Γεμάτη ναπολιτάνικη γοητεία, η νέα δραματική ταινία «Νοσταλγία», του 63χρονου διακεκριμένου Ναπολιτάνου Μάριο Μαρτόνε, αποτελεί μεταφορά του τελευταίου ομώνυμου μυθιστορήματος του επίσης Ναπολιτάνου συγγραφέα και κομμουνιστή Ερμάνο Ρέα (1927-2016).

Ξεκινώντας με τη ρήση του Πιερ-Πάολο Παζολίνι «Η γνώση βρίσκεται στη νοσταλγία», παρακολουθούμε το οδοιπορικό του 55χρονου Φελίτσε (Πιερφραντσέσκο Φαβίνο), που μετά από 40 χρόνια στο Κάιρο, επιστρέφει στη γενέτειρά του, τη Νάπολη, για να φροντίσει την ηλικιωμένη μητέρα του. Ωστόσο, μετά τον θάνατό της, στοιχειωμένος από μνήμες, επιχειρεί να επανασυνδεθεί με τον εφηβικό του φίλο Ορέστε (Τομάζο Ράνιο), αγνοώντας πως είναι πλέον ονομαστό αφεντικό της Καμόρα.

Αγοράζει μια παλιά μηχανή σαν και αυτή που είχε έφηβος, δίχως να φανταστεί πως είναι ανεπιθύμητος, κάτι που συνειδητοποιεί μόλις η μοτοσυκλέτα του βρεθεί τυλιγμένη στις φλόγες. Ορκισμένος εχθρός του Ορέστε, ο δυναμικός ιερέας Ντον Λουίτζι (Φρανσέσκο Ντι Λέβα) επιχειρεί μάταια να τον πείσει να εξαφανιστεί μακριά, αλλά ο Φελίτσε ήρθε εκεί για να μείνει, αποφασισμένος να διαλευκάνει την παλιά του υπόθεση με τον Ορέστε.  

Δίχως γραμμική αφήγηση, η ιστορία εξελίσσεται αρχικά στο παρόν, με τον πρωταγωνιστή να αναζητά παλιά ίχνη στη σύγχρονη πόλη. Οι αναδρομές στο παρελθόν παρουσιάζονται σε μικρής διάρκειας εμβόλιμα πλάνα, συγκρίνοντας το παρελθόν με τη σύγχρονη εικόνα της Νάπολης, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση του πρωταγωνιστή, πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ωστόσο, όσο ακολουθεί τις διαδρομές των αναμνήσεών του, ενεργοποιούνται φλασμπάκ μεγαλύτερης διάρκειας ζωντανεύοντας με φωτεινότερα χρώματα σκηνές της στενής φιλίας του με τον Ορέστε.

Γέννημα-θρέμμα της Νάπολης και ο ίδιος ο Μαρτόνε τοποθετεί την πόλη στο επίκεντρο της ταινίας, με εξαιρετικά κινηματογραφημένες νυχτερινές εικόνες στις γειτονιές του Σανίτα, αναδεικνύοντας τα λαϊκά σοκάκια, με τα αντικριστά μπαλκόνια σε απόσταση αναπνοής, αλλά και πλάνα στους πολυσύχναστους ανηφορικούς δρόμους. Η κάμερα συχνά αιχμαλωτίζει τα βλέμματα των κατοίκων προς τον νεοφερμένο πρωταγωνιστή, τον ξένο, δημιουργώντας το αίσθημα της κλειστής κοινωνίας, όπου τίποτα δεν μένει κρυφό.

Είναι αξιοπρόσεκτο πως στην εξαιρετική νεονουάρ ατμόσφαιρα συνεισφέρει η μουσική αίσθηση. Δίχως πρωτότυπη μουσική σύνθεση, ξεχωρίζει η επιλογή κομματιών ηλεκτρονικής άμπιεντ ψυχεδέλειας των Tangerine Dream, κράουτροκ γερμανικού συγκροτήματος ηλεκτρονικής μουσικής, καθώς και συνθέσεων του Πήτερ Μπάουμαν, κεϊμπορτίστα του συγκροτήματος το ’70, κυρίως σε σκηνές που ενισχύουν μυστήριο και αγωνία. Ωστόσο, στο άνοιγμα της ταινίας, με την επιστροφή του πρωταγωνιστή στη Νάπολη, στα πλάνα που ο Φελίτσε σκεπτικός περιδιαβαίνει την πόλη ενώ βραδιάζει, ακούγεται το αβάν γκαρντ τζαζ κομμάτι «Flakes» (1975), σύνθεση για σεξτέτο του πρωτοποριακού σοπράνο σαξοφωνίστα Στιβ Λέισι (1935-2004), με ενορχήστρωση σε άμεση αντιστοιχία με τις τζαζ συνθέσεις του Μπέρναρ Χέρμαν, στον «Ταξιτζή», (1976) του Σκορσέζε. Ίσως σε αυτή τη σκηνή ο Μαρτόνε να επέλεξε το συγκεκριμένο κομμάτι με τίτλο «νιφάδες», σε παραλληλισμό με τις σκόρπιες μνήμες του σιωπηλού νοσταλγού πρωταγωνιστή. Η μοναξιά του Φελίτσε τονίζεται εξαρχής, με την κάμερα να τον προσεγγίζει αργά, καθώς καπνίζει μονάχος στο σκοτάδι.

