Ο Χοσέ (Πέπε) Μουχίκα μπήκε πριν λίγες μέρες στο εικονοστάσι δίπλα στους άλλους σύγχρονους «αγίους» της Λατινικής Αμερικής. Η επίδραση που είχε σε όλο τον κόσμο η μορφή του, εξηγείται κυρίως από κάτι απλό, που αν ζούσαμε σε έναν ανθρώπινο κόσμο θα ήταν και το αυτονόητο: Αυτά που έλεγε συμβάδιζαν απολύτως με αυτό που ο ίδιος ήταν.
Ο Μουχίκα, ένας γνήσιος λαϊκός άνθρωπος, θα ήταν δύσκολο να μην αγαπάει το ποδόσφαιρο σε μια χώρα σαν την Ουρουγουάη. Μια χώρα κάπως μεγαλύτερη από την Ελλάδα σε έκταση και με πληθυσμό περίπου σαν της Αθήνας, που έχει κατακτήσει δύο φορές το Παγκόσμιο Κύπελλο και έβγαλε μεγάλους ποδοσφαιριστές, από τον Αντράντε, τον Σκιαφίνο και τον Ομπντούλιο Βαρέλα μέχρι τον Φραντσεσκόλι, τον Ντιέγκο Φορλάν και τον Σουάρες.
Το Μαρακανάτσο
Το 1950 η Βραζιλία φιλοξενεί το Μουντιάλ. Έχει σαρώσει όλους τους αντιπάλους της και ετοιμάζεται να κατακτήσει το τρόπαιο μπροστά σε 200.000 εκστασιασμένους υποστηρικτές της στο Μαρακανά. Ο Τύπος έχει ήδη στέψει τον νικητή και παρουσιάζει την άλλη φιναλίστ, την Ουρουγουάη, σαν απλώς καλεσμένη στη φιέστα. Ενώ όμως η Βραζιλία προηγείται 1-0, στο τέλος δέχεται 2 γκολ σε λίγα λεπτά. Όχι μόνο το στάδιο, αλλά και ολόκληρη η αχανής χώρα βυθίζεται σε πραγματικό πένθος (δεκάδες οι αυτοκτονίες), την ίδια στιγμή που η Ουρουγουάη παραληρεί και μεθάει για μέρες.
Ο Μουχίκα, που ήταν τότε 15 χρονών, έχει αναφερθεί στις αναμνήσεις του από αυτό το συγκλονιστικό ποδοσφαιρικό γεγονός που έμεινε στην ιστορία ως «Μαρακανάτσο», λέγοντας: «Το έζησα πιέζοντας με το δάχτυλό μου μια λυχνία για να καταφέρω να ακούσω ένα παλιό ραδιόφωνο σαν αυτά του Έντισον. Ήταν ίσως ένα από τα μεγαλύτερα συναισθήματα στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Δεν έχω δει ποτέ μια τόσο μεγάλη λαϊκή γιορτή. Θα το θυμάμαι για πάντα».
Ο τεράστιος Ομπντούλιο
Ο Μουχίκα ήταν τότε, όπως όλοι οι συμπατριώτες του, ενθουσιασμένος με τον εμβληματικό αρχηγό εκείνης της Εθνικής Ομάδας, τον τρομερό Ομπντούλιο Βαρέλα. Όχι μόνο τότε όμως, όσο ζούσε αναφερόταν στον Βαρέλα και την ξεχωριστή του στάση.
Ο Βαρέλα ήταν εκείνος που είχε εμψυχώσει τους παίκτες της Ουρουγουάης να νικήσουν το 1950. Είχε στρώσει στις τουαλέτες τα πρωτοσέλιδα μιας εφημερίδας που στον τίτλο της προανήγγειλε τη νίκη της Βραζιλίας και τους προέτρεψε να κατουρήσουν εκεί! Όταν ο προπονητής βγήκε από τα αποδυτήρια αφού είχε αναλύσει την αμυντική τακτική που ήθελε να ακολουθήσουν οι παίκτες, ο Βαρέλα τους μάζεψε και τους είπε: «Παιδιά, ο Χουανσίτο είναι καλός άνθρωπος, αλλά σήμερα κάνει λάθος. Αν παίξουμε αμυντικά, θα έχουμε τη μοίρα της Ισπανίας και της Σουηδίας» (είχαν φάει συνολικά 13 γκολ από τους Βραζιλιάνους). Τους είπε ακόμα: «μην ακούτε αυτούς τους δειλούς» για τους ανθρώπους της Ομοσπονδίας που έλεγαν ότι στόχος είναι να παραμείνει το σκορ σε λογικά επίπεδα.
