Του Μάρκου Δεληγιάννη. Γεναριάτικες νύχτες παραδομένες στην παγωνιά και τη σιωπή. Το χιόνι σαβανώνει τα θρυμματισμένα μάρμαρα. Το ρίγος του επερχόμενου ολοκληρωτισμού διαπερνά τη χώρα πέρα ως πέρα, τη χώρα που παρακολουθεί ανασφαλής και ταπεινωμένη μέσ’ από τα απομεινάρια του ανθρωπισμού και την ψευδαίσθηση της ευημερίας.

Το ταξίδι του βλέμματος προσκρούει στα μαύρα κρέπια της χειμωνιάτικης νύχτας. Κι  όταν ξημερώνει και έρχεται, αν έλθει, ο ήλιος ο παγερός, δεν μας λούζει, δεν μας ζεσταίνει, μόνο την όραση μας κλέβει και τότε εμείς κατρακυλάμε προς την θάλασσα -κυνήγι του φωτός- μπαίνουμε, όμως σε σήραγγα σκοτεινή κι αλίμονο στο βάθος κανένα φως δεν αιωρείται, μόνο του άστεγου η απόγνωση, του πεινασμένου η αγωνία, του επαίτη ο αδάκρυτος  λυγμός.
Κι όμως, αυτοί που ορίζουν τη μοίρα μας, αθύρματα στα χέρια της διεθνούς των κερδοσκόπων, ξεκομμένοι από την πραγματικότητα, εύκολα αρθρώνουν τον λόγο τον απατηλό. Η αυτοκρατορία του χρήματος απεργάζεται την εφαρμογή  του πιο σατανικού σχεδίου των τελευταίων δεκαετιών: εξαγορά συνειδήσεων, ψυχολογικός πόλεμος και χειραγώγηση της σκέψης.
Ο διορισμένος πραίτορας εξαπέλυσε και πάλι τις περιπολίες λέξεων, τ’ αφτιά μας να τρομοκρατήσει,  μα ακόμη κι αυτές κομπιάζουν. Άλλωστε απόμειναν κενές από έννοιες, καθώς, άηχες, προσκρούουνε πάνω στην πανοπλία της επανάληψης. Η ίδια επωδός πάντα: Μόνη επιδίωξή μας, σταθερή και αταλάντευτη,  της πατρίδας η σωτηρία και του έθνους η υπερηφάνεια. Διαφορετικά, η χρεοκοπία καραδοκεί και εμείς παλεύουμε, η οικονομία να ορθοποδήσει, να παρακάμψει τον ύφαλο της  ύφεσης.  Ας σφίξουμε τα δόντια, μια λύση υπάρχει: Να εκποιήσουμε σε τιμή συφερτική, ότι πουλιέται, κι ύστερα οι νέοι ας πάρουν πάλι τον δρόμο της μετανάστευσης, όπως τότε τα χρόνια της εθνικοφροσύνης και του Πιουριφόι. Κι άλλοι όσοι επιζήσουν, θα μεταλλαχτούν σε υπάκουους σερβιτόρους ικανούς να κερδίζουν  φιλοδώρημα με υποκλίσεις εδαφιαίες.
Τον μειλίχιο τραπεζίτη και τώρα θεματοφύλακα   των συμφερόντων μας, περιβάλλουν πάντα οι τρεις σφουγγοκωλάριοι, χαμογελαστοί, έτοιμοι να κύψουν ευλαβικά την κεφαλή μπροστά στα κελεύσματα, τα δικαιολογημένα, των αφεντικών. Θα ορθώσουν και πάλι το ανάστημα, ώστε να μην χρεοκοπήσει η χώρα. Γι’ αυτό λοιπόν τέρμα οι 13οι και 14οι μισθοί, οι επικουρικές συντάξεις. Οι μισθοί  βαλκάνιοι για να μπορέσουν να διαπραγματευθούνε με αξιοπρέπεια. Κι ύστερα ένα ταξίδι στο Πόρτο Ρίκο! Το έχουνε ανάγκη οι ταγοί μας!
Κι ένα ερώτημα, εύλογα, ξεπηδάει μέσ’ από των δηλώσεων των βομβαρδισμό:
Μα, μήπως δεν έχουμε κιόλας χρεοκοπήσει, όταν  παραδίδεται στο θυσιαστήριο της ασφάλτου ο ποιητής της εικόνας, ο μοναχικός οδοιπόρος, στην αναζήτηση μιας άλλης θάλασσας, ο ταξιδευτής  σε τοπίο ασύνορο: Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος;  Αλήθεια, χάθηκε όπως οι ήρωες του, μέσα στην ομίχλη της αντιποιητικής, της υστερικής πατρίδας.
Εάν δεν είναι χρεοκοπία η κυνική ομολογία του στομφώδους ο ίς να γνωρίζει τι υπογράφει; Έτσι, απλά, με την αναίδεια και την υπεροψία του ανόητου. Άραγε, στη στρατιά  των δολοφονημένων ονείρων της νιότης, τι έχει να πει αυτός που ενσαρκώνει τη χρεοκοπία;Ή δεν είναι χρεοκοπία όταν οι νεαροί βλαστοί -της ζωής η συνέχεια- πεινάνε; Άσιτοι λιγοθυμάνε κατά τη διάρκεια των μαθημάτων.
Αλήθεια, σκέφτηκε ποτέ κανείς πόσο ζυγίζει αυτό το περιώνυμο, πολυάριθμο  Υπουργικό Συμβούλιο; Αν μπορούσε κανείς να τοποθετήσει αυτήν την εξέχουσα ομάδα σε μια τεράστια ζυγαριά;  Άραγε, τι νούμερα θα κατέγραφε; Πόσο ζυγίζει το δέρμα τους και πόσο τα έντερά τους,  πόσο οι γαστέρες τους οι υπερμεγέθεις; Μήπως δεν είναι χρεοκοπία όταν οι ναοί του Ιπποκράτη αντί να διαφυλάσσουν την υγεία και το δικαίωμα για ζωή έχουν μεταβληθεί σε χώρους φρίκης;
Κι ύστερα. δεν είναι χρεοκοπία ο αναίτιος κατακερματισμός της Αριστεράς. Ας αφήσουμε τη μνήμη τη γυρίστρα να μας απαντήσει. Όταν ο Φράνκο κάλπαζε κατά της Μαδρίτης, οι κομμουνιστές χτυπούσαν τους αναρχικούς. Όταν, όμως, οι φασίστες κατέλαβαν την Μαδρίτη έσφαξαν και τους κομμουνιστές και τους αναρχικούς. Επιτέλους, ας δούμε κατάματα την πραγματικότητα, ας ξυπνήσουμε από το λήθαργο, ας βγούμε από τον πύργο της αυταρέσκειας ή από το λαγούμι του φόβου κι ας βαδίσουμε μαζί, κόντρα στο νεοφασισμό. Φτάνουν πια τα λόγια τα μάταια, τα τετριμμένα λόγια κι ας αφουγκραστούμε του ποιητή την παρόρμηση:
Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά/ χωρίς ν’ ακούγονται./ Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια./ Άλλα σταυρώνονται κι άλλα μιλούν σταυρωμένα./…Πολλά ποιήματα είναι σαν τα όπλα-όπλα πεταμένα στο χώμα/κι όπλα στραμμένα στην καρδιά του εχθρού./Το  νου σας, σύντροφοι  ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας/ μη και μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα.
(Γιάννης Ρίτσος)

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!