Παραμυθάς του Χόλιγουντ, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, επιχειρεί να αναστηλώσει το λαβωμένο από την κρίση γόητρο της Αμερικής του Ομπάμα, ανασύροντας την «ένδοξη» ιστορία της.
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Στην ταινία Λίνκολν, που έχει ήδη προταθεί για 12 Όσκαρ, ο Σπίλμπεργκ σμιλεύει το πολιτικό προφίλ του προέδρου, ως φιλολαϊκού Ρεπουμπλικανού, που έμεινε στην Ιστορία, για τη νομοθετική κατάργηση της δουλείας.
Ο ψηλός και ξερακιανός Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που βραβεύτηκε ήδη με Χρυσή Σφαίρα, ενσαρκώνει τον Λίνκολν της ταινίας, άψογα μεταμορφωμένος. Η θλιμμένη έκφραση, από το χαμό των παιδιών του, η τρυφερότητα για τον μικρό του γιο, που αντανακλά μια πατερναλιστική εικόνα για ολόκληρο το έθνος και η εκ φύσεως αδύναμη φωνή του, αποσπούν σεβασμό και συμπάθεια.
Πειστικοί και οι Ντέιβιντ Στράδερν και Τόμι Λι Τζόουνς, ανάμεσα στους γκριζομάλληδες πολιτικούς, με τα σκουρόχρωμα σακάκια και ημίψηλα καπέλα εποχής, που πηγαινοέρχονται βιαστικά, σε μεγάλες αίθουσες. Η αίσθηση επισημότητας για τα σοβαρά τεκταινόμενα ενισχύεται από τη χρήση της πρωτότυπης ορχηστρικής μουσικής του Τζον Γουίλιαμς, παλιού συνεργάτη του Σπίλμπεργκ, με κυρίαρχο τον ήχο της τρομπέτας. Λιγοστές οι γυναικείες παρουσίες, ωστόσο η Σάλι Φιλντ διακρίνεται, ως σύζυγος του Λίνκολν, παρά τον άχαρα γραμμένο ρόλο της. Όλα αυτά συνθέτουν μια καλοφτιαγμένη ταινία, που αναλώνεται βαρετά, στις θερμόαιμες αγορεύσεις και στις ατάκες των αντιμαχόμενων πλευρών, μέχρι την υπερψήφιση του επίμαχου άρθρου, που υποστηρίζουν με πάθος ο Αβραάμ Λίνκολν και το περιβάλλον του.
Ο ρόλος του ιστορικού αυτού προσώπου δεν βασίζεται σε μια επιβλητική σκηνοθετική άποψη. Αντιθέτως, το ανθρώπινο και προσιτό προσωπείο του προβάλλει στο πρώτο πλάνο την επεισοδιακή ψηφοφορία, υπονομεύοντας την πολιτική της σημασία.
Άριστος χειριστής του λαϊκού συναισθήματος, μέσω της τέχνης του κινηματογράφου, ο Σπίλμπεργκ την χρησιμοποιεί ως εργαλείο προπαγάνδας. Πατώντας πάνω στη συστηματικά διαμορφωμένη συλλογική μνήμη των Αμερικανών, ταυτίζει το όνομα Λίνκολν με τα ιδεώδη της δημοκρατίας.
Ο στιγματισμός των Νοτίων, ως κακών, άξιων να ηττηθούν, σε αντίθεση με την ανωτερότητα των Βορείων, που ζητούν την κατάργηση της δουλείας, μετατοπίζει την κύρια αιτία του αμερικανικού εμφυλίου, που ήταν τα αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα αγροτικού Νότου και βιομηχανικού Βορρά.
Η ιστορικής σημασίας υπερψήφιση της Διακήρυξης Απελευθέρωσης, τον Ιανουάριο του 1865, ηθικό αντίβαρο στην ανησυχητική επιμήκυνση του εμφυλίου, έπεισε πολλούς ανθρώπους, όπως δείχνει και η ταινία, να πολεμήσουν εθελοντικά. Αυτό όμως ήταν το πρόσχημα, για να βάλουν χέρι οι Βόρειοι, στον πλούτο των Νοτίων. Η εκβιομηχάνιση του Βορά απαιτούσε κεφάλαια, φθηνό προλεταριάτο και κρέας για τα κανόνια. Ήταν, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη, να περάσουν οι δούλοι από τις φυτείες των μεγαλογαιοκτημόνων του Νότου στην κυριαρχία των βιομηχάνων, ενώ οι σκληροί φόροι που επέβαλε ο Λίνκολν, υπηρετώντας την εγκαθίδρυση του καπιταλισμού, κατάφεραν να μετατρέψουν τον πλούτο του Νότου, σε χρηματική και τραπεζική αξία.
Τα ιδανικά, ως λάβαρο ενός αιματηρού πολέμου, που οφείλεται σε άλλες αιτίες, αποπροσανατολίζουν το θεατή, ενώ η εξέλιξη της ψηφοφορίας σε πολιτικό θρίλερ, αποτελεί κοινότυπη συνταγή σασπένς, σε οποιαδήποτε αναμέτρηση, που αποσπά την προσοχή. Ακόμα και οι ανερυθρίαστες αναφορές σε λαθροθηρίες, για την άγρα ψήφων, ενισχύουν την εδραιωμένη ηθική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», καθιστώντας τους κοινούς θνητούς, παθητικούς θεατές και συνένοχους στα βρόμικα παιχνίδια της εξουσίας.
Το Χόλιγουντ επιχειρεί συστηματικά με τις ταινίες του τη χειραγώγηση συνειδήσεων και ο Σπίλμπεργκ υπηρετεί πιστά τον κανόνα αυτό.
*H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου