Ο κοινοτισμός στον Κωνσταντίνο Καραβίδα δεν είναι κοσμοθεωρία, σχέδιο κοινωνικής αναμόρφωσης, ιδέα ή πρόταγμα. Με την λέξη εννοεί, ό,τι αποκαλούμε εμείς σήμερα κοινά (commons). Τον κοινοτισμό, γράφει, δεν πρέπει να τον πάρουμε σαν νομικό ή λογικό κατασκεύασμα ή σαν ρεύμα πνευματικό. Δεν είναι σύστημα διοικητικού δικαίου, ένας δημοκρατικός τρόπος άσκησης, τοπικά, της κρατικής εξουσίας, αλλά αυθύπαρκτο γεγονός, που μάλιστα ως επί το πλείστον δεν πήρε καν θετική νομική μορφή, αλλά στάθηκε στην περιοχή των εθίμων, αυτοτελής και αυτοκαθοριζόμενος στη βάση δυναμικών γεωοικονομικών νόμων, στη βάση των παραδόσεων και της πολιτικής εξέλιξης κάθε χώρας. Ο κοινοτισμός είναι «πνεύμα ζωής», «βίωσις», δεδομένο οικονομικό και βιολογικό και εμφανίζεται με πολυάριθμες μορφές οργάνωσης, με μια σειρά σχηματισμούς που ο Καραβίδας ονομάζει κοινοτικούς ή εταιρικούς, ή απλώς συντροφικούς.
Τα πρώτα κύτταρα της ομαδικής ζωής, κατά τον Καραβίδα, είναι η οικογένεια και η κοινότητα. Η ελεύθερη κοινότητα είναι ο φυσικός σχηματισμός που συνήγαγε και συγκρότησε σε δεύτερη βαθμίδα οργάνωσης τις πρωτόγονες πατριές. Ονομάζει κοινότητα μια ομάδα ανθρώπων σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος της χώρας –έναν μόνιμο λαό σε δεδομένο τόπο– οι οποίοι, ασκώντας μια παραγωγική εργασία, αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητα κοινά προβλήματα που απαιτούν άμεση λύση και γι’ αυτόν τον σκοπό (πρέπει να) διαθέτουν μια απόλυτη εξουσία για να αυτοδιοικούνται.
Ο κοινοτικός τρόπος οργάνωσης, στον Καραβίδα, ορίζεται σε συνάρτηση με τις διαπροσωπικές σχέσεις, σχέσεις αμεσότητας και εγγύτητας, που έχουν την αιτία τους μέσα στην ίδια την κοινότητα και όχι έξω από αυτήν, την τοπικοποίηση, το εθιμικό δίκαιο και προπάντων με τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη τις οποίες γεννάει και προϋποθέτει η παραγωγική εργασία που αναλαμβάνεται από κοινού.
Η κοινότητα στον Καραβίδα είναι αυστηρά μια εργαζόμενη κοινότητα, αυτοδιαχειριζόμενη, βασίζεται στην κοινή κτήση, είναι ένα ολικό κοινωνικό φαινόμενο. Πραγματική κοινότητα, γράφει, δεν υπάρχει εάν λείπει ο παλμός της οργανωμένης εργασίας που δημιουργεί επιτόπια πλούτο, συνθέτει τις ομάδες και τις ζωντανεύει σε πραγματικά ενδιαφέροντα, η ισορροπία των οποίων, και μόνη, κάνει μερικές λειτουργίες απαραίτητες, επιβάλλει την καθίδρυση εξουσίας και αποτελεί συνεπώς την κοινότητα. Η εξουσία μέσα στην κοινότητα είναι αυτοφυής και αυτόνομη, απορρέει από αυτήν και τελειώνει επίσης μέσα σε αυτήν.