Με την αγορά της παλιάς μοτοσυκλέτας ξεκινάει το πρώτο εκτεταμένο φλασμπάκ, με μουσική υπόκρουση το ψυχεδελικό ροκ «Lady Greengrass» (1967), των Ones, πρώτο συγκρότημα του Γερμανού μουσικού Έντγκαρ Φρέζε (1944-2015), ένα χρόνο πριν ιδρύσει τους Tangerine Dream. Έκτοτε το τραγούδι αυτό, εκτός από τους τίτλους τέλους, ακούγεται και σε άλλα φλασμπάκ, χαρακτηρίζοντας την εφηβεία των πρωταγωνιστών.

Στην γιορτή των νέων της ενορίας, ο Φελίτσε που μιλάει αραβικά, βάζει στους έφηβους να ακούσουν το αραβόφωνο τσιφτετέλι σύγχρονου μπίτ «Ya Abyad Ya Eswed» των Cairokee, επαναπροσδιορίζοντας το αραβικό του στοιχείο στην ανακτημένη του ιταλική ταυτότητα.

Εξαιρετική είναι και η σκηνή όπου ο Φελίτσε επισκέπτεται τις κατακόμβες της Νάπολης, σε απόλυτη μακάβρια ησυχία, με επιρροές από το «Ταξίδι στην Ιταλία» (1954/Ροσελίνι) και από το «Ρόμα» (1972/Φελίνι), σε άλλη μια γεφύρωση παλιού και νέου, παρελθόντος της εφηβείας και ωριμότητα του παρόντος, μέχρι και του ένδοξου ρωμαϊκό παρελθόντος, στο σύγχρονο παρόν της Νάπολης.

Ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας προσδιορίζεται μέσα από τα ερωτικά υπονοούμενα της εφηβικής σχέσης με τον φίλο του, που διαπερνούν όλη την ταινία και δυσκολεύεται να διαχειριστεί. Μαζί με τη μεγάλη, όπως θεωρεί, αμαρτία, που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα,  αποτελούν τα δυο στοιχεία που τελικά τον οδηγούν στην αναζήτηση εξιλέωσης.

Το όνομά του ακούγεται πρώτη φορά μόλις αγκαλιάζει την ηλικιωμένη μητέρα του. Σε αντίθεση με το αρρενωπό παρουσιαστικό του, η ευαισθησία του Φελίτσε χτίζεται μέσα από την στοργή με την οποία την φροντίζει, ιδίως στην σκηνή που αυτή κλαίει από ντροπή, καθώς την σηκώνει στα χέρια γυμνή, για να την πλύνει στην μπανιέρα, σε μια εικονογραφική στάση της «Πιετά» των καθολικών, με τον γιο να κουβαλάει εδώ την μάνα, ενώ η θρησκευτική αίσθηση μεταφέρεται με τις ελλειπτικές αψίδες στο ταβάνι του λουτρού, που πλαισιώνουν το κάδρο.

Ο Φελίτσε, που σημαίνει ευτυχής, παρουσιάζεται ως άνθρωπος που αναγκάστηκε να αποκοπεί βίαια από τις ρίζες του. Επιβίωσε σε ξένη χώρα, υιοθετώντας ξένη γλώσσα και θρησκεία και ίσως ακόμα και το ότι δεν έκανε παιδιά, να αποτελεί στοιχείο αυτού του πένθους που τον βάραινε, μια ανοιχτή πληγή που τον έκανε κοινωνό του περίφημου ομηρικού νόστου, του τίτλου της ταινίας. Με την επιστροφή του στην πατρίδα, όλα επανέρχονται μονομιάς. Μνήμες, γεύσεις, μυρωδιές, εικόνες, αλλά και η επανασύνδεσή του με τον Ορέστε.

