Οι δηλώσεις του Βραζιλιάνου προέδρου Λούλα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στην Κίνα προκάλεσαν αναταραχή στις πολιτικές ηγεσίες του Δυτικού κόσμου –με πρώτη και καλύτερη αυτή των ΗΠΑ– και ώθησαν τα Δυτικά ΜΜΕ σε έναν αγώνα δρόμου για να αφορίσουν τον Βραζιλιάνο πολιτικό. Στο κείμενο που δημοσιεύουμε εδώ, ο πανεπιστημιακός Ομέρο Σαντιάγο δείχνει ότι η θέση του Λούλα, όσο απαράδεκτη κι αν φαίνεται στους Δυτικούς, δεν είναι «ούτε παράλογη ούτε ανεύθυνη». Αντίθετα, στο φόντο της φανερής πλέον κρίσης ηγεμονίας των ΗΠΑ, αποτελεί μέρος μιας στρατηγικής που αποσκοπεί στην επανεκκίνηση ενός πολυπολισμού, αναθέτοντας στον Νότο του κόσμου (ή, τουλάχιστον, σε ορισμένα έθνη που έχουν αυτοδιοριστεί ως εκπρόσωποί του) έναν ρόλο στον επαναπροσδιορισμό των παγκόσμιων ισορροπιών. Εκτός όμως από τη γεωπολιτική δυναμική (η οποία συχνά αδιαφορεί για τις υλικές και κοινωνικές επιπτώσεις του πολέμου), το κείμενο του Ομέρο Σαντιάγο μας επιτρέπει επίσης να εξετάσουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία από μια οπτική γωνία που δεν αφήνεται να πνιγεί από το δίλημμα «ή με τη Δύση ή με τον Πούτιν», και καταφέρνει να παρατηρήσει πτυχές που αποκρύπτονται από τους επικριτές του Λούλα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ως παγκόσμιο πρόβλημα και η κριτική ουδετερότητα του Λούλα
του Ομέρο Σαντιάγο*
Στα μάτια πολλών Ευρωπαίων, η στάση ουδετερότητας που τηρεί η σημερινή κυβέρνηση της Βραζιλίας απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία πρέπει να φαίνεται πραγματικά περίεργη. Πόσο μάλλον που αυτή η επίσημη θέση συνοδεύεται κατά καιρούς από αμφιλεγόμενες δηλώσεις, όπως αυτές του Λούλα όταν επισκέφθηκε την Κίνα: «Οι ΗΠΑ πρέπει να σταματήσουν να ενθαρρύνουν τον πόλεμο, και η Ε.Ε. πρέπει να αρχίσει να μιλάει για ειρήνη». Επιπλέον, η ουδετερότητα φαίνεται ακόμη πιο αινιγματική αν λάβει κανείς υπόψη του ότι είναι ένα από τα ελάχιστα σημεία συνέχειας μεταξύ της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπολσονάρου και της κυβέρνησης Λούλα. Νομίζω λοιπόν ότι είναι σκόπιμο να αποσαφηνίσουμε λίγο αυτή την παραδοξότητα, προσπαθώντας να εξηγήσουμε, έστω και σχηματικά, τους λόγους για τη θέση της βραζιλιάνικης κυβέρνησης.
Πρώτα απ’ όλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ουδετερότητα ήταν η βασική ιδέα της βραζιλιάνικης διπλωματίας από την αρχή της ουκρανικής σύγκρουσης. Χαρακτηριστικά, λίγο πριν τον πόλεμο ο τότε πρόεδρος Μπολσονάρου επισκέφθηκε τη Μόσχα και φωτογραφήθηκε με τον Πούτιν – ωστόσο, ποτέ δεν έγειρε ξεκάθαρα προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Στα Ηνωμένα Έθνη, αν και πολλές φορές έχει ταχθεί υπέρ των προτάσεων που ζητούσαν ειρήνη, η βραζιλιάνικη αντιπροσωπεία δεν έφτασε ποτέ στο σημείο να υποστηρίξει οποιαδήποτε πρόταση καταδίκης της Ρωσίας ή επιβολής οικονομικών κυρώσεων εναντίον της.
