Εισαγωγή – Επιμέλεια: Γιώργος Παπαϊωάννου
Συμπληρώθηκαν αυτές τις μέρες 27 χρόνια από τον θάνατο του Γιάννη Χοντζέα (1930-1994) που υπήρξε μια ξεχωριστή περίπτωση στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας. Η προσφορά του είναι ξεχωριστή γιατί διαπερνιέται από ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αντιμετώπισε τα σημαντικά πολιτικά και θεωρητικά ζητήματα με έναν βαθύ, πλούσιο και διεισδυτικό τρόπο. Αναμετρήθηκε ουσιαστικά με τα επιχειρήματα της «αντίπαλης πλευράς» χωρίς να τα υποτιμά ή να ξεμπερδεύει εύκολα και συνθηματολογικά. Απεχθανόταν τις μεγαλοστομίες και τις φανφάρες και δεν επαναπαύθηκε σε «σταθερά σχήματα». Είχε έναν ανεξάρτητο τρόπο σκέψης που δεν περιορίστηκε στις ανάγκες της «στιγμής» ή των «μικρόκοσμων». Έβλεπε με έναν πιο στρατηγικό τρόπο τις προοπτικές του πολιτικού κινήματος, καθοριζόμενος όχι από φτηνές εσωτερικές διαμάχες και ανούσιες πλευρές αλλά από επιλογές με μεγάλη ιστορική σημασία. Επέμενε στο «χώνεμα της πείρας» και την αυτοκριτική ως αναγκαία στοιχεία για κάθε νέα προσπάθεια. Και βέβαια δεν εξαργύρωσε με οποιοδήποτε τρόπο αγώνες και θυσίες, δεν συμπεριφέρθηκε σαν βετεράνος όπως έκαναν τόσοι άλλοι με πολύ πολύ μικρότερο βάρος.
Από την άποψη αυτή, το έργο του αξίζει να μελετηθεί και διαθέτει ένα βάθος και μια «φρεσκάδα» η οποία μπορεί να εκπλήξει κάποιον που θα το προσεγγίσει για πρώτη φορά. [Πέρα από πληροφορίες, άρθρα και αποσπάσματα που μπορούν να αναζητηθούν στο διαδίκτυο, μια σειρά βιβλίων του Γιάννη Χοντζέα θα βρει κανείς επικοινωνώντας με τις εκδόσεις Α/συνεχεια]
Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε σήμερα ορισμένα αποσπάσματα από το βιβλίο «Το “τέλος” του κομμουνισμού» (εκδ. Α/συνεχεια, 444 σελίδες, 1993). Το έργο αυτό δεν γράφτηκε σε ουδέτερο χρόνο, δεν αποτελεί μια «ψύχραιμη» και «νηφάλια» ανασκόπηση. Γράφτηκε (αρχικά με τη μορφή ξεχωριστών σημειωμάτων-άρθρων που αργότερα πήραν τη μορφή ολοκληρωμένου τόμου) εν μέσω των μεγάλων γεγονότων που οδήγησαν στην πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά και σημαντικότατων ιδεολογικών διεργασιών στο επίπεδο τόσο των κυρίαρχων τάξεων όσο και των απλών ανθρώπων. Το βιβλίο αποτελεί μια διαδρομή που συνδέει την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος με τις ουσιαστικές θεωρητικές πλευρές τόσο της εξέλιξης και της μετάλλαξής του, όσο και των αντίπαλων ιδεολογιών και της αντιπαράθεσής τους με αυτό.
Το βιβλίο χωρίζεται σε 20 κεφάλαια. Παρουσιάζουμε λίγα αποσπάσματα από τα τελευταία κεφάλαια. Σε αυτά, ο αναγνώστης θα βρει τις σκέψεις του Γ. Χοντζέα για την κοινωνία που προετοιμάζεται στο έδαφος της Νέας Τάξης Πραγμάτων (την οποία είχε εξαγγείλει, μιλώντας για τον πρώτο πόλεμο στον Ιράκ, ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος λίγους μήνες πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο). Ο συγγραφέας επιχειρεί μια κριτική στις θεωρίες της δήθεν «ενιαίας και αδιαίρετης» γνώσης και στο αφήγημα της εποχής –στο οποίο είχαν ενσωματωθεί και όλοι οι πρώην (ή και «επιμένοντες») κομμουνιστές– που έβλεπε έναν νέο θαυμαστό κόσμο να ξεπροβάλλει.
