του Κώστα Λιβιεράτου
Σημείωμα για το Κιβώτιο*
Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στο Κιβώτιο δεν είναι μόνο οι εμμονές του πρωταγωνιστή – ο ψυχαναγκασμός του να διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια την αποστολή αυτοκτονίας της οποίας είναι ο μόνος επιζών, να καταγράψει βήμα προς βήμα τη μεταφορά του μυστηριώδους κιβώτιου μέσα από μια διαδρομή που ξαναγυρνάει κι αυτή εμμονικά στα ίδια σημεία, η μανία του να επανέρχεται στα ίδια συμβάντα επιβεβαιώνοντας, διορθώνοντας ή διαψεύδοντάς τα, προβάλλοντας εναλλακτικές μα πάντα εξοντωτικά ορθολογικές εκδοχές και ερμηνείες τους. Είναι επίσης μια άλλη βαθύτερη εμμονή στον ίδιο το λόγο του κειμένου: η καθήλωση της αφήγησης μέσα στον κύκλο της άμεσης εμπειρίας του ήρωα, σε ό,τι έχει προσλάβει με τις αισθήσεις του τις μέρες της πορείας, ή και άλλες παλιότερες, που αποδίδονται όλα μέσα από ένα είδος φωτογραφικής μνήμης. Παραδόξως –κι εδώ βρίσκεται από μια άποψη το τραγικό της υπόθεσης– σ’ ένα κείμενο που αφορά καταρχήν έναν εμφύλιο πόλεμο, μια μεγάλη αναμέτρηση δύο κόσμων και δύο κοσμοαντιλήψεων στην ελληνική αλλά και την παγκόσμια σκηνή, δεν βρίσκει κανείς σχεδόν καμία προβολή θέσεων και επιχειρημάτων, συζήτηση απόψεων και ιδεών, έκφραση επιθυμιών, ελπίδων και οραμάτων. Βλέπει μόνο τ’ απολιθώματά τους να ξεπροβάλλουν αραιά εδώ κι εκεί, σαν ερείπια και κουφάρια σ’ ένα εγκαταλειμμένο θέατρο πολέμου. Παραδείγματα: ο όρκος του εθελοντή στην αποστολή: «είμαι έτοιμος να θυσιάσω ακόμα και τη ζωή μου για την επιτυχία της, που θα μας χαρίσει την τελική νίκη εδώ στον τόπο μας, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην παγκόσμια επικράτηση του σοσιαλισμού και της αδελφοσύνης των λαών» (σ. 52)˙ η εκλογίκευση της εσωκομματικής σύγκρουσης: «(… το ξέραμε βεβαίως όλοι μας, αλλά δεν πειράζει, ποτέ δεν βλάπτει μια μικρή υπόμνηση) ότι οι εκκαθαρίσεις όχι μόνο δεν εξασθενούν ποτέ το Κόμμα μας, μα απεναντίας το δυναμώνουν» (σ. 53)˙ ή μια στοχοθεσία στα όρια της παρωδίας: «έπρεπε (αν θέλαμε να γίνει σωστά η δουλειά) να πέσουν βόμβες από αέρος δίπλα στα άλογα και να καταμετρηθούν οι αντιδράσεις τους… Οι βόμβες από αέρος ήταν ένα ιδανικό προς το οποίο έπρεπε να τείνουμε, δεδομένου όμως ότι το ιδανικό που λέμε είναι ανέφικτο στις δοσμένες αντικειμενικές συνθήκες… Τελικά, ο τότε υποδιοικητής Βελισάριος πρότεινε να γίνει το τεστ με βαρελότα και πυροτεχνήματα» (σ. 110). Στις 285 σελίδες του βιβλίου, τα παραπάνω είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα των λίγων αναφορών που ξεπερνούν το εδώ και τώρα του ήρωα μεταφέροντας κάποιο ευρύτερο νόημα, σοβαρό ή αστείο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το μυθιστόρημα εξαντλείται σε ξερές περιγραφές και νευρωτικές ανακυκλώσεις δεδομένων. Υπάρχουν αντίθετα στιγμές αυθεντικού ποιητικού ρεαλισμού που συγκεράζουν με απαράμιλλη δύναμη τη συγκίνηση και τη φρίκη, όπως η συνάντηση του ήρωα με την ακρωτηριασμένη γυναίκα του (σ. 264-8), όπου και η φράση: «μα τη στιγμή εκείνη τόξερα πως αν άφηνα τη ματιά μου να γλιστρήσει, θα έφτανε λίγο παρακάτω στο κενό, θα γκρεμιζότανε η ματιά μου, αρνούμενη να στρίψει