της Μαρία Θ. Μάρκου

 

Η ανακοίνωση του Ευρωπαίου επιτρόπου ότι η Ελευσίνα θα είναι η μια από τις πολιτιστικές πρωτεύουσες της Ευρώπης (1), ανανέωσε το ενδιαφέρον για την πόλη με τη μοναδικά υποβλητική ατμόσφαιρα που είχαμε δει στην αγαπημένη ταινία του Κουτσαφτή (2). Εντυπωσιακή όμως η διαφορά ανάμεσα στη ρητορική του επιτρόπου και στην ποιητική του Κουτσαφτή. Από τη μια πλευρά το πολιτιστικό και τουριστικό «αγαθό» της πόλης και η «πολυμορφία και οι κοινές αξίες» της Ευρώπης, που υπόσχονται «οφέλη μακροπρόθεσμα» (να πιάσει τόπο και η κοινοτική χρηματοδότηση). Από την άλλη πλευρά, ένας ρεμβασμός πάνω στον χρόνο των πόλεων, των ανθρώπων και των φυσικών στοιχείων, σ’ αυτό που χάνεται στην οικονομική εξέλιξη και επιμένει στους μυστικούς δρόμους του πολιτισμού. Παρακολουθούμε το βλέμμα των ανθρώπων να ψαύει, σαν τους παλιούς οιωνοσκόπους, τα υλικά σημάδια των αλλαγών και διαισθανόμαστε μια κατάσταση της ψυχής που ριζώνει σ’ ένα αρχέγονο διαστελλόμενο σύμπαν σημασιών.

Ο πολιτισμός και η πολιτιστική κληρονομιά είναι στο κέντρο της αναπτυξιακής πολιτικής, όχι σαν κατάσταση της ψυχής αλλά σαν βιομηχανία με τους κερδισμένους και τους χαμένους ενός ανταγωνισμού που δεν παύει να διευρύνεται όσο οι παλιές βιομηχανικές δυνάμεις επενδύουν στην «αναβάθμιση» του εμπορίου και των υπηρεσιών. Πρόκειται καταρχήν για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και αγαθά μια και, από τη δεκαετία του ’70, μιλάμε για διαρκή συγκέντρωση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο πολιτισμός δεν έχει μεγάλη σχέση μ’ αυτό. Η συγκέντρωση του πλούτου όμως δημιουργεί ομάδες αυξανόμενης καταναλωτικής ικανότητας, όπως το υψηλό στελεχικό δυναμικό των τραπεζών, του χρηματιστηρίου και των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Και ο πολιτισμός μπορεί ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτή την ικανότητα, προσφέροντας κι ανάλογες ευκαιρίες για επιχειρηματικότητα. Δείτε το τυπικό ήδη ταίριασμα κτιρίων όπερας, μουσείων και φεστιβάλ με τους πύργους των πολυεθνικών, τα εμπορικά κέντρα και τα ακριβά διαμερίσματα στα σημεία που οι μεγάλες πόλεις (εξ υποθέσεως πλέον ανταγωνιστικές) χρησιμοποιούν σαν μαγνήτες για επενδύσεις και επισκέπτες.

Η κοινωνική διάκριση, παρατηρεί ο Μπολτανσκί, συνδέεται ήδη λιγότερο με τη θέση που ο καθένας μας έχει στην παραγωγή και, περισσότερο, με τη θέση που έχει στην κατανάλωση, με την πρόσβαση σε ολοένα και πιο σπάνια αγαθά. Μαζί με τη μαζική παραγωγή απαξιώθηκε και η μαζική κατανάλωση. Αυτό που αντιληφθήκαμε το ’70 σαν αναζήτηση του αυθεντικού, του διαφορετικού και του δημιουργικού δεν ήταν παρά ο απόηχος που είχε στα μεσαία στρώματα (σε συρρίκνωση σήμερα) ο σφετερισμός του «μοναδικού» από τις ελίτ του πλούτου. Σιγά-σιγά, όπως το είδε ο Λας και ο Ούρι, η αξία των προϊόντων έγινε περισσότερο αξία σηματοδότησης, ιδέας, συμβολισμού. Αλλά το αποκορύφωμά της είναι το vintage, η ταύτιση των προϊόντων με την πολιτιστική κληρονομιά και η διεύρυνση της ιδέας της κληρονομιάς σε όλα τα στρώματα της ανθρώπινης ιστορίας και σε όλες τις εκφράσεις της ανθρώπινης δημιουργικότητας, απ’ όπου ο προνομιούχος καταναλωτής θα επιλέξει το πιο σπάνιο, πιο ξεχωριστό και, βέβαια, πιο ακριβό σ’ ένα χρηματιστήριο συμβολικών αξιών που ταυτίζεται μ’ εκείνο των χρηματικών.

