του Σπύρου Κακουριώτη

«Ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο και τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι αλλιώς». Σε αυτό το αξίωμα βασίζει την αισιοδοξία του ο Καντίντ, τις περιπέτειες του οποίου αφηγείται ο Βολταίρος στο ομότιτλο έργο, που θεωρείται το αριστούργημά του.

Μια τέτοια απόφανση δεν μπορεί παρά να προκαλεί σήμερα ειρωνικά χαμόγελα, θυμίζοντάς μας επικίνδυνα τη μονοδιάστατη σκέψη και την ΤΙΝΑ της νεοφιλελεύθερης βουλγκάτας. Τα ίδια όμως χαμόγελα θα πρέπει να προκαλούσε και στους αναγνώστες του καιρού του, που το 1759 ζούσαν ήδη τον πρώτο πραγματικά παγκόσμιο πόλεμο των νεότερων χρόνων, τον Επταετή Πόλεμο.

Οι περί θείας πρόνοιας αντιλήψεις του Λάιμπνιτς, που στάθηκαν η αφορμή γι’ αυτή την ευφρόσυνη αλληγορία του Βολταίρου, είχαν ήδη δεχτεί θανάσιμο πλήγμα από τον καταστροφικό σεισμό της Λισσαβώνας, το 1755, με τους χιλιάδες νεκρούς του, που οδήγησε τους φιλόσοφους της εποχής να ασχοληθούν με το πρόβλημα του κακού, θέτοντας εν αμφιβόλω την αγαθότητα του θείου –με τον ίδιο περίπου τρόπο που η δεκαετής ήδη κρίση κλόνισε την πίστη στην αγαθότητα της αγοράς…

Οι περιπέτειες του Καντίντ στις πέντε ηπείρους, μια «δημοσιογραφική» ανασκόπηση των συμφορών που κατατρύχουν την υφήλιο, απογυμνώνουν σταδιακά τον ήρωα από την αισιοδοξία του, που, όπως ομολογεί, δεν είναι παρά «η άρρωστη συνήθεια να λες ότι όλα πηγαίνουν καλά ενώ πάνε όλα χάλια». Αυτή η συνειδητοποίηση δεν οδηγεί τον Καντίντ στην αποθάρρυνση αλλά, αντιθέτως, στην πράξη: «Πρέπει να καλλιεργήσουμε τον κήπο μας», αναφωνεί στην κατακλείδα του έργου –μια φράση που ερμηνεύτηκε πολλαπλώς, και με αντιφατικούς τρόπους.

Αυτή η ακροτελεύτια φράση αποτελεί ένα από τα κλειδιά της προσέγγισης του Θωμά Μοσχόπουλου στον βολταιρικό Καντίντ, που αντιμετωπίζεται σαν ένα αφήγημα ενηλικίωσης: ο ήρωας θα πάψει πλέον να υφίσταται τις περιπέτειές του, για να γίνει ο ίδιος δημιουργός τους –πιο μετριοπαθής, χωρίς ψευδαισθήσεις, αλλά και πιο αποτελεσματικός…

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, στη διασκευή του για την παράσταση του Θεάτρου Πόρτα, επικεντρώνεται σε ένα έλασσον επεισόδιο που ο Βολταίρος πρόσθεσε μεταγενέστερα: την επίσκεψη του ήρωα, κατά την παραμονή του στο Παρίσι, στο φιλοσοφικό-χαρτοπαικτικό σαλόνι της μαρκησίας ντε Παρλινιάκ. Μεταπλάθοντας και προσθέτοντας διαλόγους, το μετατρέπει σε μια σκηνή πάνω στην οποία ο Καντίντ θα αφηγηθεί στους παρευρισκόμενους κάποιες από τις περιπέτειές του.

Με τρόπο σκηνικά ευρηματικό, η αφήγηση θα χρησιμοποιήσει το όχημα του θεάτρου για να προχωρήσει –ένα «θέατρο μέσα στο θέατρο», όπου οι καλεσμένοι μετατρέπονται σε ήρωες των περιπετειών του Καντίντ, συχνά μπαίνοντας και βγαίνοντας από τον ρόλο αυτό, σχολιάζοντας τον ίδιο τους τον ρόλο, ώστε και ο ίδιος ο ήρωας να αναρωτηθεί: «Ποιος είμαι; Ο Καντίντ ή κάποιος που τον ονειρεύτηκε κάποιος άλλος;»

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος «καλλιεργεί» τον δικό του κήπο με τον τρόπο που ξέρει καλύτερα. Μιλά για το θέατρο, χρησιμοποιώντας τον λόγο του Βολταίρου («– Πόσα θεατρικά έργα έχετε στη Γαλλία; – Τέσσερις-πέντε χιλιάδες. – Πολλά είναι. Και πόσα είναι καλά; – Δεκαπέντε-δεκάξι. – Πολλά είναι»), και φέρνει τη θεατρική πράξη στο επίκεντρο, δημιουργώντας μια αισιόδοξη παράσταση για τη δύναμη της θεατρικής αφήγησης, μία από τις καλύτερες παραστάσεις του φετινού θεατρικού χειμώνα.

Έχοντας πολύ καλή αίσθηση του ρυθμού και εικαστική ματιά, ο σκηνοθέτης οδηγεί σε ένα εξπρεσιονιστικό παίξιμο την ομάδα των νεότερων ηθοποιών με τους οποίους συνεργάζεται, τον Μιχάλη Συριόπουλο στον ομώνυμο ρόλο και τους Ελένη Βλάχου, Ειρήνη Μπούνταλη, Ευσταθία Τσαπαρέλη, Μάνο Γαλανή, Παντελή Βασιλόπουλο, Φοίβο Συμεωνίδη, Βασίλη Κουλακιώτη, Δημήτρη Φουρλή. Το λιτό αλλά λειτουργικό σκηνικό φιλοτέχνησε η Ευαγγελία Θεριανού και τα κοστούμια η Κλαιρ Μπρέισγουελ.

Θέατρο Πόρτα,
Παρασκευή – Σάββατο, 21.15, Κυριακή, 18.30.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!