***
Η κοινότητα στον Καραβίδα δεν είναι ένα οικονομικό, αλλά ένα ολικό κοινωνικό φαινόμενο. Οι συστατικές λειτουργίες της, κυρίως παραγωγικού χαρακτήρα, δεν συνδέονται με το άμεσο καπιταλιστικό κέρδος. Αποτελούν, ωστόσο, την κύρια προϋπόθεση για τον ορθό προσανατολισμό της παραγωγής, αλλά και για την εν γένει αγωγή του πληθυσμού. Ο Καραβίδας συναρτά τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ιδιότητα του πολίτη, την ίδια την ελευθερία, με τη συμμετοχή και μάλιστα με τη μορφή της παραγωγικής εργασίας μέσα στην κοινοτική ομάδα.
Ο Καραβίδας επικεντρώνεται στη χειραφέτηση και την αυτονομία των μικρών ομάδων τις οποίες δεν κουράζεται να αντιπαραβάλει με τις απρόσωπες μάζες. Οι κοινότητες για τις οποίες μιλάει, δεν είναι σε καμία περίπτωση περίφρακτες και ομοιογενείς, διαρθρωμένες με άξονα μια ενιαία θρησκεία, το έθνος, τη φυλή ή την παράδοση.
Η κοινότητα που μελετάει ο Καραβίδας είναι αστοχωρική, την αντιλαμβάνεται σαν ένα δίκτυο σχέσεων, σχέσεων επικοινωνίας ανάμεσα στην ορεινή Ελλάδα, τα αστικά κέντρα του ελληνικού εθνικού κράτους και τις ελληνικές παροικίες. Ο δυναμισμός του ελληνικού χωριού συνίσταται στη μερική αποεδαφικοποίησή του, δεν είναι παρά το ζωτικό κέντρο σχέσεων που εκτείνονται πολύ πέραν από αυτό και είναι αυτές οι σχέσεις που εξασφαλίζουν την επιβίωσή του. Το ελληνικό χωριό (και γενικότερα το χωριό στη Μεσόγειο) δεν είναι ένας προνεωτερικός σχηματισμός καταδικασμένος να εξαλειφθεί με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αντίθετα θα μπορούσε, να αποβεί δυναμικό στοιχείο ενός νεωτερικού εκσυγχρονισμού, εναλλακτικού στον ατλαντικό καπιταλισμό.
Με την αναγκαστική αναδίπλωση του ελληνισμού εντός των εθνικών συνόρων η οικογένεια, που μέχρι τώρα ήταν βασικά μεταναστευτική, θα πρέπει να γίνει «συνεργείο παραγωγής» και η κοινότητα, που δεν ήταν παρά «βάση εξορμήσεως», «κέντρο παραγωγής». Η εκβιομηχάνιση θα μπορούσε να αναληφθεί από τον κόσμο της υπαίθρου με τη χρηματοδότηση της διασποράς σε Ευρώπη και Αμερική. Η αγροτική οικογένεια στη Μεσόγειο, μπορεί να επιβιώσει μόνο σαν ένα περίπλοκο οικονομικό πολυώνυμο, απορρίπτοντας την εξειδίκευση, ασκώντας μια μεγάλη ποικιλία διαφορετικών δραστηριοτήτων, συγκεντρώνοντας πόρους από ετερόκλητες πηγές.
Ο Καραβίδας δίνει μια θαυμάσια περιγραφή του ανθρώπου που δημιουργεί αυτή η πολυπραγμοσύνη, του ανθρώπινου τύπου που βρίσκεται στη βάση του ελληνικού εθνικού χαρακτήρα με τα καλά του και τα στραβά του. Αυτοί οι εγωκεντρικοί πολυπράγμονες άνθρωποι, οικογένειες που προστατεύουν ζηλότυπα την ιδιοκτησία τους, βουνίσιοι και νησιώτες με μια μακριά και ισχυρή παράδοση ανεξαρτησίας από την κρατική εξουσία, καλλιεργητές εδώ και χιλιετηρίδες οικογενειακών κλήρων, είναι ατίθασοι και απείθαρχοι πληθυσμοί που ρέπουν εγγενώς προς την αναρχία, αλλά και για τους ίδιους λόγους, σε ορισμένες –σπάνιες μάλλον– στιγμές, δημιουργούν υψηλής ποιότητας κοινοτικό πολιτισμό, τον οποίο διέπει η σύζευξη ατομικής ιδιοκτησίας και κοινής κτήσης.
