτος ποιητής ενός πολιτισμού που δεν έχει κάνει ακόμη την εμφάνισή του, ενός πολιτισμού του οποίου οι ορίζοντες και οι διαχωριστικοί τοίχοι είναι απλά οργίλες καλαμιές. Ιδού, λοιπόν, παραφράζοντας τον Μορίς Μπλανσό μια εμπειρία της ολότητας, θεμελιωμένη μέσα στο μέλλον, εξαγνισμένη μέσα στο παρόν, η οποία δεν υπακούει σε καμιά αρχή παρά μόνο στη δική της. Αλλά εάν γνώριζα τι είναι για μένα ο Ρεμπό, θα γνώριζα και τι είναι η ποίηση ενώπιόν μου και τότε δεν θα χρειαζόταν να γράφω…
(…)
Το ποιητικό εργαλείο που εφεύρε ο Ρεμπό είναι, ίσως, η μόνη ανταπάντηση που μπορεί να δώσει η Δύση, μια Δύση ξέχειλη, ικανοποιημένη με τον εαυτό της, βάρβαρη και ακολούθως ανίσχυρη, που έχει χάσει μέχρι και το ένστικτο συντήρησης και την επιθυμία για την ομορφιά, στις ιερές πρακτικές της Ανατολής και των αρχαίων θρησκειών, όπως επίσης και στη μαγεία των πρωτόγονων λαών.
Τούτο το εργαλείο, που έχουμε στη διάθεσή μας, θα μπορούσε, άραγε, να είναι η τελευταία μας ευκαιρία να ξαναβρούμε τις χαμένες δυνάμεις; Αυτή η ελπίδα επιστροφής είναι η χειρότερη διαστροφή του δυτικού πολιτισμού, ο πιο ανήκουστος παραλογισμός του. Με το να θέλουμε να ξαναβρούμε τις αρχέγονες πηγές για να αναγεννηθούμε, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το επιδεινώνουμε την αγκύλωση, από το να επισπεύδουμε την πτώση και να τιμωρούμε παράλογα το αίμα μας. Ο Ρεμπό δοκίμασε και απέρριψε αυτό τον πειρασμό: «Πρέπει να είμαστε απόλυτα μοντέρνοι».
* Αποσπάσματα από τον πρόλογο που έγραψε ο Ρενέ Σαρ στην έκδοση «Rimbaud Poesies. Une saison en enfer. Illuminations», που επιμελήθηκε ο Λουί Φορεστιέ στις εκδόσεις Gallimard-1965. Μετάφραση: Ανδρέας Νεοφυτίδης