Πόσο υποκριτής μπορεί να είναι ένας εργοδότης που τολμάει να κάνει δηλώσεις πάνω από τις σορούς τριών εργαζομένων του;

Πόσο επικίνδυνος, όταν εξαπολύει γενικές κατηγορίες τη στιγμή που ο ίδιος  ανάγκασε, υπό την απειλή της απόλυσης, τους υπαλλήλους  της επιχείρησής του να εργαστούν, παρά την απεργία και την κινητοποίηση, τη στιγμή που κάθε λογικός άνθρωπος καταλάβαινε ότι τα καταστήματα των τραπεζών πιθανότατα θα δέχονταν επιθέσεις;

Στην Ελλάδα, που ο καθένας μπορεί να ιδρύσει μια επιχείρηση, ακόμα και μια τράπεζα, αδιαφορώντας για στοιχειώδεις συνθήκες ασφάλειας κατά την εργασία, γνωρίζοντας ότι δεν θα λογοδοτήσει ακόμα και αν συμβούν θάνατοι στην επιχείρησή του, είναι τουλάχιστον θράσος να βγαίνει ένας επιχειρηματίας και να υπεκφεύγει, επικαλούμενος τις ευθύνες της κυβέρνησης. Όχι ότι η κυβέρνηση δεν έχει και μάλιστα μέγιστες, ακριβώς επειδή επιτρέπει στους Βγενόπουλους να ασυδοτούν, αλλά και για τη γενικότερη πολιτική της. Όμως, ο κ. Βγενόπουλος δεν απάντησε επί της ουσίας στα ερωτήματα που τέθηκαν, τόσο από εργαζόμενους στην τράπεζα ή φίλους των άτυχων υπαλλήλων, όσο και από επίσημα συνδικαλιστικά όργανα (ΟΤΟΕ):

– Υπήρχαν ή όχι συστήματα ενεργητικής και παθητικής ασφάλειας στην τράπεζα που έγινε ο τάφος των τριών νεαρών υπαλλήλων της;

– Γιατί δεν υπήρχαν άθραυστα τζάμια ασφαλείας, όπως επιβάλλεται για τραπεζικά καταστήματα;

– Πιέστηκαν ή όχι με απειλές απόλυσης οι εργαζόμενοι να μην απεργήσουν;

– Απειλήθηκαν με απόλυση οι εργαζόμενοι, όταν με αγωνία ζητούσαν να κλείσει το κατάστημα, παρακολουθώντας την οργή των χιλιάδων διαδηλωτών που περνούσαν επί ώρες από μπροστά;

Αν κατά την εργοδοσία της τράπεζας επιρρίπτονται ευθύνες σε πολιτικά πρόσωπα, κι αφήνονται αιχμές για ηθικούς αυτουργούς που δεν θα τιμωρηθούν, αφού «μόνο από τύχη δεν είχαν συμβεί, μέχρι σήμερα, τέτοια τραγικά περιστατικά», τότε τι να υποθέσουμε για τις δικές της ευθύνες που λειτουργεί κατάστημα χωρίς στοιχειώδεις κανόνες ασφαλείας;

Το έγκλημα αυτό έχει φυσικούς αυτουργούς και φέρουν ακέραια την ευθύνη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί οι υπεύθυνοι. Είναι και όσοι συνέβαλαν να δοθεί άδεια λειτουργίας σ’αυτό το κατάστημα, όσοι κλείδωσαν τη μοναδική πόρτα διαφυγής, όσοι (για να εξοικονομήσουν κόστος;) δεν έκαναν σωστή εγκατάσταση συστήματος πυρασφάλειας, όσοι απείλησαν με απόλυση εργαζόμενους για να μην απεργήσουν.

Αντί, λοιπόν, ο ιδιοκτήτης της Marfin, κατά την επίσκεψή του στο καμένο κατάστημα, να αντιμετωπίσει τουλάχιστον την εισαγγελική παρέμβαση, όταν και ο τελευταίος εργοταξιάρχης οδηγείται στο αυτόφωρο για κάθε ατύχημα που συμβαίνει στο χώρο δουλειάς του, εμφανίζεται προκλητικός και κυνικός. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού:

– Ο κ. Βγενόπουλος είναι ο επιχειρηματίας που επενδύει επάνω στην εργασιακή ανασφάλεια. Απόδειξη οι εξάμηνες συμβάσεις εργασίας που ανάγκασε τους εργαζομένους του στη νέα Ολυμπιακή να δεχτούν, με αμοιβές στα κατώτατα όρια της εθνικής συλλογικής σύμβασης.

– Ο κ. Βγενόπουλος δεν πρόκειται να λογοδοτήσει ποτέ για καμιά εγκληματική παράλειψη ή παραβίαση είτε της εργατικής νομοθεσίας, είτε των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας, αφού έχει φροντίσει (με τους πακτωλούς των διαφημιστικών χορηγιών του) να συσφίξει τις σχέσεις του με όλα τα ΜΜΕ και να απολαμβάνει ασυλίας.

Κ. Α.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!