αριστερά, αρνούμενη να σχεδιάσει το κομμένο της μπράτσο, και έκανα απότομα μεταβολή, γύρισα την πλάτη μου στη Ρένα και της είπα πως μπορούσε να ντυθεί…»˙ όπως η διατεταγμένη εκτέλεση συντρόφων από συντρόφους (σ. 287-90), που καταλήγει: «δεν πονάει μια σφαίρα στην καρδιά, δεν προφταίνεις να πονέσεις, μια και πεθαίνεις αμέσως, επί τόπου και πέφτεις όντας ήδη πτώμα, έχοντας μείνει όρθιο πτώμα για ένα ελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου»˙ ή όπως ο θάνατος του τελευταίου συνοδοιπόρου (σ. 269-72), που προαναγγέλλεται με πάθος: «πού να το φανταζόμουνα πως την άλλη κιόλας μέρα θα ξανάφερνα στη μνήμη μου τα λόγια του, καπνίζοντας το τσιγάρο μου δίπλα στον τάφο του και θα μ’ έπιανε μια αβάσταχτη θλίψη και πίκρα» (σ. 251). Ωστόσο, κι αυτές οι αφηγήσεις γίνονται με τα ίδια λιτά μέσα, δίχως προσφυγή σε έντεχνες μεταφορές, υψιπέτιδες ιδέες ή λυρικές εξάρσεις. Εμμένοντας στην πεζότητα και την ποίηση των πραγμάτων, η «υλιστική» αυτή ματιά υπογραμμίζει τον κλειστό ορίζοντα, σήμα κατατεθέν του μυθιστορήματος, που το σφραγίζει από παντού: από τη σχεδόν αδιαπέραστη ψυχοσύνθεση του στρατευμένου αγωνιστή μέχρι την τυφλή πορεία και την τελική απομόνωσή του σε τέσσερεις τοίχους, αλλά και μέχρι τον ευρύτερο κόσμο στον οποίο ανήκει, εκείνον του εμφυλίου πολέμου. Έτσι η περιχαρακωμένη εμπειρία δεν αποδεσμεύεται, μόνο δονείται εσωτερικά˙ αυτή η εμμένεια, που θα ήταν ο φιλοσοφικός όρος που της αντιστοιχεί, δεν γνωρίζει καμία υπέρβαση˙ ο κλειστός ορίζοντας δεν ξεπερνιέται ποτέ, μόνο καταρρέει, κι ο ουρανός δεν ανοίγει πάνω απ’ τον ήρωα, απλώς του πέφτει στο κεφάλι, καθώς η ιδεολογική βεβαιότητα και η ψυχική του ασφάλεια διαλύονται από την παρατεταμένη, αναπάντητη ανάκριση. Η αμφιβολία για την ταυτότητα («λενινιστική»; «δογματική»; ή μήπως «κυβερνητική»;) και για την ίδια την ύπαρξη του ανακριτή, δεν τον απελευθερώνει, τον οδηγεί απλώς στην παράνοια˙ γιατί τα γεγονότα είναι γνωστά αλλά το νόημα έχει χαθεί. Ο αφηγητής άλλωστε δεν γελιέται για την κατάσταση του υλικού του: «… έχω μόνο θρύψαλα, χαλάσματα του πολέμου, της κατοχής, του εμφυλίου πολέμου, και το κυριότερο, δεν έχω μπροστά μου την εικόνα που πρέπει να συναρμολογήσω» (σ. 157).
Παρ’ όλα αυτά το βιβλίο δεν καταφάσκει μοιρολατρικά στο αδιέξοδο. Όχι τουλάχιστον χωρίς να υπαινιχθεί κάποια κρυφά ή χαμένα περάσματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πιο θετικά και συγκινησιακά φορτισμένες σκηνές έχουν να κάνουν με στιγμές συντροφικότητας, όπως η παθιασμένη συνάντηση του ήρωα με τη Ρένα (σ. 260), η κατοπινή συνεργασία τους για την εμφάνιση του σημειώματος (σ. 268), ή η αυτοθυσία του Λυσίμαχου (σ. 269). Και δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις ελάχιστες διαφυγές απ’ αυτό τον αδιάβατο κόσμο, μια τέτοια ιδανική συντροφική ανάμνηση, όπου ο ήρωας και οι δύο γκαρδιακοί του φίλοι κωπηλατούν σε μια βάρκα τραγουδώντας σε διάφορες γλώσσες τη Διεθνή, συνδέεται με την αναφορά σ’ έναν ορίζοντα έστω για λίγο ανοιχτό: «Ο Αλέκος τραγούδαγε κοιτάζοντας κάπου μακριά, πάνω απ’ τα κεφάλια μας, εκεί στο βάθος του ορίζοντα, όπου ενώνονταν ο ουρανός κι η θάλασσα . . .» (σ. 185).
