Σε μια κατάσταση χωρίς πολλές «σταθερές» δεν είναι εύκολο να επιλέξει κανείς πεδίο ερμηνείας μιας εκλογικής στάσης. Ποια πράγματα λειτουργούν, ποια δίνουν τον τόνο, πώς μπαίνει αλλά και πώς βγαίνει κανείς από το μπλε παραβάν. Υπάρχει λοιπόν ένα γενικό φόντο, υπάρχει μια κατάσταση πνευμάτων, υπάρχει και η διαρκής επενέργεια της Πολιτικής. Αυτά σίγουρα καθορίζουν –και μάλιστα όλα μαζί– το πώς στέκεται ο καθένας απέναντι στην ίδια του την ψήφο. Πέντε σκέψεις γι’ αυτό:

ΠΡΩΤΟΝ, το ειδικό καθεστώς που έχει επιβληθεί στη χώρα εδώ και χρόνια, «παράγει» μέσα από ιδιαίτερους δρόμους μια ανάλογη μορφή κοινωνικής συνείδησης. Γιατί όταν όλα μοιάζουν αποφασισμένα έξωθεν και άνωθεν, όταν οι ράγες του τρένου είναι σταθερές και το επιτρεπτό πλαίσιο της πολιτικής είναι συμφωνημένο, τότε εκατομμύρια άνθρωποι ζούμε σε μια χώρα, νιώθοντας πως αυτή δε μας ανήκει, πως δεν έχουμε μερίδιο στην «ιδιοκτησία» της, πώς η μοίρα της δε μας λογαριάζει, κι η βούλησή μας δεν έχει το παραμικρό αντίκτυπο. Τι μένει; Μια αίσθηση διαχείρισης των πραγμάτων, ένας ρόλος θεατή που μπορεί στο τέλος το έργο να του άρεσε ή όχι αλλά μέχρι εκεί. Η μεταδημοκρατία α λα ελληνικά συνυπάρχει με μια γενική δήμευση της χώρας, της υλικής και πνευματικής της περιουσίας, τέτοια που κάνει την ιστορία να μοιάζει κλειστή και γραμμένη.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ζούμε σε καιρούς χωρίς ελπίδα. Και δεν είναι μόνο η κατάσταση, το βίωμα, οι συνθήκες που μιλούν από μόνες τους. Κανένα από τα εκλογικά διλήμματα που στήθηκαν τόσο οργανωμένα, δε χωρούσε τη σκέψη πως τα πράγματα μπορούν όντως να πάνε καλύτερα. Κανένας στόχος, έστω μικρός, που να μπορούσε να συνεπάρει ή να συγκινήσει. Αντιθέτως, παντού κυριάρχησε το χαμήλωμα του πήχη ή το πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα. Πόσο άδειοι, και άνευροι είναι στόχοι σαν τον «να μη βγει η Δεξιά», «μη ρίξεις άκυρο γιατί θα τους ενισχύσεις» μέχρι το «μια φωνή στη Βουλή»; Λες και πρέπει να αποφασίζουμε με το κομπιουτεράκι. Κι έτσι οι προτάσεις αφορούσαν αποκλειστικά τη διαχείριση μιας δεδομένης και κλιμακούμενης μιζέριας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον έκανε ο καθένας τους λογαριασμούς του. Σαν ιδιώτης κυρίως παρά πολίτης, κατανάλωσε εκείνο το ψηφοδέλτιο που του φάνηκε για κάποιους λόγους συμβατότερο. Άλλος προτίμησε κάποια υπόσχεση επιδόματος, άλλος τη λαϊκή εξουσία, άλλος τίμησε τις οικογενειακές του παραδόσεις.

ΤΡΙΤΟΝ, εδώ και χρόνια δεν υπάρχουν αγώνες που να μπορούν να συγκροτήσουν ένα μαζικό ρεύμα μέσα στην κοινωνία. Μάχες δίνονται, άνθρωποι στέκονται με αξιοπρέπεια, η αλληλεγγύη δεν έχει χαθεί, εντούτοις αυτά εκφράζονται πιο αποσπασματικά, σαν επεισόδια, χωρίς διάρκεια. Κυρίως όμως χωρίς να ακουμπούν το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας με τρόπο πολιτικό. Δηλαδή με μεγάλους στόχους, με μεγάλες ενότητες, με μεγάλες διεργασίες. Αν αυτά τα τρία λείπουν απουσιάζει κι αυτό το απαραίτητο αίσθημα του ανήκειν που μόνο η πραγματική συμμετοχή σε κάτι «ευρύτερο» μπορεί να δημιουργήσει. Τι προσφέρεται; Παρέες και πιάτσες, κομματικές σχέσεις, αγώνες «γενικώς» και τώρα ψηφοδέλτια. Και κάπου ανάμεσα στον «άμεσο περίγυρο» και την «κοινοβουλευτική εκπροσώπηση» οι διαθέσεις παγώνουν ή ξοδεύονται. Η κάθε πολιτική δύναμη επιδιώκει απλά τη φθορά του αντιπάλου και ό,τι αρπάξει από αυτή. Δε ζούμε όμως στο 2010 και τα «ώριμα φρούτα». Ο πολιτικός ρεαλισμός ή και κυνισμός έχουν κερδίσει πόντους μέσα στην κοινωνία. Χωρίς αυτό το ρεύμα, ως χώρο αναφοράς και συμμετοχής, ως χώρο πραγματικής οικοδόμησης, τα «κενά» θα καλύπτονται πιο ιδιοτελώς.