Ο Γ. Χοντζέας δίνει ιδιαίτερη σημασία στο επίπεδο της συνείδησης και του εποικοδομήματος. Η σκέψη του δεν καθορίζεται από τον οικονομισμό που από ένα σημείο κι έπειτα κυριάρχησε σε διάφορους χώρους. Γράφει σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου (σελ. 423): «Η υλική βία, με τις διάφορες μορφές της, δίχως την φαντασμαγορική διαμεσολάβηση (πραγματικό – ονειρικό) θα ήταν ανίσχυρη να επιβάλει όσα επέβαλε. Στην υλική βία (οικονομικά – όπλα – καταπίεση) είναι ενταγμένη αυτή η φαντασμαγορική διαμεσολάβηση, αποτελεί συστατικό της στοιχείο, παρά την επιμονή στο φορμαλισμό της δημοκρατίας».
Ακόμα, αντιμετωπίζει με βαθύ τρόπο τα ζητήματα της γνώσης και της επιστήμης, όπως θα διαπιστωθεί (στο μέτρο που επιτρέπει ο περιορισμένος χώρος της εφημερίδας) και στα αποσπάσματα που παρουσιάζουμε. Σε ένα άλλο σημείο (σελ. 165) διατυπώνει μια σημαντική θέση: «Στις μεταβολές στη δομή του συστήματος, η “εσωτερική κινητήρια αιτία” ήταν το πέρασμα από την τυπική στην πραγματική και στην πιο αναπτυγμένη πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Η ποιοτική αυτή αλλαγή, που θεωρητικά προβλήθηκε από τον Μαρξ, είχε σαν αποτέλεσμα τη μετατροπή, κατά συνέπεια, της τυπικής υπαγωγής της επιστήμης και σε πραγματική και σε μια πιο αναπτυγμένη μορφή πραγματικής υπαγωγής».
Στα αποσπάσματα που ακολουθούν, ο Γ. Χοντζέας περιγράφει το «μπιγκ μπανγκ», τη «νέα εποχή» που οραματίζονταν τότε οι πιο προχωρημένοι θύλακες του συστήματος, αλλά και το «νέο είδους» που ήθελαν να εκκολαφθεί. Οι ομοιότητες όσων σκιαγραφούνταν τρεις δεκαετίες πριν, με το σημερινό όραμα των ελίτ για μια «Μεγάλη Επανεκκίνηση» είναι εντυπωσιακές. Αυτός είναι κι ο λόγος που τα αποσπάσματα αυτά αποκτούν μια ιδιαίτερη επικαιρότητα. Αλλά και που ίσως ταρακουνήσουν τη σκέψη μας σε μια εποχή στην οποία πλέον κάθε κριτική στο μοντέλο κοινωνίας και ανθρώπου που οικοδομείται βαφτίζεται ανορθολογισμός και τερατολογία.
Οι πειραματισμοί με τις τερατουπόλεις-στρατόπεδα συγκέντρωσης νέου τύπου θα συνεχιστούν, έτσι που οι νέες πολιτείες θα μπορούν να ελέγχουν την κατάσταση σ’ αυτές, αλλά δίχως να συγχρωτίζονται μ’ αυτές. Οι μετα-μοντέρνοι μηχανικοί, αρχιτέκτονες, περιβαλλοντολόγοι, δουλεύουν κι αυτοί εντατικά. Τα έξυπνα σούπερ-ρομπότ θα μπορούν να επιτηρούν το «παλιό είδος». Και τα εργαστήρια θα υψώνονται πολυόροφα, εναέρια, περιφερόμενα. Τα 3/4 της γης και παραπάνω θα λύσουν το πρόβλημα των πυρηνικών, τοξικών κ.ά. αποβλήτων και το 1/4 θα καθοριστεί έτσι που να είναι απρόσβλητο.
