Οι προσδοκίες και η πραγματικά ανυποχώρητη απαίτηση
Του Απόστολου Αποστολόπουλου
Η κυβέρνηση, παρά τις διακηρύξεις, φοβήθηκε (δικαίως ή αδίκως) το GRexit και υποχώρησε αλλά όχι τόσο ώστε να μείνει γυμνή, όπως ο βασιλιάς. Ωστόσο: Καμία μεταπολεμική κυβέρνηση σε όλη την Ευρώπη δεν συνάντησε τόση λυσσασμένη αντίδραση από όλους όση ο ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες μέρες. Αλλά και καμία άλλη κυβέρνηση μικρής χώρας, στα όρια της απόλυτης φτώχειας, απαξιωμένη, δεν επιχείρησε να συζητήσει ως ίση προς ίσο με όλους τους άλλους, μικρούς και μεγάλους της Ε.Ε. Δημιουργήθηκε παρακαταθήκη. Και για την Ελλάδα -η διαπραγμάτευση δεν τέλειωσε- και για τους επερχόμενους, Ισπανούς και άλλους. Ξέρουν τώρα ότι μπορούν, χωρίς να φοβούνται τη συντριβή τους. Αξίζει, επιτέλους, να προσέξουμε ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι συζήτησαν, διαπραγματεύθηκαν, δεν παραμέρισαν με μια απαξιωτική κίνηση τις ελληνικές απαιτήσεις. Γνωρίζουν ότι επέρχεται θύελλα και ότι η ελληνική περίπτωση είναι η πιο απλή γι’ αυτούς ή πιο εύκολη, καθ’ ότι η Ελλάδα είναι στην πιο δυσχερή θέση, εκβιάσιμη, αν κλείσουν οι τραπεζικές κάνουλες. Αν νικήσει το Podemos ή η Λεπέν μπορούν να κάνουν το ίδιο στην Ισπανία και τη Γαλλία; Αν ο Ρέντσι (κάτι σαν τον Κουβέλη) αποτύχει στην Ιταλία πόσα δισ. θα τους χρειαστούν; Όλα τα «αν» λίαν πιθανά, στο τραπέζι. Είναι γελοίο το επιχείρημα ότι οι Γάλλοι θα φοβηθούν επειδή οι Έλληνες δεν τα πολυκατάφεραν απέναντι στον Σόιμπλε.
Ο κόσμος δεν είναι ανυπόμονος, είναι απαιτητικός. Δεν ενδιαφέρουν τον κόσμο (όχι τόσο, πάντως, όσο ενοχλούνται πολιτικοί παράγοντες) οι μαίανδροι των διατυπώσεων στα κείμενα. Αρκεί να εφαρμοστούν οι υποσχέσεις, π.χ. ενδεικτικά, να μη μειωθούν συντάξεις και μισθοί, να προστατευτεί η πρώτη κατοικία, να μη γίνουν απολύσεις, να καταργηθεί ο ΕΝΦΙΑ, χωρίς να υπάρξει επιβάρυνση για να γίνουν όλα αυτά, αλλιώς θα ήταν δώρο άδωρο. Στελέχη, κυβερνητικοί, πολιτικοί, κομματικοί παράγοντες δεν αρκούνται σ’ αυτά και έχουν απόλυτο δίκιο· πράγματι δεν είναι αρκετά. Αλλά για τον κόσμο, συνηθισμένο άλλα να ακούει στα μπαλκόνια και άλλα να γίνονται, είναι αρκετά, για την ώρα. Θέλει πρωτίστως να σταματήσει η κατρακύλα και μετά βλέπουμε, λέει στις δημοσκοπήσεις.
Η απαίτηση, ανυποχώρητη απαίτηση, είναι να τιμωρηθούν οι ένοχοι, οι κλέφτες, όσοι μας έφεραν ώς εδώ. Η κυβέρνηση θα δώσει κρίσιμες εξετάσεις σ’ αυτό. Αν δεν το πράξει ή το πράξει ελλιπώς, θα καταγραφεί στη λαϊκή συνείδηση ότι προσφέροντας κάλυψη γίνεται συνένοχος.
Οι ένοχοι σκανδάλων και αθέμιτων προμηθειών είναι συνήθως στενά, άρρηκτα συνδεδεμένοι με αυτούς ακριβώς τους εταίρους που μας κατηγορούν ότι αφήνουμε άθικτους τους ύποπτους για αθέμιτο πλουτισμό. Λαδώθηκαν πολλοί εδώ, αλλά ποιοι τους λάδωναν; Δεν είναι τυχαίο ότι το βράδυ ρωτήθηκε ο Σόιμπλε για τον Χριστοφοράκο και το άλλο πρωί αυτοκτόνησε (ή «αυτοκτόνησε») ο Γερμανός υπάλληλος που μοίραζε το «λάδι». Πολλοί Ευρωπαίοι κυβερνώντες που μας κατηγορούν για αδράνεια, θα βρεθούν σύντομα απέναντι σε κάθε απόπειρα κάθαρσης. Η αποκάλυψη και τιμωρία των ενόχων είναι όπλο στα χέρια της κυβέρνησης αλλά η χρήση του δεν θέλει μόνο αρετή, θέλει κυρίως τόλμη. Χρήσιμες οι αντιδράσεις για την επιτευχθείσα συμφωνία αλλά κρίσιμη η απαίτηση (όσων κοινοβουλευτικά και κομματικά επέδειξαν την επιβαλλόμενη ευαισθησία) να συγκροτηθεί η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τον καταλογισμό ευθυνών σε εκείνους που έφεραν τα μνημόνια και υπήγαγαν τη χώρα στο Αγγλικό Δίκαιο.
Οι αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο είναι απαίτηση που δεν μπορεί να μένει εσαεί ανεκπλήρωτη, όση αντίδραση και αν προβάλλει η Γερμανία.
Είναι προφανές ότι η επιλογή να δοθεί η μάχη εντός του ευρώ επέβαλλε εξ αρχής περιορισμούς. Είναι εξίσου προφανές ότι κανείς -ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη- δεν προσφέρει πειστική απάντηση για το τι μπορεί να συμβεί σε περίπτωση GRexit. Γι’ αυτό άλλοι την προβάλλουν ως απειλή για την Ελλάδα κι άλλοι ως καταστροφή για την Ε.Ε. Η ελληνική έξοδος είναι όπλο προπαγάνδας, όχι σταθμισμένη τοποθέτηση. Η Γερμανία κέρδισε ό,τι κέρδισε επειδή είναι πιο ισχυρή, όχι επειδή ήταν σίγουρη πως δεν κινδύνευε από την ελληνική έξοδο.
Τέλος, και ανεξάρτητα από τις εξελίξεις των ημερών: Στην προοπτική του ορατού μέλλοντος δεν τίθεται ζήτημα ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος. Εντός του προβλέπεται να ζήσουμε για όσο βλέπει το μάτι μας. Επειδή, όμως, οι παγκοσμιοποιημένοι ισοπεδωτές των εθνών και των ανθρώπων δεν μπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους, να εξαφανίσουν πολιτισμούς και ελευθερίες, μπορεί «ο καθείς με τα όπλα του» να προσπαθήσει για το καλύτερο. Και να τα καταφέρει.