Γιατί (και) ο Μπολσονάρου απέφευγε να ευθυγραμμιστεί με τις ΗΠΑ
Για να εξηγηθεί αυτή η στάση πρέπει να εξεταστούν τουλάχιστον τρεις πτυχές. Η πρώτη αφορά το γεγονός ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν μια σπάνια περίπτωση μη ευθυγράμμισης της κυβέρνησης Μπολσονάρου [που όταν εκδηλώθηκε η ρωσική εισβολή ήταν ακόμη πρόεδρος της Βραζιλίας] με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αξίζει να θυμηθούμε ότι η μπολσοναρική διπλωματία εξυμνούσε τις ΗΠΑ και τον Τραμπ ως προπύργια της αντίστασης της χριστιανικής Δύσης απέναντι στο Ισλάμ, τον πολιτισμικό μαρξισμό και τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση». Ίσως βέβαια έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι ο Τραμπ δεν ήταν πλέον επικεφαλής των ΗΠΑ κατά την έναρξη της σύγκρουσης, αφού ο Μπολσονάρου δύσκολα θα αρνούνταν να συμμορφωθεί με ένα αίτημα αυτού που θεωρούσε «ηγέτη της χριστιανικής Δύσης».
Όπως και να έχει, νομίζω ότι πλησιάζουμε περισσότερο στην αλήθεια αν βασίσουμε τη θέση της προηγούμενης κυβέρνησης σε κάπως πιο πραγματιστικούς λόγους: όπως είπε κάποτε ο Μπολσονάρου, «για εμάς, το θέμα των λιπασμάτων είναι ιερό». Αυτή είναι η δεύτερη πτυχή. Η αγροτική βιομηχανία αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ των εξαγωγών της Βραζιλίας και εξαρτάται από τις εισαγωγές λιπασμάτων, τα οποία φθάνουν σε μεγάλες ποσότητες από τη Ρωσία. Έτσι, η καταδίκη της εισβολής στην Ουκρανία θα συνιστούσε σοβαρό κίνδυνο για την αγροτική παραγωγή. Η προσπάθεια της Βραζιλίας, επομένως, ήταν να μην αντιταχθεί στις ΗΠΑ, και ταυτόχρονα να μην δυσαρεστήσει τις αγροτικές επιχειρήσεις – οι οποίες, εκτός του ότι αποτελούν σημαντική συνιστώσα του βραζιλιάνικου εξωτερικού εμπορίου, υποστήριζαν πάντα σθεναρά τον Μπολσονάρου.
Τέλος, η τρίτη πτυχή: ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν υπήρξε ποτέ ζήτημα ικανό να κινητοποιήσει τον βραζιλιάνικο πληθυσμό. Μπορεί να είναι ένα κρίσιμο ζήτημα στην Ευρώπη, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι εξίσου σημαντικό σε κάθε γωνιά του κόσμου. Υπήρξαν βέβαια αντιδράσεις και στη Βραζιλία, αλλά μικρής κλίμακας: κάποιοι έσπευσαν να φορέσουν το μπλε και κίτρινο της Ουκρανίας στα προφίλ τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ άλλοι φώναζαν κατά του ιμπεριαλισμού του ΝΑΤΟ. Όμως η κινητοποίηση για τον πόλεμο δεν προχώρησε ποτέ πέρα από αυτό (και τείνω να πιστεύω ότι το ίδιο συνέβη και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής).
Βάθεμα του ουδετερόφιλου λόγου από τον Λούλα
Όταν ο Λούλα ανέλαβε την προεδρία, η εξωτερική πολιτική της Βραζιλίας είχε διαλυθεί. Μετά την ήττα του Τραμπ, οι πιο κοντινές χώρες στον Μπολσονάρου ήταν η Ουγγαρία και η Πολωνία, συν μια στενή προσωπική σχέση του τότε προέδρου με τον Ματέο Σαλβίνι. Η Βραζιλία είχε υιοθετήσει φιλοϊσραηλινή και αντιπαλαιστινιακή στάση στον ΟΗΕ, κόντρα στις παραδοσιακές κατευθυντήριες γραμμές της διπλωματίας της. Στην πράξη, αποσύρθηκε από πολλά διεθνή φόρα (καταφερόμενη με ιδιαίτερο μένος ενάντια στον ΠΟΥ). Και, σε εκείνα όπου εξακολουθούσε να δραστηριοποιείται, συντάχθηκε με τις πιο συντηρητικές και φονταμενταλιστικές χώρες σε θέματα όπως τα δικαιώματα των γυναικών και των LGBTQ+ ατόμων. Ακριβώς γι’ αυτό, πολλές από τις προσπάθειες του Λούλα τις ημέρες που ακολούθησαν την εκλογή του είχαν ως στόχο την ανασύσταση της εικόνας της Βραζιλίας στην παγκόσμια σκηνή, και την επανέναρξη διαύλων διαλόγου που είχαν εγκαταλειφθεί – για παράδειγμα με τη Γερμανία και τη Νορβηγία, οι οποίες είχαν αναστείλει τις συνεισφορές τους στο Ταμείο του Αμαζονίου.