Ιερατεία και διάσπαση της Γνώσης
…Τώρα, μετά τη «δημοκρατία» που είναι αδιαίρετη, έγινε αδιαίρετη και η κοινωνία. Άντε να μιλήσεις για μη αδιαίρετη Γνώση. Με χοντροκοπιές και ειρωνείες του είδους «το 1 είναι αστικό και το 2 προλεταριακό;» προσπερνούν ενοχλητικά ερωτηματικά και έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους. Το γεγονός πως σήμερα «ψάχνονται» πολλοί για να δουν τι είναι επιστήμη, τι είναι Ιδεολογία ή ιδεολογία, τι είναι γνώση, τι είναι Γνώση, τι είναι πληροφορία, αποδείχνει πως η Γνώση «διχοτομήθηκε» ή διχάστηκε πριν από τη «διάσπαση του ατόμου». «Εξωτερικά» μπορεί να τοποθετηθεί στις αρχές του αιώνα με την ασθένεια του επιστημονισμού. Από τότε, κι όχι τυχαία, νομοθετεί ο καθένας και ανεβάζει στο βάθρο της Επιστήμης εκείνο που θεωρεί πως τον συμφέρει να αποχτήσει τέτοια υπόσταση. Και η Δημοκρατία (η αδιαίρετη) και η Γνώση (η αδιαίρετη) «ψάχνονται» ακόμα. Η «αδιαίρετη δημοκρατία» ή η «αδιαίρετη γνώση» του τέλους του 18ου αιώνα, θεωρούνταν ότι αποτελούσαν την οργανική ενότητα του Ορθού Λόγου, επομένως της ιστορίας και της λογικής. Η αντίστροφη πορεία θα οδηγήσει τον Χέγκελ στον αφορισμό για το «ό,τι είναι πραγματικό, είναι λογικό» και αντίστροφα.
Η «ουτοπία» συμβιβάστηκε. Ο «καθαρός» και ο «πρακτικός λόγος» συγχωνεύτηκαν. Ήταν μια απεικόνιση αυτού που συνέβαινε. Ο εξωραϊσμός δεν ήταν απαραίτητος. Γιατί διαμορφωνόταν ο συνασπισμός της Συμμαχίας για να συγκρατήσει την «ορθολογικοποίηση» των κοινωνιών. Το ουσιαστικό διαζύγιο λογικής (επιστήμης, γνώσης) και ιστορίας επέβαλε την προσφυγή στον πατέρα Καντ, που είχε «προβλέψει» τα πράγματα, όταν προβλήθηκε μια άλλη δύναμη που διασπούσε, δίχαζε αυτή την πλασματική ενότητα λογικής και ιστορίας. Έτσι ο καθαρός και πρακτικός λόγος θα δεσπόσει στη Γνώση.
Είναι ενιαία λοιπόν η Γνώση; Πρόκειται για μεθοδολογική διαίρεση ή αδιάκοπα ο διχασμός αυτός διευρύνεται; Ο θετικισμός και ο νεοθετικισμός επιστρατεύεται για να ενοποιήσει τα πράγματα. Η κατάταξή του η ιστορική, που αναφέρθηκε αλλού, βόλεψε την κατάσταση. Οι ενιαιοποιήσεις αυτές ήταν ουσιαστικές ή μεθοδολογικές; Σε εποχές θυελλώδικες η φαινομενολογία ανυψώθηκε σε υπέρτατο κριτή καταγγέλλοντας τις μυστικές διπλότητες των «μεταφυσικών θεωριών» (πρώτος βέβαια και κύριος στόχος ο μαρξισμός) και ένα μεγάλο μέρος του λεγόμενου «δυτικοευρωπαϊκού μαρξισμού» τα πήγε πολύ καλά με τον υπέρτατο κριτή.