*
Το Κιβώτιο είναι λοιπόν ένα σπάνιο λογοτεχνικό και πολιτικό επίτευγμα: ένα μοντέρνο μυθιστόρημα, θεμελιωμένο με θαυμαστή συνέπεια σε μια οριακή «υλιστική» γραφή, που προαναγγέλλει μάλιστα ορισμένες κρίσιμες τροπές του μεταμοντερνισμού (υπονόμευση από τα μέσα της μεγάλης αφήγησης, χαμαιλεοντισμός του υποκειμένου, αιμορραγία του νοήματος)˙ και είναι ταυτόχρονα, με τα ίδια αυτά μέσα της λογοτεχνίας, η πιο διεξοδική και σπαρακτική αυτοκριτική της ιστορικής αριστεράς, όσον αφορά τους κομματικούς λόγους και μηχανισμούς της, που εμπεριέχει μάλιστα το σπέρμα μιας ευρύτερης κριτικής των σύγχρονων ολοκληρωτικών μοντέλων διακυβέρνησης σε Ανατολή και Δύση. Οι αντίρροπες συγκυρίες της συγγραφής (στην καρδιά της ψυχροπολεμικής, μετεμφυλιακής και χουντικής περιόδου) και της έκδοσής του (στην αρχή της μεταπολίτευσης) θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει σε μια μοναδική ευκαιρία. Φανταστείτε, δίπλα στη σχετικά ζωηρή υποδοχή που του επιφύλαξαν οι λογοτεχνικοί κύκλοι, να είχε επιχειρηθεί μια συζήτηση για το βιβλίο στους κόλπους της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς, που θα άφηνε πίσω τις εντεταλμένες κομματικές αυτοκριτικές, όπως και τα σεμνά αλτουσεριανά «στοιχεία αυτοκριτικής», για να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο: στα φαντασιακά όρια της θεωρίας, τις ιδεολογικές βεβαιότητες της πρωτοπορίας, τα τραυματικά βιώματα της ήττας. Η ευκαιρία χάθηκε, μαζί με πολλές άλλες, προηγούμενες κι επόμενες – μαζί με ό,τι θα μπορούσε να ανακόψει την τότε επικράτηση του ΚΚΕ στην ελληνική αριστερά, όσο και τη φανερή πλέον κατάρρευση της εύθραυστης εκείνης αριστερής ιδεολογικής και πολιτιστικής ηγεμονίας που σημάδεψε τα μεταπολιτευτικά χρόνια. Οι λόγοι ήταν πολλοί, και οι περισσότεροι είχαν βέβαια να κάνουν με τους ίδιους τους κλειστούς ορίζοντες της σκέψης και της πράξης που ψηλαφεί το Κιβώτιο και που αναγνωρίζονται σήμερα σ’ όλους τους καφκικούς μηχανισμούς του διοικούμενου κόσμου – από τα κόμματα και τις εταιρείες μέχρι τα δικαστήρια κι από τις μαφίες μέχρι την τρόικα. Οι λόγοι ήταν πολλοί, αλλά υπήρχε ένας που κόστιζε περισσότερο: η δυσκολία να αναμετρηθεί κανείς με μια τόσο φοβερή φράση όσο αυτή της σελίδας 287: «μόνο οι δικοί μας δε μιλάνε, ακόμα κι όταν τους στήνουνε στον τοίχο οι δικοί μας».
* Η εξαιρετική θεατρική διασκευή του Κιβώτιου που παίζεται κάθε Παρασκευή στο Studio Μαυρομιχάλη από τον Φώτη Μακρή φέρνει στο προσκήνιο το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου. Η παράσταση συνοδεύεται κάθε φορά από συζήτηση με προσκεκλημένο ομιλητή. Στη δική μου συμβολή στις 23/1/2017 είχε την αφετηρία του αυτό το κείμενο.