Όμως, παρά τη στροφή αυτή, η κυβέρνηση Λούλα δεν σκέφτηκε ποτέ να αλλάξει τη θέση της προηγούμενης κυβέρνησης της Βραζιλίας απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία. Μάλλον το αντίθετο συνέβη: ο ουδετερόφιλος λόγος έγινε πιο έντονος, και οι πρόσφατες δηλώσεις του Λούλα στην Κίνα ενέτειναν τις επικρίσεις. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο η βραζιλιάνικη κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα της Γερμανίας να προμηθεύσει παρτίδες πυρομαχικών για τα γερμανικά τεθωρακισμένα οχήματα που χρησιμοποιούνται από την Ουκρανία. Ομοίως, η επανειλημμένη έκκληση για τερματισμό των εχθροπραξιών συνδυάστηκε με κριτική στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τον ίδιο τον Ζελένσκι.
Θέλω να επιστήσω την προσοχή σε αυτή την εντατικοποίηση της κριτικής, διότι μου φαίνεται ότι αντιπροσωπεύει ακριβώς τη νέα πτυχή που έχει προστεθεί στη θέση που η κυβέρνηση Λούλα κληρονόμησε από την προηγούμενη κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, οι λόγοι που ώθησαν στη θέση αυτή εξακολουθούν να ισχύουν: οι αγροτικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να αντιτίθενται στο ενδεχόμενο να γυρίσουν την πλάτη στη Ρωσία, και η πλειοψηφία του βραζιλιάνικου πληθυσμού παραμένει μάλλον μακριά από τον πόλεμο. Πιστεύω ότι η νέα έμφαση οφείλεται σε δύο στοιχεία που φυσικά απουσίαζαν από τη διπλωματία του Μπολσονάρου: την εξ αριστερών πίεση στην κυβέρνηση, και το στοίχημα της ουδετερότητας ως προϋπόθεση για την αποκατάσταση μιας στρατηγικής σχέσης μεταξύ της Βραζιλίας και των εταίρων της στην ομάδα των BRICS.
Η κυβέρνηση Λούλα δεν σκέφτηκε ποτέ να αλλάξει τη θέση της προηγούμενης κυβέρνησης της Βραζιλίας απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία. Μάλλον το αντίθετο συνέβη: ο ουδετερόφιλος λόγος έγινε πιο έντονος, και η επανειλημμένη έκκληση για τερματισμό των εχθροπραξιών συνδυάστηκε με κριτική στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και τον ίδιο τον Ζελένσκι
Η στάση του «αριστερού στρατοπέδου»
Αναφέρομαι εδώ σε μια ομάδα υποκειμένων που κυμαίνεται από συμπαθούντες έως αγωνιστές αριστερών κομμάτων και κοινωνικών κινημάτων, του φοιτητικού κινήματος, των συνδικάτων κ.λπ. Πώς τοποθετείται αυτό το στρατόπεδο, εντός του οποίου το ενδιαφέρον για τον πόλεμο είναι αναμφίβολα μεγαλύτερο από αυτό που υπάρχει στον γενικό πληθυσμό; Εν ολίγοις, μπορούν να εντοπιστούν δύο μικρές ομάδες: η μία υποστηρίζει ανοιχτά την καταδίκη της ρωσικής επίθεσης – η άλλη, στον αντίποδα, τείνει να νομιμοποιήσει τη ρωσική δράση με βάση την υπόθεση ότι η ουκρανική κυβέρνηση είναι διαβρωμένη από ακροδεξιές ομάδες και, ταυτόχρονα, ότι η Ρωσία στριμώχτηκε από το ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, μου φαίνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία της αριστερής κοινής γνώμης υπερασπίζεται αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε θέση κριτικής ουδετερότητας, όπως υπενθυμίζουν οι δηλώσεις του Λούλα. Θα τολμούσα μάλιστα να υποθέσω ότι για τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης Λούλα, ακόμη και αν επικρατεί διπλωματική σιωπή, το πιο κοινό αίσθημα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: οι ΗΠΑ δεν ξεκίνησαν τον πόλεμο, αλλά κάνουν τα πάντα για να τον συνεχίσουν, επειδή αποτελεί την τέλεια ευκαιρία να γονατίσουν έναν παλιό εχθρό με το πιο συμβατικό όπλο που μπορεί να φανταστεί κανείς, το δολάριο – με στόχο να εξαντλήσουν τη Ρωσία και τον Πούτιν αποκλείοντάς τους από το διεθνές εμπόριο.