Η δημιουργικότητα: να μια ακόμα διάσταση των υπηρεσιών και των αγαθών που μπορούν ν’ αντέξουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αυτό εξηγεί το μάντρα της καινοτομίας που ψαλμωδούν οι ιεράρχες της ελεύθερης αγοράς. Χρειάζονται ολοένα και πιο καινούργια, πιο διαφορετικά, πιο έξυπνα προϊόντα για να εντοπίσουμε στα πέρατα του κόσμου τους ολοένα και πιο λίγους και ολοένα πιο απαιτητικούς που θα τ’ αγοράσουν. Και γι αυτό χρειάζονται οι άνθρωποι με γνώσεις, ιδέες και ταλέντα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην κατάταξη των «Παγκόσμιων Πόλεων» μετράει πολύ η συγκέντρωση ταλέντων – το brain drain των τόπων που μένουν πίσω στην κούρσα, όπως η Ελλάδα. Ο ανταγωνισμός είναι φτιαγμένος για ν’ αφήνει πίσω χαμένους αλλά αυτή είναι μια πραγματικότητα που η πολιτική επιμένει ν’ αγνοεί.

Οι ιδέες δεν φυτρώνουν, παρόλα αυτά, στα μυαλά των εκλεκτών. Είναι προϊόν πολύπλοκης επεξεργασίας, μέσα στην ιστορία, των τρόπων συνεργασίας και συνεννόησης ανάμεσα στους ανθρώπους, των τρόπων συλλογικής διαχείρισης των πόρων και, κυρίως, των τρόπων ζωής, τρόπων να αισθανόμαστε, να εξηγούμε, να ονειρευόμαστε και να διεκδικούμε. Αυτό είναι ο πολιτισμός κι έχει τόπο και χρόνο. Τον παράγουμε όλοι παλεύοντας να ζήσουμε στους τόπους και τους χρόνους που μας δόθηκαν. Η εμπορευματοποίηση της δημιουργικότητας αφορά εξίσου την παραγωγή και την κατανάλωση προϊόντων, την ίδια μας τη ζωή σαν προϊόν, το life time value ως στόχο μιας αγοράς που δεν μπορεί άλλο να επεκταθεί στο εσωτερικό της κοινωνίας, εκτός αν καταλάβει κάθε γωνιά της ανθρώπινης ύπαρξης που δεν έχει ακόμα εκχρηματιστεί.

Ο τουρισμός, εμπορευματοποίηση της ίδιας της εμπειρίας, είναι η κατεξοχήν έκφραση αυτής της διαδικασίας και το κατεξοχήν προϊόν της. Ο πολιτισμός μας δεν μπορεί παρά να είναι τουριστικός όσο αυτό που αξίζει να ζούμε είναι αυτό που προσφέρεται σε θέαση αν μπορούμε να το αγοράσουμε, δηλαδή η κληρονομιά μας, το αξιοθέατο που πια δεν επιλέγεται αλλά επιλέγει τους καταναλωτές. Ο τουρισμός, όπως και ο πολιτισμός, δεν είναι δραστηριότητες έντασης κεφαλαίου ή εργασίας, όπως λέμε, αλλά δραστηριότητες έντασης χώρου, με τον τρόπο που ο χώρος αναδέχεται την ανθρώπινη ζωή, γεννά και τρέφει τις προσπάθειες, τις ελπίδες και τις ματαιώσεις μας, καταλήγει να μας μοιάζει διαφυλάσσοντας τα ίχνη μας μέσα στον χρόνο. Γι αυτό και τα τουριστικά φυλλάδια δεν διαφημίζουν πια κτίρια και τοποθεσίες αλλά το «πολιτιστικό τοπίο» στη μεγάλη του διάσταση, το «πνεύμα του τόπου» ή την ίδια την «ταυτότητά» του.

Η νέα εμμονή του σχεδιασμού: η ταυτότητα. Πρότυπα πολιτικής, που διαχέονται στον πλανήτη μέσα από διακρατικές συμφωνίες και ροές χρηματοδότησης, περιστρέφονται γύρω από τον πολιτισμό για να παράγουν μιαν ατέλειωτη πολλαπλότητα από «ταυτότητες», έναν πληθωρισμό από «εδαφικότητες» (τις ονομασίες προέλευσης του «να είσαι κάπου» ως εμπορεύματος). Το ζήτημα δεν είναι αν ο πολιτισμός χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα για την οικονομική ανάπτυξη, αλλά ότι χρησιμοποιείται για να τροφοδοτήσει την κοινωνική διάκριση και να διευρύνει την ανισότητα που είναι εγγενής στην ανάπτυξη. Όλες αυτές οι πολιτικές της ταυτότητας τον σφετερίζονται παράγοντας αποκλεισμούς, παράγοντας πληθυσμούς που δεν θα είναι άξιοι του πολιτισμού τους και δεν θ’ αναγνωρίζονται στην ταυτότητά τους, παράγοντας ένα πολιτισμό αποκλεισμών. Ένα ακόμα από τα αυτονόητα της ελεύθερης αγοράς – δεν έχει όρια η καινοτομία της.

 

(1)Ενδεικτική η δημοσίευση στο https://news.in.gr/culture/article/?aid=1500114130

(2)Το ντοκιμαντέρ “Αγέλαστος Πέτρα” του Φίλιππου Κουτσαφτή (2000) πήρε το Βραβείο Κοινού στο 41ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!