Ωστόσο, ο «ορεσίβιος» φίλος του παραμένει μυστήριο. Αρχικά παρουσιάζεται ως ανάμνηση του παρελθόντος, μέσα από φωτογραφίες, που ζωντανεύουν ρομαντικά στη μνήμη του πρωταγωνιστή, αφού τον περιγράφει εξιδανικευμένα, προκαλώντας αμηχανία. Στα λιγοστά πλάνα που αναλογούν στον Ορέστε, παρουσιάζεται, ως «άνθρωπος της τυφλής βίας», που τον αποκαλούν «Εγκληματία». Δίχως μόνιμη κατοικία, κυνηγημένος διαρκώς εν κινήσει, επιβιώνει κρυμμένος στην καρδιά της συνοικίας, μέσα από ένα δίκτυο μυστικών πληροφοριοδοτών.

Στα μέσα περίπου της ταινίας, τη σκυτάλη παίρνει ο χαρακτήρας του ιερέα Ντον Λουίτζι, που λειτουργεί ως γητευτής ψυχών, όταν αφουγκράζεται την ανάγκη του Φελίτσε να μιλήσει. Είναι ο ηρωικός χαρακτήρας που επιχειρεί ενάντια στις βαλτωμένες κοινωνικές συνθήκες και στην αδιαφορία της πολιτείας να κρατήσει τους νέους μακριά από την παρανομία, διοργανώνοντας μαθήματα πυγμαχίας και μουσικής, θυμίζοντας και τον «Λευκό Ελέφαντα» (2014/Πάμπλο Τραπέρο), όπου καταγράφεται ο άμεσος κοινωνικός αντίκτυπος του ανθρωπιστικού έργου της εκκλησίας στην κοινότητα.

Κοινός τόπος η βία και το έγκλημα στη «γειτονιά εγκληματιών» της Σανιτά, γεμάτη μεροκαματιάρηδες και μετανάστες, που αιχμαλωτίζει που ο φακός του Μαρτόνε, αποκαλύπτοντας το λαϊκό στοιχείο της Νάπολης. Μακριά από το παραμυθένιο τουριστικό προσωπείο και κόντρα στην εγκληματική φήμη της Νάπολης, ο Μαρτόνε επιχειρεί να αναδείξει πρωτίστως τις κοινωνικές συνθήκες που έστρεψαν τον κόσμο στο οργανωμένο έγκλημα. Για ακόμη μια φορά στο σύγχρονο ιταλικό σινεμά, μετά τον Γκαρόνε και τον Καρπινιάνο, οι μαφιόζοι δεν παρουσιάζονται ως άνθρωποι που ζουν στα λούσα σε πολυτελής βίλες, όπως στις αμερικάνικες γκανγκστερικές ταινίες, αλλά ως κοινοί θνητοί που στράφηκαν στο οργανωμένο έγκλημα για να επιβιώσουν από την φτώχεια και την ανεργία.

Ενδεικτική είναι και η επιλογή της συμφωνικής μουσικής στο τέλος της ταινίας, όπου απεικονίζεται η πραγματική μουσική ορχήστρα νέων της ναπολιτάνικης αυτής ενορίας, να ερμηνεύει την «Τσιγγάνικη Ουβερτούρα» του M.J. Isaac (1898-1996), στα χνάρια του επιτεύγματος του «El Sistema» στη Βενεζουέλα, όπου επιχειρήθηκε να καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός των νέων, μέσα από τη μουσική.

Σε αυτή τη σκηνή, αυτή η πένθιμη ορχηστρική μουσική, με λίγο ντέφι να κρατά το ρυθμό, ανακαλώντας τη ναπολιτάνικη παράδοση της ταραντέλας, ενορχηστρώνει με απόλυτα ταιριαστά οπερετικό τρόπο το τραγικό τέλος, μεταφέροντας συμβολικά και το ανοιχτό αδελφοκτόνο τραύμα της εγκληματικής βίας στους διχασμένους νέους. Στο ρυθμό αυτής της πένθιμης μουσικής, παρουσιάζονται παράλληλα οι δυο φίλοι στην τελευταία τους συνάντηση, με τον μαυροντυμένο Ορέστε, που καλύπτει τα ατίθασα λευκά του μαλλιά με μαύρη κουκούλα, να κατεβαίνει στα στενά καλντερίμια της Σανιτά, ως άγγελος θανάτου.

* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!