Η εξάλειψη του κομμουνισμού, του μαρξισμού, με τις διπλότητες, τις «κρυμμένες ουσίες» και η αναγωγή της επιστήμης, της τεχνικής σαν Γνώσης-Δύναμης πιστοποιεί την ενότητα –που αποκαταστάθηκε ύστερα από τις περιπέτειες του «θρησκευτικού φανατισμού των σοσιαλκομμουνιστών»– της λογικής (επιστήμης) και της ιστορίας (δημοκρατίας) σε έναν Ορθολογισμό που συνδέθηκε άμεσα με τον Ορθολογισμό του 18ου αιώνα, του Σμιθ όμως κι όχι του Ροβεσπιέρου, για να έχουμε το νου μας! (Ο Σμιθ ο ταλαίπωρος χώνεται παντού).
Ο διχασμός, ο πρώτος μεγάλος διχασμός, ήταν συνέπεια της αστικής επανάστασης. Ο δεύτερος μεγάλος διχασμός, ήταν συνέπεια της αναπτυγμένης πραγματικής υπαγωγής της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο με την είσοδο του καπιταλισμού στο στάδιο της «ρύθμισης» μέσα στα πλαίσια των μεγάλων μονοπωλιακών ενώσεων. Ενώ λοιπόν οικειοποιούνταν την εργατική γνώση, την πείρα και τη μη θεσμοποιημένη γνώση, επιλεκτικά εκμηδένισε τη σημασία της και σε κάθε αναδιάρθρωση περιόριζε, συρρίκνωνε τους χώρους άσκησης αυτής της γνώσης. Είχαμε δηλαδή έναν πόλεμο ανάμεσα στη Γνώση και στη γνώση. Αλλά και την εποχή αυτή της δόξας της ΕΤΕ έχει γραφτεί και καταγγελθεί η καταστροφή της γνώσης και της εμπειρίας σε περιοχές της Αφρικής, και όχι μονάχα, από την επιδρομή της θεσμοποιημένης Γνώσης που αγνοώντας όλη αυτή τη «δεξαμενή γνώσης» εφάρμοσε καταστρεπτικές για την οικονομία των περιοχών αυτών γνώσεις και μεθόδους.
Η ενεργειακή κρίση δεν έφερε στο προσκήνιο πρακτικές και γνώσεις σχετικές που χρησιμοποιούνται σε πολλές περιοχές του κόσμου στον ενεργειακό τομέα; Αυτό βέβαια θα καταταχτεί σε στήλες που θα αποδείχνουν πως δεν συνιστούν παρά δευτερεύουσες πλευρές.
Όμως ας πάμε σε άλλες πλευρές. Έχει επιβληθεί τυχαία ο διαχωρισμός σε φυσικές και σε κοινωνικές επιστήμες και ο διαχωρισμός είναι μονάχα μεθοδολογικός αφού ξαναδενόμαστε με τον 18ο αιώνα; Και δω το ζήτημα είναι ποιοτικό και όχι ποσοτικό. «Μα τι γνώσεις υπήρχαν τότε»; Ο φιλόσοφος ο τοτινός ήταν κοινωνικός επιστήμονας ή φυσικός επιστήμονας; Εδώ ακόμα και στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας το 1837, η Ιατρική ήταν τμήμα της Φιλοσοφικής (οι ιατροφιλόσοφοι). Η ποσότητα των γνώσεων επέβαλε μια ποιοτική αλλαγή στις διαιρέσεις, τις εξειδικεύσεις κ.λπ. Αυτό το ίδιο το γεγονός τι πιστοποιεί; Αυτός ο ολοένα και πιο εκτεταμένος καταμερισμός δεν αποξενώνει όλο και μεγαλύτερο αριθμό εργατών της επιστήμης από έναν ολοένα και μεγαλύτερο όγκο γνώσεων; Οι κομπιούτερς, οι νέες βιβλιοθήκες του αιώνα, κανονικά θα έπρεπε να έχουν σαν αποτέλεσμα την υπερνίκηση του κατατεμαχισμού της γνώσης, Όμως, όπως βλέπουμε συμβαίνει το αντίθετο. Κι έχουμε μια πυραμιδοποίηση όπου η συντριπτικά μεγαλύτερη μάζα