Ο Βαρέλα όμως, ένα χρόνο πριν, είχε εμψυχώσει τους Ουρουγουανούς ποδοσφαιριστές να σταθούν στα πόδια τους και έξω από τα γήπεδα, στη μεγάλη απεργία του 1949 για τα δικαιώματα των ποδοσφαιριστών που διήρκησε επτά ολόκληρους μήνες. Οι παίκτες δεν είχαν να φάνε. Ο Ομπντούλιο ήταν από τους αρχηγούς, ενώ δούλευε στην οικοδομή για να επιβιώσει.
Ο επίσης Ουρουγουανός Εντουάρντο Γκαλεάνο έγραψε («Καθρέφτες», εκδόσεις Πάπυρος): «Οι ποδοσφαιριστές της Ουρουγουάης, σκλάβοι των ομάδων τους, απλώς απαιτούσαν επιβεβαίωση και το δικαίωμα να υπάρχουν. Η υπόθεσή τους ήταν τόσο σκανδαλώδης, που οι άνθρωποι τούς υποστήριζαν ακόμα και όταν ο χρόνος περνούσε και κάθε Κυριακή χωρίς ποδόσφαιρο γινόταν ένα αφόρητο χασμουρητό. Οι ιδιοκτήτες δεν θα υποχωρούσαν και απλώς κάθονταν και περίμεναν από την πείνα να φέρει την παράδοση. Αλλά οι παίκτες στάθηκαν ενωμένοι, το πνεύμα τους πήρε ώθηση από το παράδειγμα ενός υπερήφανου άντρα λιγομίλητου, του Ομπντούλιο Βαρέλα, ενός μαύρου κάθε άλλο παρά αγράμματου ποδοσφαιριστή και οικοδόμου. Σήκωνε τους πεσμένους και παρότρυνε τους κουρασμένους. Και έτσι, στο τέλος επτά μακρών μηνών, οι παίκτες της Ουρουγουάης νίκησαν την απεργία των σταυρωμένων ποδιών». Πώς να μην ήταν λοιπόν ο Ομπντούλιο Βαρέλα ο αγαπημένος του Πέπε;
Ένα θαύμα
Μικρός, έπαιζε κι ο ίδιος ο Μουχίκα ποδόσφαιρο. Είχε δηλώσει: «έπαιζα ως χαφ εξτρέμ αλλά ήμουν χάλια» ενώ έλεγε ότι έριχνε και έτρωγε πολλές κλοτσιές. Όπως άλλωστε οι περισσότεροι συμπατριώτες του… Η αγαπημένη του ομάδα δεν ήταν μια από τις δύο μεγάλες, η Νασιονάλ ή η Πενιαρόλ, αλλά η μικρή Σέρο, η ομάδα της γειτονιάς όπου μεγάλωσε, μιας εργατικής γειτονιάς του Μοντεβιδέο. «Έχω συνηθίσει να χάνω, αλλά είμαι και φανατικός του τοπικισμού» εξηγούσε.
Ο Μουχίκα ήταν πρόεδρος της Ουρουγουάης όταν η Εθνική Ομάδα συμμετείχε σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα, το 2010 και το 2014. Στο πρώτο, η γυναίκα του η Λουσία, δεν τον άφησε να πάει στη Νότια Αφρική: «Πρέπει να κάνει 4.025 εμβόλια και δεν είναι καλό για την αυτοάνοση ασθένειά του, οπότε δεν το επιτρέπω»… Την παραμονή της αναχώρησης των «Σελέστε», όμως, πήγε για δείπνο με τους παίκτες και τον προπονητή, και όταν επέστρεψαν από το Μουντιάλ δήλωσε: «Για το μέγεθός μας, το ποδόσφαιρο της Ουρουγουάης είναι ένα θαύμα: και είναι ένα θαύμα που κατέστη δυνατό χάρη στο πάθος του λαού μας».