Επίσης, αυτό που ακούγεται αφόρητο σε πολλούς είναι η υποκρισία της φιλοουκρανικής στάσης των ΗΠΑ και των συμμάχων τους που, απαιτώντας πλήρη ευθυγράμμιση, αγνοούν τις στρεβλές παρενέργειες που παρήγαγαν στο πρόσφατο παρελθόν παρόμοια γεγονότα σε χώρες που δεν βρίσκονται στο «κέντρο του κόσμου», που δεν ανήκουν δηλαδή στη Δύση: κοινωνικές αναταραχές, θνησιμότητα, πείνα, μετακινήσεις πληθυσμών κ.ο.κ. μετά από πολεμικές επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο όνομα της λεγόμενης «δημοκρατίας»…
Το γεωπολιτικό διακύβευμα καθορίζει τη βραζιλιάνικη θέση
Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η πλειοψηφική άποψη της βραζιλιάνικης αριστεράς έχει απήχηση στην κυβέρνηση, και εξηγεί την ένταση των δηλώσεων του Λούλα: είναι φυσικό για μια αριστερή κυβέρνηση να αισθάνεται υποχρεωμένη να εκφράσει, στο μέτρο του δυνατού, την επικρατούσα άποψη της κοινωνικής της βάσης. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι το γεγονός αυτό δεν συνιστά επαρκή αιτία. Αντιθέτως, νομίζω ότι το δεύτερο στοιχείο που μόλις αναφέρθηκε, δηλαδή το γεωπολιτικό διακύβευμα, είναι πιο καθοριστικό. Σε γενικές γραμμές, η κριτική ουδετερότητα αποτελεί συνέχεια (με τις δέουσες προσαρμογές στην πορεία) της διπλωματίας της προηγούμενης φάσης του λουλισμού: διπλωματία Νότου-Νότου, στρατηγική σχέση με τη Νότια Αμερική και την Αφρική, και προώθηση των BRICS ως μηχανισμού αντιπαράθεσης στην ηγεμονία των ΗΠΑ.
Οι δηλώσεις του Λούλα για τον πόλεμο στην Ουκρανία έγιναν, κι αυτό έχει σημασία, κατά τη διάρκεια επίσκεψης στην Κίνα. Δεν βλάπτει να θυμηθούμε ότι η χώρα αυτή περιφρονούνταν από την κυβέρνηση Μπολσονάρου (σε αυτό ήταν πολύ υπάκουη στον Τραμπ). Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αυτή η περιφρόνηση εκδηλώθηκε με τους πιο χυδαίους όρους… Αντιθέτως, ο Λούλα φαίνεται να έχει επιλέξει την Κίνα ως στρατηγικό εταίρο, και η πρόσφατη επίσκεψή του επιβεβαίωσε αυτή την πρόθεση. Εκτός από τα αποτελέσματα των υπογεγραμμένων εμπορικών συμφωνιών, τα οποία πρέπει να θεωρηθούν πολύ σημαντικά, η επίσκεψη αποσκοπούσε στην επανενεργοποίηση των BRICS, ως ικανών να προωθήσουν την ανάπτυξη εκτός αμερικανικής ηγεμονίας. Δύο λεπτομέρειες το καθιστούν αυτό απολύτως σαφές: η επίσκεψη του Λούλα συνέπεσε με την ανάληψη των καθηκόντων της Ντίλμα Ρούσεφ ως προέδρου της Αναπτυξιακής Τράπεζας των BRICS και, επιπλέον, ένα από τα κύρια σημεία της ημερήσιας διάταξης ήταν η εφαρμογή μηχανισμών που επιτρέπουν τις ανταλλαγές μεταξύ των χωρών-εταίρων εκτός του συστήματος που βασίζεται στο δολάριο.
Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στη σημασία της δημιουργίας μιας διεθνούς αγοράς στην οποία το δολάριο θα είναι απλώς μία από τις εναλλακτικές λύσεις. Το γεγονός ότι η Ρωσία, η οποία έχει αποκλειστεί από την αγορά του δολαρίου σήμερα, αντιστέκεται χάρη στην Κίνα, δείχνει πώς η αμερικανική ηγεμονία μπορεί τελικά να αποδυναμωθεί μέσω του «αφοπλισμού» του ισχυρότερου εργαλείου γεωπολιτικής αποτροπής που διαθέτουν οι ΗΠΑ. Δεν θα αρχίσει έτσι να διαφαίνεται στον ορίζοντα το περίγραμμα ενός πολυπολικού κόσμου; Οπωσδηποτε, αυτός ο δρόμος θα συναντούσε σοβαρά εμπόδια αν η Βραζιλία εγκατέλειπε την ουδετερότητά της – η οποία, όχι τυχαία, τουλάχιστον επίσημα, δεν απέχει πολύ από εκείνη που ακολουθούν η Κίνα (ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας), η Ινδία και η Νότια Αφρική (εταίροι των BRICS) και η Αργεντινή (χώρα-κλειδί για τη γεωπολιτική της Νότιας Αμερικής).
Παρά τις «διορθώσεις», η Βραζιλία επιμένει σαφώς στην ουδετερότητα
Επιπλέον, νομίζω ότι, κατά την εκτίμηση της βραζιλιάνικης κυβέρνησης, η Ρωσία είναι πραγματικά –αυτή τη στιγμή– η πλευρά που ενδιαφέρεται περισσότερο για τον τερματισμό του πολέμου, αρκεί να έρθει με μια στοιχειωδώς έντιμη έξοδο. Είναι αλήθεια ότι μετά τις αμέτρητες εξωτερικές και εσωτερικές επικρίσεις που δέχθηκε ο Λούλα για τη σκληρότητα των δηλώσεών του, τις τελευταίες ημέρες «λειαίνει» τον λόγο του. Στο εσωτερικό, η καταδίκη της ρητορικής υπερβολής ήρθε και από ορισμένους τομείς της κυβέρνησης. Σχεδόν σαν να ήθελε να εξιλεωθεί, στις 18 Απριλίου, λίγο μετά την επίσκεψη του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών, ο Λούλα δήλωσε κατηγορηματικά ότι η κυβέρνησή του «καταδικάζει την παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας» και τάχθηκε και πάλι υπέρ «μιας πολιτικής λύσης με διαπραγμάτευση». Αυτή ήταν μια σημαντική χειρονομία, η οποία δείχνει πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθεί η διπλωματική ισορροπία. Ωστόσο, η αναγκαία διόρθωση του τόνου των προηγούμενων λόγων δεν αλλάζει ριζικά, κατά τη γνώμη μου, τη θέση ουδετερότητας που έχει λάβει η Βραζιλία.
Τέλος, ο αναγνώστης θα μπορούσε να αντιτείνει ότι πρόκειται για ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα, πολύ περισσότερο που επιφυλάσσει στην Κίνα πρωταγωνιστικό ρόλο στην εγκαθίδρυση μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Γι’ αυτό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Κάθε στοίχημα εμπεριέχει την πιθανότητα μιας αρνητικής πλευράς, που μπορεί να είναι και η μεγαλύτερη – ανάλογα με το τι διακυβεύεται. Και το να περιβάλλεται κανείς από τέτοιους εταίρους είναι σίγουρα επικίνδυνο. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι λιγότερο επικίνδυνο να αφήσουμε αχαλίνωτη τη θέληση της Δύσης για στραγγαλισμό μιας χώρας όπως η Ρωσία, που είναι κάτοχος ενός σημαντικού πυρηνικού οπλοστασίου, και να διατηρήσουμε τον κόσμο λίγο-πολύ ως έχει. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει τουλάχιστον να αναγνωριστεί ότι η θέση της βραζιλιάνικης κυβέρνησης, αν και παράξενη, δεν είναι ούτε παράλογη ούτε ανεύθυνη.
* Ο Ομέρο Σαντιάγο είναι καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάουλο (Βραζιλία). Το παρόν κείμενο του, που εδώ αποδίδεται συντετμημένο, δημοσιεύθηκε στις 21/4/2023 στον δικτυακό τόπο «Επισφαλείς Συνδέσεις» (www.connessioniprecarie.org), που αποτελεί μέσο έκφρασης συλλογικοτήτων πρεκάριων εργαζόμενων στην Ιταλία. Οι μεσότιτλοι και οι λεζάντες είναι της Σύνταξης.