επιστημόνων και τεχνικών ξεπέφτει στη θέση ενός ειδικευμένου εργάτη αρχικά, ενός μισο-ειδικευμένου τεχνίτη στη συνέχεια, εγώ η κορυφή που κατέχει τις πληροφορίες και τη Γνώση όλο και στενεύει. Έπειτα βλέπουμε τη διάσπαση του προϊόντος της γνώσης σε πληροφορίες και σε γνώσεις. Κι έχουν βαλθεί πλήθος από επιστημολόγους να ξεκαθαρίσουν τι είναι πληροφορία και τι είναι γνώση. (Αφού βρισκόμαστε και στην κοινωνία της πληροφορίας). Αυτό και μόνο τι δείχνει;
Αλλά τα πιο φανερά δείγματα αδιαίρετης γνώσης δεν είναι αυτά που συμβαίνουν στην ίδια τη ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες. Οι ίδιοι οι φλογεροί κήρυκες του οικουμενισμού των πάντων «αποδέχονται» (αυτό είναι κομψό, δεν αποδέχονται απλά) μια ορισμένη εκτίμηση για το παραγωγικό και τεχνολογικό δυναμικό των χωρών τους που κρίνεται άχρηστο, γιατί βέβαια τέθηκε σκόπιμα σε αχρηστία για να διευκολύνει την «επιτάχυνση». Αυτή η επιστημονική αξιολόγηση υποτίθεται ότι γίνεται με βάση κάποια κριτήρια. Ποια είναι αυτά; Ένα παράδειγμα: η Μπούντεσμπανκ, η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, σε έκθεσή της για τη νομισματική ενοποίηση των «δύο Γερμανιών», αναφέρθηκε στο σύστημα της Ανατολικής Γερμανίας που είχε δημιουργηθεί για τη σύνδεση του πληροφορικού συστήματος της Κεντρικής Τράπεζάς της με τις παραγωγικές μονάδες και τα υποκαταστήματά της. Και διαπίστωνε πως ήταν αξιοσημείωτο πως είχε προχωρήσει σε αριθμητική κωδικοποίηση όλων των στηλών, κονδυλίων, εγγράφων κ.λπ., πράγμα που άφηνε να εννοηθεί πως δεν το είχε πετύχει τότε η ίδια. Και ύστερα από την υμνολογία αυτή το συμπέρασμα: αυτό δεν είναι συμβατό με το δικό μας σύστημα γι’ αυτό πρέπει να ξηλωθεί, να γίνουν όλα από την αρχή κ.λπ. Τι δεν ήταν «συμβατό»; Το ότι αυτή η κομπιουτεροποίηση περιόριζε σημαντικά την ανάγκη κυκλοφορίας νομίσματος, αφού με τις εγγραφές και την κωδικοποίηση εξασφαλίζονταν η καταγραφή και ο έλεγχος.
Επομένως η τεχνική έννοια «συμβατότητα» είναι δεδομένη για όλους και για όλα. Και δω πρόκειται για νούμερα, αριθμητικές έννοιες που δεν είναι, σύμφωνα με τα χαριτολογήματα, «ούτε αστικές ούτε προλεταριακές». Γιατί οι έννοιες αυτές, «συμβατότητες» κ.λπ., δεν κινούνται σε έναν κόσμο ομοιογενή δίχως «κρυμμένες» διπλότητες και διφορούμενα. Και η μεγαλύτερη διάσπαση της Γνώσης είναι εκείνη που χωρίζει τη Γνώση· και κατακομματιάζοντάς την, την επαναφέρει, την αναγάγει, τη συγκεντροποιεί προς «τα πάνω» με μονόδρομη κίνηση: όχι από τα κάτω προς τα πάνω και από τα πάνω προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω: κι από κει διασπασμένη, διχασμένη, διυλισμένη, γίνεται μια «γνώση» που δίνεται σαν «πληροφορία» ή όπως αλλιώς θέλετε, αλλά δεν είναι η ίδια που ανιχνεύτηκε, υποβλήθηκε σε επεξεργασία, συγκρίθηκε, ολοκληρώθηκε κ.