Τη Μεγάλη Τρίτη η εκδήλωση με ομιλητή τον πανεπιστημιακό Σπύρο Ράγκο
Καθηγητής Aρχαίας Eλληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, ο Νίτσε δημοσιεύει την Γέννηση της τραγωδίας το 1872, 28 ετών. Το έργο τού οποίου ο πλήρης τίτλος είναι Η Γέννηση της Τραγωδίας από το Πνεύμα της Μουσικής, είναι αφιερωμένο στον Βάγκνερ. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, θα ξαναδημοσιευτεί με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας ή Ελληνισμός και Απαισιοδοξία. Αυτή η δεύτερη έκδοση θα συνοδευτεί από ένα Δοκίμιο αυτοκριτικής, στο οποίο ο Νίτσε εν μέρει αποδέχεται τις κριτικές που δέχτηκε από τους Γερμανούς φιλολόγους για «ανωριμότητα» και «αδεξιότητα» και που αποτέλεσαν την αρχή της καταστροφής της πανεπιστημιακής του καριέρας. Όμως, η τομή που θα προκαλέσει η Γέννηση στην πρόσληψη της τραγωδίας από τον 20ό αιώνα και η ρωγμή που θα επιφέρει στο έως τότε αρραγές μέτωπο της φιλολογικής αρχαιογνωσίας και στην απόλυτη κυριαρχία του νεοκλασικισμού, ξεπερνούν τα όρια των (αληθινών ή υποθετικών) φιλολογικών του σφαλμάτων.
Η βασική ιδέα της Γέννησης είναι πως η τραγωδία γεννιέται, κυριαρχείται και προσδιορίζεται από δύο μεγάλες και αντιτιθέμενες τάσεις, το πνεύμα του Απόλλωνα και το πνεύμα του Διόνυσου, το πνεύμα του φωτός, της διαύγειας και της ισορροπίας και το πνεύμα της σκιάς, του άρρητου και του απροσδιόριστου, της δυσαρμονίας και του τρόμου. Η τέχνη της τραγωδίας εξισορροπεί αυτές τις δύο θεμελιακές τάσεις, παράγοντας, με τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, αυτό το μοναδικό ανθρώπινο δημιούργημα που είναι η κλασική τραγωδία. Μοναδικό εξαιτίας ακριβώς της ηρεμίας με την οποία αποδέχεται το αίνιγμα της ανθρώπινης ζωής και της ακρίβειας με την οποία αποτυπώνει αισθητικά την εναργή απαισιοδοξία των Ελλήνων. Αυτή η συνθετική σύγκρουση ανάμεσα στο απολλώνιο εγώ της συνειδητής σκέψης και την διονυσιακή πολλαπλότητα του υποσυνείδητου πάθους, είναι στην ουσία το μεγάλο και ασυγχώρητο σφάλμα του Νίτσε: γιατί διαρρηγνύει πλήρως την εικόνα μιας φανταστικής αρμονικής και γαλήνιας Ελλάδας, που δεν ήταν απλώς η απαραίτητη προϋπόθεση για την ανακήρυξη της ελληνικής αρχαιότητας ως προγονικής κοιτίδας του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήταν κυρίως η αναγκαία προϋπόθεση για την κατανόηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού ως «ανώτερου» πολιτισμού από τον ίδιο τον εαυτό του.
Το γεγονός ότι ο Νίτσε «κατασκευάζει» έναν Ευριπίδη «καταστροφέα της τραγικής απαισιοδοξίας, δεν είναι απλώς ιστορικό λάθος, είναι κυρίως ένα προσβλητικό ατόπημα για το σύνολο της ευρωπαϊκής σκέψης που βασίζεται στον Διαφωτισμό και στην προοδευτική του αισιοδοξία. Για τον Νίτσε η τραγική σκέψη ήταν ταυτόχρονα αναζήτηση και αποδοχή του τρόμου, ήταν ένας τρόπος να ζήσει κάνεις την απόλυτη απαισιοδοξία χωρίς να βυθιστεί μέσα της. Επομένως, η «διαφωτιστική» αισιοδοξία του Ευριπίδη και του Σωκράτη, η πίστη τους στη δυνατότητα του ορθολογισμού να διαλύσει τα σκοτάδια και τις αντιφάσεις της ζωής, αποτελεί τη χαριστική βολή στο σύνολο της ελληνικής σκέψης. Αλλά ταυτοχρόνως αποτελεί και το θεμέλιο της διαφωτιστικής και προοδευτικής φιλοσοφίας της σύγχρονης Ευρώπης, που έχει χάσει κάθε δυνατότητα τραγικής επαφής με τον κόσμο και βυθίζεται στον μηδενισμό της αισιοδοξίας. Με την Γέννηση της τραγωδίας ο Νίτσε δεν προσέβαλε μόνο ανεπανόρθωτα το Γερμανικό Πανεπιστήμιο και την γερμανική φιλολογία, προσέβαλε κυρίως τη γερμανική (και ευρωπαϊκή) αυταρέσκεια.