ΤΕΤΑΡΤΟΝ, είναι μάλλον προφανές ότι έχουν γιγαντωθεί όλοι οι μηχανισμοί χειραγώγησης των κοινωνιών και των ανθρώπων. Δεν είναι μόνο το καθεαυτό ψέμα ή η προπαγάνδα. Είναι επίσης η επιλογή της ατζέντας, οι προτεραιότητες που επιβάλλονται στο δημόσιο διάλογο, οι σιωπές. Μαζί και ο βομβαρδισμός γεγονότων με τρόπο άτακτο αλλά και μελετημένο έτσι ώστε να δημιουργεί μια σκέψη σε θραύσματα, αδύναμη να ιεραρχήσει το σημαντικό, να προστατευτεί από το επουσιώδες, να συγκεντρωθεί. Όλα γίνονται αισθητική, στυλ, φάση, προφίλ. Στα μεσημεριανάδικα και στα social media οι υποψήφιοι και τα «προγράμματα» θέλουν κυρίως να κάνουν «εντύπωση», να πουληθούν ως προϊόν στο φιλοθεάμον κοινό. Και το φαινόμενο αυτό είναι απολύτως διακομματικό. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα. Η πολιτική χειραγώγηση. Αυτή που όταν τα πράγματα δυσκολεύουν εφευρίσκει πολιτικές γραμμές που θα τα σπρώξουν προς την επιθυμητή πλευρά. Πολιτική χειραγώγηση που αποτελεί εξαιρετικής σημασίας διαδικασία για το σύστημα, αφού οι αντιδράσεις πρέπει να διατηρούνται σε κάποια πλαίσια, να εκτονώνονται, να ενσωματώνονται. Το παράδειγμα των Τεμπών είναι χαρακτηριστικό. Τα δυο εκατομμύρια ανθρώπων που διαδήλωσαν εκείνες τις μέρες, έπρεπε με άμεσο τρόπο να μεταμορφωθούν σε δυνάμει ψηφοφόρους ενόψει εκλογών, όπου το κάθε κόμμα θα έπαιρνε τελικά ό,τι του αντιστοιχούσε. Έτσι αντιμετωπίστηκε η οργή και ο θυμός της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα. Από όλους.

ΠΕΜΠΤΟ, η πανδημία τέλειωσε αλλά πέραν από τους θανάτους άφησε και πολλά κουσούρια. Κυρίως τον φόβο, μαζί και τη πειθάρχηση σε όλα τα μέτρα, πολλά εξ’ αυτών συνειδητά παράλογα. Θα περίμενε κανείς να χρεωθεί ο Μητσοτάκης την καταστροφική διαχείριση, όμως ίσως τα πράγματα να λειτουργούν και διαφορετικά. Χωρίς καμιά σοβαρή αντιπολίτευση ήταν αυτός που πάλεψε με κάθε δυνατό μέσο έναν εξωτερικό εχθρό, τον κορωνοϊό. Αυτό τουλάχιστον προβλήθηκε ως αφήγηση με σκοπό να τον παρουσιάσει ως «αποτελεσματικό», «ικανό», «αποφασιστικό» ηγέτη. Εξάλλου, όλη η λογική των «φυσικών κινδύνων», ακόμα περισσότερο η φυσικοποίηση κάποιων φαινομένων –που απλά μας τυχαίνουν– ενισχύει μια εκδοχή πολιτικής τεχνοκρατικής και υπαγμένης σε αναγκαιότητες που εκπορεύονται από την τάχα μία και μοναδική επιστήμη. Μαζί και ένα αίσθημα του «τουλάχιστον ας γλυτώσουμε» και δώστου μια ακόμα θυσία, κόστος, υποταγή. Ξανά εδώ η διαχείριση ή καλύτερα η λογική της διαχείρισης στο τιμόνι.

Δεν είναι και λίγα όλα αυτά, δεν μπορούμε λοιπόν μόνο να πέφτουμε από τα σύννεφα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!