λπ. Έτσι έχουμε μια ιδιότυπη επιστροφή στα «ιερατεία» προκατακλυσμιαίων εποχών. Κι έτσι η Γνώση-Δύναμη και τα γνωστά! Κι αυτή είναι μια πρόκληση, πραγματική πρόκληση, για τους καιρούς που ζούμε και έρχονται. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Ορθολογισμό, την αδιαίρετη Γνώση των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών του 18ου αιώνα; Έχουμε μια ενιαία, ακέραια Γνώση, μια και μοναδική Επιστήμη και μια Τεχνική ουδέτερη που αρκεί να την καταχτήσει κανείς και να τη χρησιμοποιήσει και υπηρετεί οτιδήποτε;
Αλλά όπως είδαμε οι «διχασμοί», οι «κρυμμένες ουσίες», οι «διπλότητες» πάνε. Τώρα έχουμε: αδιαίρετη Δημοκρατία, αδιαίρετο Πλανήτη, αδιαίρετη Γνώση, αδιαίρετη Κοινωνία. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αναχθεί στον Ορθολογισμό του 18ου αιώνα, αφού ο Ορθολογισμός αγωνιζόταν με πολύ χειροπιαστούς εχθρούς. Κοινωνία, συμφέροντα συντεχνιακά ή μη συντεχνιακά (ποιος αναγνωρίζει πως έχει τέτοια συμφέροντα;) συναίνεση ανάμεσα στα συμφέροντα ίσον αρμονία. Όλες αυτές οι αφελέστατες κατασκευές είναι εκείνες που αποτελούν το απόσταγμα της Γνώσης στα τέλη αυτού του αιώνα.
(σελ. 380-384)
«Κοινωνία των Πολιτών» και μισθωτή εργασία
…Από καιρό έχουμε περάσει στην εποχή των «ξύπνιων» κι αυτό ήταν το «γεφυράκι» για να διαβούν το ρυάκι, γιατί αυτό είχε μείνει από το χάσμα. Η αντι-ιδεολογία ή το πάχος των φενακισμών, που αδιάκοπα βαραίνει πάνω στα υποκείμενα αυτών των φαντασμαγοριών είναι το εποικοδόμημα αυτής της δήθεν αντι-ιδεολογίας.
Από τη μια πλευρά η υπερέξαρση του σούπερ-ατομικισμού, εγωκεντρισμού, της με κάθε τρόπο αναρρίχησης, και από την άλλη η αυστηρότητα της ιεραρχίας της «μισθωτής κοινωνίας». Οι «ξύπνιοι» ανήκουν στους πρώτους, σ’ αυτούς δηλαδή που έχουν το χάρισμα. Όλοι οι άλλοι που δεν έχουν το χάρισμα, οφείλουν να σέβονται την ιεραρχία. Οι πρώτοι, «μισθωτοί» είναι κι αυτοί, αφού οι μεγάλες οντότητες είναι απρόσωπες, όπως απρόσωπα είναι και τα υλικά τους στηρίγματα: ΕΤΕ δηλαδή, κομπιούτερς κ.λπ. Δεν υπάρχει στην κοινωνία αυτή κανένας που να μην είναι μισθωτός: Η τεχνοδομή του σήμερα αδιάκοπα οργισμένου Γκαλμπραίηθ (από τους τελευταίους μοϊκανούς του κεϋνσιανισμού). Το πάθος, το κίνητρο της ατομικής κατάφασης, επιβεβαίωσης, πραγματοποίησης ωθεί αυτό το «στρώμα» να μισθωτοποιείται, κατευθύνοντας κορπορέισον, ζαϊμπάτσου, κοντσέρν, να εργάζεται, να αναλώνεται «για ένα μισθό» με τα συμπαρομαρτούντα (εδώ η ιεραρχία γίνεται μια βιβλική σκάλα που η βάση της είναι παραπάνω από ορατή αλλά η κορυφή της χάνεται στην διαμονή του Ιεχωβά). Όλος αυτός ο κόσμος συγκροτεί την «κοινωνία των πολιτών» που αναδύθηκε στα χρόνια αυτά για να ξαναδεθούμε πάλι με τον 18ο αιώνα.
