Τρέμω, τρέμω για να μην ουρλιάξω,παρ’ όλο που κι αυτό το έχω κάνει ήδη

Της Λενιώς Διαλεισμά

Τα βράδια, μαζεύουμε όσο φιλότιμο -ή αφέλεια- μας έχει απομείνει κι εναποθέτουμε τα σκουπίδια, που με τόση επιμέλεια ολημερίς διαχωρίσαμε, στην ανακύκλωση. Μαζί με τα σκουπίδια, εναποθέτουμε την ελπίδα μας πως τα πεταμένα μας θα αντιμετωπιστούν αναλόγως, πως δεν θα καταλήξουν στο συμβατικό σκουπιδιάρικο του δήμου τάδε, αλλά θα συλλεχτούν και θα ανακυκλωθούν από τον κατάλληλο φορέα. (Ποιος είναι, κάθε πότε περνάει, πού τα πάει και τι τα κάνει τα σκουπίδια είναι ερωτήματα που μένουν να απαντηθούν από την κβαντική φυσική, ή –έστω– τη θεολογία).

Απόψε, στη γωνία του δρόμου μας, ένας τσιγγάνος μ’ ένα καρότσι του σούπερ μάρκετ μάζευε αντικείμενα από την ανακύκλωση. Μόλις πλησίασα, σταμάτησε. Το κατάλαβα πως ντράπηκε, μα το περιεχόμενο του καροτσιού με είχε οριστικά μαγνητίσει: ρούχα, παπούτσια, μια εγκυκλοπαίδεια, ένα τηλεκατευθυνόμενο αυτοκινητάκι, ένα πάρκο μωρού, η φρυγανιέρα, που εγώ η ίδια πέταξα προχθές, γιατί της είχε καεί η αντίσταση και τόσα άλλα χρήσιμα μα πεταμένα.

Άρχισα να μπαίνω στη θέση των αντικειμένων, να σκέφτομαι τι σκέφτονται, να νιώθω το παράπονό τους που, αν και αρτιμελή, δεν είναι πλέον αρεστά σ’ αυτόν, που τ’ αγόρασε• στον ίδιο εκείνον άνθρωπο, που τη στιγμή της αγοράς τους θα ένιωθε –τουλάχιστον- μεγάλη ικανοποίηση, η οποία όμως –μάλλον- θα του ξεφούσκωσε γρήγορα και τώρα για να την ξανανιώσει πρέπει ν’ αγοράσει το επόμενο παρεμφερές αντικείμενο, βαφτίζοντας το αντίστοιχο παλιό «άχρηστο» και τελικά πετώντας το (για να δικαιολογηθεί στο χαμερπή εαυτό του: «Είδες, τώρα δεν έχουμε από δαύτο, άρα πρέπει να το αγοράσουμε»).

Να όμως τώρα, μια νέα ζωή ανατέλλει για εκείνα, ζωή πολύ φωτεινότερη από την προοπτική μετατροπής τους σε μια άμορφη και αδιαφοροποίητη μάζα. Έρχεται ο γύφτος, ο τσιγγάνος, ο αγύρτης, βουτάει μες στη βρόμα και τ’ ανακαλύπτει, τα διαλέγει, ίδια διαμάντια στη λάσπη. Το τι θα απογίνουν ύστερα είναι άλλη υπόθεση: ίσως κάποια τα κρατήσει ο ρακοσυλλέκτης, ίσως τα πουλήσει στο παζάρι, ίσως τ’ αποσυναρμολογήσει και πουλήσει τα μέρη τους, τελικά…

Ως εδώ γνωστή η ιστορία, όλοι το έργο κάπου το έχουμε ξαναδεί βιώνοντάς το με ανάμεικτα συναισθήματα, γωνία πανικού και ενοχής. Η σημερινή εξέλιξη όμως άναψε άλλα κρίματα… Και ιδού η ιστορία: «Κύριος» ετών 70, σταματάει με την τζιπάρα του απέναντι από τους κάδους, ανοίγει το παράθυρο και ωρύεται: «Ρε αληταρά, σαν δεν ντρέπεσαι, εμείς κουραζόμαστε να μαζεύουμε τις εφημερίδες για την ανακύκλωση κι εσύ τις παίρνεις πίσω για να τις κάνεις πάλι σκουπίδια; Ρε, άι στο διάολο!».

Σοκαρισμένη και αφού έχω μόλις ξεφορτωθεί τα δικά μου «πεταμένα», πισωγυρίζω και στέκομαι πίσω από το ανοιχτό του παράθυρο. Του απευθύνομαι επιστρατεύοντας κάθε ευγένεια και λογική επιχειρηματολογία, αλλά εκείνος δεν ακούει κι εξακολουθεί  «τυφλωμένος από το μένος του» – έχει και τις κυράτσες εντός της αμαξάρας να τον παροτρύνουν: «Πες τα χρυσόστομε!» και το ξασμένο τους μαλλί να γίνεται ακόμα πιο κάγκελο από το «δίκιο».

Η συνέχεια περιλαμβάνει αυτόματο υποβιβασμό μου σε ανθρωπάριο, που φωνάζει στον τσιγγάνο (λες και χρειάστηκε τη βοήθειά μας: «Μην τον ακούς, χέσ’ τον το μαλάκα! Ε, ο «κύριος» δεν ήθελε και πολύ. Βγαίνει έξαλλος από τ’ αμάξι και μετά εκτυλίσσονται οι γνωστές σκηνές απείρου κάλλους, με εμένα να επιχειρηματολογώ ουρλιάζοντας και τον «κύριο» να με λούζει με ό,τι κοσμητικό επίθετο έχει επικρατήσει στην ελληνική από την δεκαετία του ‘50. Οι γάμπες μου τρέμουνε, ο «κύριος» δεν άκουσε, ο τσιγγάνος έφυγε, τίποτα δεν έγινε. Φώναξα, και που φώναξα με έχασα.

Πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος για να βγούμε από εκεί που μπήκαμε.

Συνείδηση; Στο Τώρα;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!