Ένα χρόνο αργότερα, απένειμε στον προπονητή Όσκαρ Ταμπάρεζ το μετάλλιο της Προεδρίας λέγοντάς του: «Σας ευχαριστούμε που μας δείξατε ότι μπορείτε να χάσετε, μπορείτε να σηκωθείτε και μπορείτε να περπατήσετε ξανά».
Το 2014 στη Βραζιλία, η συμμετοχή της Ουρουγουάης σημαδεύτηκε από την αποβολή του Λουίς Σουάρες μετά το περίφημο δάγκωμα στον Ιταλό Τζόρτζιο Κιελίνι. Ο φορ των Σελέστε τιμωρήθηκε για εννέα ματς της Εθνικής και τέσσερις μήνες αποκλεισμό από οποιοδήποτε αγώνα. Στις 26 Ιουνίου, ο Μουχίκα τον περίμενε στο αεροδρόμιο του Μοντεβιδέο. Είχε θεωρήσει δίκαιη αλλά υπερβολικά σκληρή την τιμωρία και όταν τον συνάντησε του είπε: «Ήθελα να σου δώσω ενέργεια για να ξεπεράσεις την καταιγίδα, αγόρι. Γιατί όλες οι καταιγίδες περνούν, όλες. Πρέπει να παραμείνεις ψύχραιμος». Ήθελε να τον στηρίξει, είχε δηλώσει ότι «είναι καλό παιδί» και γνώριζε καλά ότι κατάγεται από μια πολύ φτωχή οικογένεια, αν και αργότερα στάθηκε πιο αυστηρός απέναντί του.
Όταν τελικά η Ουρουγουάη αποκλείστηκε στη φάση των 16, ο Μουχίκα πήγε και πάλι στο αεροδρόμιο, αυτή τη φορά για να υποδεχτεί την υπόλοιπη ομάδα. Συνάντησε έναν δημοσιογράφο που τον ρώτησε για την τιμωρία του Σουάρες και ο πρόεδρος δήλωσε: «Αυτοί της FIFA είναι ένα μάτσο γέροι πουτάνας γιοι».
Μικρές ουτοπίες
Ο «Πέπε» ήταν ένας λάτρης, ένας εραστής του ποδοσφαίρου. Έλεγε ότι δεν υπάρχει πιο κοινωνικό φαινόμενο, ότι «δεν είναι απλώς μια μπάλα, αλλά ένας τρόπος να βλέπουμε τη ζωή» και ότι «αυτό που συμβαίνει στο γήπεδο μάς δείχνει τι είμαστε έξω από αυτό».
«Νιώθουμε το “εμείς”. Είναι περίεργο γιατί το ποδόσφαιρο μας βοηθά να βρούμε μια κοινή ταυτότητα που συχνά δεν μπορούμε να εντοπίσουμε στην καθημερινή ζωή» έλεγε ο Μουχίκα, αλλά δυσφορούσε με τη σύγχρονη υπαγωγή του στην αγορά και δήλωνε: «Οι μισθοί ορισμένων ποδοσφαιριστών είναι προσβλητικοί, ειδικά δεδομένης της κατάστασης του κόσμου. Δεν φταίνε όμως οι παίκτες, αυτοί αποτελούν το πρόσχημα για μια ολόκληρη οικονομική δραστηριότητα που περιστρέφεται γύρω τους. Δεν μπορούν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα της εποχής μας». «Το ποδόσφαιρο έχει μετατραπεί σε επιχείρηση. Μια επιχείρηση που είναι εν μέρει τέχνη, εν μέρει μαγεία. Αλλά φυσικά οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από το ότι μετατρέπουν τα πάντα, ακόμη και την αναπνοή μας, σε επιχείρηση. Όλα είναι επιχείρηση. Το ποδόσφαιρο επίσης».
Αυτά τα λίγα για μια πλευρά από τις πολλές του «φτωχότερου προέδρου του κόσμου», του Τουπαμάρος αντάρτη που έμεινε πολλά χρόνια στη φυλακή και κάμποσους μήνες στον πάτο ενός πηγαδιού, ενός βαθιά φιλοσοφημένου και σεμνού ανθρώπου, πιστού στη μεγάλη και τις «μικρές ουτοπίες» για τις οποίες έκανε συχνά λόγο μιλώντας με αγάπη στους νεότερους.