Η κοινωνία των πολιτών ήταν η αστική κοινωνία. Κι επειδή θέλουμε από το ένα μέρος να θριαμβεύει ο καπιταλισμός, αλλά και να έχει την ιδιότητα να επαναστατικοποιεί, όχι μόνο τις παραγωγικές δυνάμεις αλλά και τις παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις, επινοούμε μια επανέκδοση της ανερχόμενης –άρα ρωμαλέας– αστικής τάξης και τη συνδέουμε με αδιάκοπες επαναστατικοποιήσεις στον κοινωνικό τομέα. Έτσι κάνουμε σκόνη τον σοσιαλισμό που ήθελε την ομοιομορφία των απλών μισθωτών και δίνουμε στους «δικούς μας» μισθωτούς εξυπνάδα και πλούτο όχι στα ίσα κατανεμημένο (αυτό είναι ανοησία), γιατί τότε θα εξαλείφονταν τα κίνητρα. Τώρα δε μας χρειάζεται και πολύ να κοπανάμε τη «μισθωτή κοινωνία» και πάλι η «μισθωτή κοινωνία», γιατί πρέπει να εθιστούμε σε μια άλλη κοινωνία που το «μισθωτός» δεν θα εξυπηρετεί. Και μέχρι νεωτέρας διαταγής, το «Κοινωνία των πολιτών» –έτσι σκέτο– εξοικονομεί καλύτερα τα πράγματα. Όσο για την ποιοτική ή ειδολογική περιγραφή, το «μεταβιομηχανική κοινωνία» (ερμηνεύει έτσι θετικά και δημιουργικά την αποβιομηχάνιση) ή «κοινωνία της πληροφορίας» ταιριάζει απόλυτα με το ότι πολιτικά έχουμε περάσει στην οικοδόμηση της «νέας τάξης» παντού. Η οικοδόμηση μιας «νέας τάξης» περνάει από εκτεταμένες αποβιομηχανοποιήσεις (το αρνητικό της αναδιάρθρωσης) δηλαδή εκτεταμένη ανεργία, απομισθωτοποίηση. Επομένως, από μια στο έπακρο «κοινωνική κινητικότητα», μαζικές μετατοπίσεις πληθυσμού, και από το αναπόφευκτο «τίμημα της προόδου», που φορτώνεται στον Αριστοτέλη: την ευρύτατη περιθωριοποίηση ενός 10-20% του ενεργού πληθυσμού για την ώρα στις πιο αναπτυγμένες χώρες. Από τους υπόλοιπους, το «τίμημα» απαιτεί ένα 10-20% να μην κατατάσσεται στους άνεργους (η τεχνογνωσία εδώ είναι μεταβιβάσιμη) αφού είναι εκείνο που κατατάσσεται, στην ελαστικοποιημένη κατηγορία της «πρόσκαιρης» ή «μερικής εργασίας». «Είναι υποτιμητικό», έγραφε ένας από τους γκουρού της Γουώλ Στρητ στο Fortune, «να χτυπάνε χάμπουργκερ αυτοί που καταφέρνουν να βρίσκουν δουλειά χτυπώντας χάμπουργκερ».
Η τεχνογνωσία απόκρυψης της ανεργίας μαζί με την τεχνογνωσία «ελαστικοποίησης» της απασχόλησης αποτελούν μεταβατικές καταστάσεις σε πρωτοπόρες –στην «απελευθέρωση της αγοράς εργασίας»– χώρες, που αποτελεί ακόμα μια τεχνογνωσία σε πλήρη εξέλιξη.