Ο Καραβίδας τοποθετείται ρητά εναντίον του «απόλυτου δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας». Εξηγεί ότι στην πραγματικότητα της ελληνικής υπαίθρου, δεν υπάρχει καθεαυτή ιδιωτική ιδιοκτησία, αλλά μια κοινωνική αναγνώριση ενός δικαιώματος νομής. Η φυσική της ύπαρξη εξαρτάται, ανά πάσα στιγμή, από τη συνείδηση όλων των ενοίκων της περιοχής, χωρικών και τσοπάνηδων, και είναι εξασφαλισμένη μόνον αν αποτελεί ομαδική κατάκτηση, αναγνωρισμένο τίτλο πολιτισμού και όχι απλώς ένα στοιχείο πλούτου νομικά αναγνωρισμένο. Από τον Καραβίδα μαθαίνουμε πόσο δέσποζαν, ακόμη και τη δεκαετία του 1930,τα κοινά στην ελληνική ύπαιθρο. Το χωράφι δεν βρισκόταν στην κυριότητα του χωρικού, παρά μόνο όσο ήταν σπαρμένο. Σε αγρανάπαυση, γινόταν μέρος των κοινοτικών βοσκοτόπων από την ενοικίαση των οποίων η κοινότητα αντλούσε το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της.
Ο Καραβίδας, πολύ σωστά, αντιλαμβάνεται το βάρος και τον δυναμισμό των μικροαστικών στρωμάτων στην ελληνική κοινωνία και επίσης το ότι ο «εργατικός λαός» απαρτίζεται από ανθρώπους που σήμερα είναι μισθωτοί, αύριο αυτοαπασχολούμενοι ή μικροεργοδότες, από εργαζόμενους που δουλεύουν μεροκάματο και συγχρόνως αναλαμβάνουν εργολαβίες για τον εαυτό τους, ή συμπληρώνουν το εισόδημά τους με κάποιο ενοίκιο, ένα έμβασμα κτλ. Όμως, το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι αυτό που θέλει να εξάγει ο Καραβίδας –ότι δηλαδή στην Ελλάδα οι ταξικές συγκρούσεις θα μπορούσαν να διαμεσολαβηθούν μέσω των κοινοτήτων, οι οποίες σαν οριζόντιες διαταξικές ομαδοποιήσεις θα απορροφούσαν τις κάθετες ταξικές σχέσεις.
***
Ο Καραβίδας, ωστόσο, δεν θα καταφέρει τελικά να αποσκιρτήσει από την τάξη του και σταδιακά θα σιωπήσει, ενώ εν τω μεταξύ θα έχει δει –πολύ λίγα χρόνια μετά– την κοινοτική του δημοκρατία ολοζώντανη πραγματικότητα στην Ελλάδα της Κυβέρνησης του Βουνού. Γιατί πράγματι, αυτό ήταν η ελεύθερη Ελλάδα του ΕΑΜ: μια κοινοτική δημοκρατία. Ήταν το ΚΚΕ που, τυπικά προσηλωμένο στο γράμμα της μοσχοβίτικης ορθοδοξίας, στην πράξη εφάρμοσε το πρόγραμμα του Καραβίδα.
Το εκρηκτικό δυναμικό που έκρυβε ο κοινοτισμός, και το οποίο σωστά διέγνωσε ο Καραβίδας, βγήκε στην επιφάνεια με τη γερμανική κατοχή κατά τον απελευθερωτικό αγώνα. Με τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών κατά τον εμφύλιο, την καταστολή του μετεμφυλιακού κράτους και πιο πρόσφατα με τη διοχέτευση του ευρωπαϊκού χρήματος από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ η αστική τάξη φαίνεται επιτέλους να κατάφερε να ξεμπερδέψει μ’ αυτή την κληρονομιά ανεξαρτησίας.