Η τομή στην πρόσληψη της αρχαίας τραγωδίας που επιφέρει η Γέννηση θα αποτελέσει τομή στον τρόπο με τον οποίο συνολικά ο 20ός αιώνας θα προσλάβει το καλλιτεχνικό φαινόμενο ως φαινόμενο αποκάλυψης των ανθρώπινων και κοινωνικών ανισορροπιών. Όπως ακριβώς η ρωγμή που προκαλεί η Γέννηση στο έως τότε «ολικό» σύστημα σκέψης της κλασικής φιλολογίας θα σηματοδοτήσει και την ρωγμή μέσα από την οποία θα αναδυθούν και θα «νομιμοποιηθούν» διανοητικά οι αντιφάσεις και οι αμφιθυμίες όλων των «ολικών» συστημάτων σκέψης. Υπ’ αυτήν την έννοια, η Γέννηση της τραγωδίας αποτελεί την προϋπόθεση για την κατανόηση, αν όχι του «πώς γεννήθηκε η τραγωδία στον 5ο π.Χ. αιώνα», αλλά του πώς γεννήθηκε (από την ψυχανάλυση ώς τον μεταμαρξιστικό μαρξισμό, από την γλωσσολογία ώς τον στρουκτουραλισμό, από την Σχολή των Αρχείων ώς την Σχολή της Φραγκφούρτης) η σκέψη του 20ού αιώνα.
Ποιος είναι ο Σπύρος Ράγκος
Ο Σπύρος Ράγκος σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησε σεμινάρια Θρησκειολογίας στην École Pratique des Hautes Études στο Παρίσι και εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του στο Πανεπιστήμιο του Cambridge με θέμα: Λατρείες της Άρτεμης στην αρχαία Ελλάδα. Ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Princeton, ασχολήθηκε με τον Νεοπλατωνισμό. Δίδαξε στα Πανεπιστήμια Κρήτης, ΕΑΠ και Πατρών. Από το 2001, διδάσκει στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, όπου είναι αναπληρωτής Καθηγητής. Τον χειμώνα 2008-2009 ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Banaras Hindu University (Βαρανάσι, Ινδία) όπου έδωσε διαλέξεις για την Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και παρακολούθησε μαθήματα ινδικής φιλοσοφίας.
Τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του εστιάζονται στα πεδία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, καθώς και στις διασχέσεις μεταξύ τους. Οι δημοσιεύσεις του καλύπτουν ένα ερευνητικό φάσμα από τους Ορφικούς, τον Εμπεδοκλή, τα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη, τον Πρόκλο και τον Πλωτίνο, εκφάνσεις της αρχαιοελληνικής θρησκείας (ειδικά για τον Διόνυσο και την Άρτεμη) και των απαρχών της ελληνικής φιλοσοφίας σε αρχαϊκούς ποιητές όπως ο Ησίοδος και ο Αλκμάνας, αλλά και θέματα ποιητικής στους φιλοσόφους της ύστερης αρχαιότητας. Σε συνεργασία με τον Δημήτρη Κυρτάτα, συνέγραψε το βιβλίο Η Ελληνική Αρχαιότητα: πόλεμος, πολιτική, πολιτισμός (Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2010).
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων με γενικό τίτλο Νέες επισκέψεις σε παλιά κείμενα-Θεωρία, Ιστορία, τέχνη, που οργανώνει ο Χώρος Ιδεών, Συναντήσεων και Πολιτισμού Δρόμος (Ανδρονίκου 18 & Κων/πόλεως Ρουφ – στάση μετρό Κεραμεικός) ο Σπύρος Ράγκος μιλά με θέμα: Ιστορία, φιλοσοφία και ποίηση στην Γέννηση της Τραγωδίας του Νίτσε, τη Μεγ. Τρίτη, 15 Απριλίου 2014, στις 20:00