(σελ. 399-401)
Η προετοιμασία της «Μεγάλης Εποχής»
Η «μεταβιομηχανική» ανεργία και εξαθλίωση –«οριζόντια και κάθετη»– από τη Νέα Υόρκη (ανατιναγμένη πολιτεία) μέχρι τη Μανίλα και από το Λίβερπουλ, μέχρι την αχρήστευση παραγωγικού δυναμικού που χτίστηκε με το αίμα και τον ιδρώτα εκατομμυρίων ανθρώπων στις ανατολικές χώρες –και πρώτα στην ΕΣΣΔ– αποτελεί το «τίμημα της προόδου» για την Εποχή της «Μεγάλης Ευημερίας». Σύμφωνα με τον Γκόρμπυ, αυτή η Εποχή είναι η εποχή του 21ου αιώνα. Κάτι ξέρει αυτός…
Οι πραγματικά κινούντες τα νήματα προετοιμάζουν ένα νέο «Μπιγκ Μπανγκ», σαν επίγειοι κυρίαρχοι. Τα μυαλά τους έχουν πάρει αέρα και οι λεγεώνες μηχανικών γενετιστών, μηχανικών ευγονιστών, μηχανικών γεωπόνων, μηχανικών γλωσσολόγων, μηχανικών αγροτοβιολόγων, και μακρύς ο κατάλογος των μηχανικών… που καλύπτουν τα πάντα, εργάζονται για να εξαλείψουν κάθε εμπόδιο, για την πτώση στο μηδέν του κόστους με νέες μηχανές, νέα προϊόντα, νέους συνδυασμούς. Το επόμενο βήμα μετά την αποβιομηχάνιση, θα είναι η απο-γεωργοποίηση. Η βιοτεχνολογία θα αντικαταστήσει τη γεωργία. Όλα θα παράγονται από το τίποτα και… για το τίποτα. Μηδέν κόστος, μηδέν εργατική δύναμη, μηδέν κατανάλωση; θα έλεγε το απλοϊκό μυαλό που σκέφτεται με παρωχημένο τρόπο. Δεν είναι έτσι. Θα επιλέγουμε σε λίγο τα είδη, θα σπάσουμε 100% το DNA, αυτό θα επιτρέψει σίγουρο προγραμματισμό στο ανθρώπινο είδος, για φύλο, εξυπνάδα, ικανότητα, σωματική ρώμη ή ντελικάδα, σεξουαλικότητα κ.λπ. Έτσι η νέα εποχή θα έχει τον νέο άνθρωπο σαν νέο είδος, «Το παλιό θα φύγει, θα έρθει το νέο» όπως θα’ λεγε κάποιος «κομμουνιστογενής» ανανήψας. Οι πολιτείες των νέων ανθρώπων ήδη στήνονται. Οι πειραματισμοί με τις τερατουπόλεις-στρατόπεδα συγκέντρωσης νέου τύπου θα συνεχιστούν, έτσι που οι νέες πολιτείες θα μπορούν να ελέγχουν την κατάσταση σ’ αυτές, αλλά δίχως να συγχρωτίζονται μ’ αυτές. Οι μετα-μοντέρνοι μηχανικοί, αρχιτέκτονες, περιβαλλοντολόγοι, δουλεύουν κι αυτοί εντατικά. Τα έξυπνα σούπερ-ρομπότ θα μπορούν να επιτηρούν το «παλιό είδος». Και τα εργαστήρια θα υψώνονται πολυόροφα, εναέρια, περιφερόμενα. Τα 3/4 της γης και παραπάνω θα λύσουν το πρόβλημα των πυρηνικών, τοξικών κ.ά. αποβλήτων και το 1/4 θα καθοριστεί έτσι που να είναι απρόσβλητο.
Μέχρι που να γίνουν όλα αυτά και πολλά άλλα, η πολιτική μεσολάβηση είναι απαραίτητη για την προετοιμασία των όρων για τη Μεγάλη Εποχή. Οι θεσμοί που υπήρχαν –περιφερειακοί, διαπεριφερειακοί– αυξάνονται, οι ολοκληρώσεις πληθαίνουν, ένα πυκνό δίχτυ θα καλύπτει τα πάντα με επάλληλες και παράλληλες δυνάμεις ταχείας επέμβασης, με πολυεπίπεδες αστυνομίες και πολύπλοκα δίχτυα πληροφοριών και με μυαλωμένη και σωστή «διαχείριση του δεύτερου κόσμου» ή αλλιώς της διευρυνόμενης σφαίρας μιας «δεύτερης κοινωνίας», που δίχως αυτήν δεν μπορεί να ζήσει η «πρώτη», αλλά που οφείλει να τη διαχειρίζεται σε όρια που δεν είναι παγιωμένα μια για πάντα (ναρκωτικά κάθε είδους, ο κόσμος της νύχτας, με νέα προϊόντα. Εδώ πραγματικά είναι οργιαστική η ευελιξία, η καινοτομία και η αποδοτικότητα).
(σελ. 406-408)