Ένα στοίχημα που δεν τέθηκε και δεν παλεύτηκε ποτέ. Του Γιώργου Τσίπρα

Ο ευρωπαϊσμός υπήρξε, στο οικονομικό πεδίο, κύρια στρατηγική επιλογή της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα. Η εφαρμογή της καθόρισε κομβικά την μεταπολιτευτική πορεία της χώρας. Ο νεοφιλελευθερισμός αλά ελληνικά είχε ως πολιτικό και ιδεολογικό όχημα την E.E. και τον ευρωπαϊσμό. Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που μεταμόρφωσαν το κοινωνικό τοπίο, η αλλαγή της ταξικής σύνθεσης, ο παραγωγικός προσανατολισμός και εξειδίκευση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, η αποσάθρωση της παραγωγικής βάσης, είχαν ως όχημα και προοπτική τον ευρωπαϊσμό. Σε δυο φάσεις, πριν και μετά το ευρώ. Η δυσμενέστατη για τις υποτελείς τάξεις αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, η διαμόρφωση μιας δυαδικής κοινωνίας και καταστροφή της, περπάτησαν στο όνομα της ενωμένης Ευρώπης. Η κατάκτηση της ηγεμονίας μέσα στην κοινωνία από τον αστισμό, η συνολική από τη μεταπολίτευση μέχρι το 2009 τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης, ιδεολογικού, πολιτικού, κοινωνικού, σφραγίστηκε από την εκπλήρωση και ηγεμόνευση της στρατηγικής επιλογής του ευρωπαϊσμού.
Είναι προφανές πως η ιδεολογική ανασκευή του ευρωπαϊσμού και κυρίως η αντίκρουσή του στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής αποτελούσε αντικειμενικά ένα εξίσου στρατηγικό στοίχημα για την Αριστερά. Αποτελούσε όρο για μια λαϊκή πολιτική δύναμη που θα ήθελε να αλλάξει τους συσχετισμούς. Το στοίχημα αυτό χάθηκε. Στην πραγματικότητα δεν τέθηκε καν, με σοβαρούς όρους να παλευτεί. Αυτή η στρατηγική αποτυχία της ελληνικής Αριστεράς καθορίζει, κατά κύριο λόγο, τη συνολικότερη ιδεολογική και πολιτική της χρεοκοπία, όπως αυτή εκδηλώνεται τα τελευταία 2 χρόνια.

Η υποστολή των αντιιμπεριαλιστικών καθηκόντων
Τέλη της δεκαετίας του ’80, το ΚΚΕ, συγκροτώντας μαζί με την ΕΑΡ τον ενιαίο Συνασπισμό, έχει ήδη υιοθετήσει την ιδεολογική θολούρα της διεθνούς «αλληλεξάρτησης» που εκπέμπει η Μόσχα, και θα αποδεχτεί και τυπικά την ένταξη στην τότε ΕΟΚ την οποία γλυκοκοιτάζει ο τελευταίος Σοβιετικός ηγέτης Γκορμπατσόφ, που φαντασιώνεται ότι η Σοβιετική Ένωση θα συγκροτήσει μαζί της ενιαίο οικονομικό χώρο. Τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς θα διακηρύξουν σε διάφορους τόνους το ξεπερασμένο της λενινιστικής αντίληψης του ιμπεριαλισμού.
Τα επόμενα χρόνια, για ένα μεγάλο μέρος αυτής της Αριστεράς η έξοδος από την E.E. είτε δεν υποστηρίζεται καθόλου είτε ταυτίζεται περίπου με τη διάλυση της E.E. ή με τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη, δηλαδή πρακτικά δεν αποτελεί πολιτικό στόχο. Πάνω-κάτω σε ανάλογα συμπεράσματα θα καταλήξει και το ΚΚΕ που, παρά την κατεξοχήν και «σκληρά» αντιευρωπαϊκή φιλολογία στον πολιτικό του λόγο, ποτέ μετά το 1988 δεν προέβαλε την έξοδο από την E.E. ως ενδιάμεσο πολιτικό στόχο και ως προοπτική που μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς κατ’ ανάγκη να συμπέσει με τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη ή τη λαϊκή εξουσία στην Ελλάδα. Τόσο για το ΚΚΕ όσο και για το παραπάνω τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς το «γλυκό δένει» με την επίκληση μιας τάχα ιμπεριαλιστικής ή μικρο-ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, ορισμός που παίζει κομβικό ρόλο στις αντιλήψεις αυτές.
Στην άλλη πλευρά των θραυσμάτων του 1988-91, ο ΣΥΝ μετά την αποχώρηση του ΚΚΕ της Παπαρήγα, πηγαίνοντας μακρύτερα από ’κει που βρισκόταν το πάλαι ποτέ ΚΚE. Eσ., υιοθέτησε μια εξαιρετικά δεξιά, σχεδόν σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση της E.E.. Δεν είναι ίσως πολύ γνωστό πως η υπερψήφιση του Μάαστριχτ το 1992 δεν ήταν μια δεξιά επιλογή στο φάσμα μόνο της ελληνικής Αριστεράς αλλά και της ίδιας της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ο ΣΥΝ στην Ελλάδα και η Επανίδρυση στην Ιταλία ήταν τα μόνα κόμματα της Αριστεράς σε ολόκληρη την ΕΟΚ που είχαν υπερψηφίσει το Μάαστριχτ. Ακόμη και οι περισσότεροι Πράσινοι όπως και ορισμένοι σοσιαλδημοκράτες (π.χ. περίπτωση Λαφοντέν) είχαν ταχθεί ενάντια. Παρά την αριστερή στροφή θα παραμείνει προσκολλημένος στην πάση θυσία «Ενωμένη Ευρώπη» και θεωρεί κάθε τι άλλο ως «εθνική αναδίπλωση και απομονωτισμό». Η προσκόλληση αυτή αφορά και το Αριστερό Ρεύμα και μετά το 5ο Συνέδριο του 2007. Ταυτόχρονα θα συναντήσουν την προαναφερθείσα αντίπαλη, αντι-Ε.Ε. πτέρυγα της Αριστεράς, πάνω στο ζήτημα του τάχα επιθετικού, αναβαθμιζόμενου ελληνικού καπιταλισμού.
Ποιο είναι, λοιπόν, το κοινό στοιχείο που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Αριστεράς, ευρωπαϊστές και μη, μετά το 1988-91; Το κοινό στοιχείο ήταν η υποστολή αυτών που αποκαλούνται αντι-ιμπεριαλιστικά καθήκοντα, ιδιαίτερα αυτών που συνδέονται με την πρόσδεση της χώρας στο άρμα της E.E. Η υποστολή αυτή έγινε ταυτόχρονα από πολλούς δρόμους, φιλοευρωπαϊκά και αντιευρωπαϊκά, σοσιαλδημοκρατικά και αντικαπιταλιστικά και αντιεξουσιαστικά, συντηρητικά και υπερ-ριζοσπαστικά κ.λπ.
Σήμερα, λίγο πριν την καταστροφή, αναγνωρίζεται από όλο και περισσότερους πως ο αντιιμπεριαλισμός αποτελεί βασικό πυλώνα μιας δύναμης αντίστασης, πως δεν εξαντλείται στην αντίθεση σε επεμβάσεις, στις νατοϊκές βάσεις κ.λπ. Αναγνωρίζεται στο χρέος και τη θηλιά των χρηματοπιστωτικών αγορών, αναγνωρίζεται στην ανάγκη αποτίναξης του ευρώ και εθνικής νομισματικής πολιτικής, στην επιτροπεία, στην οικονομική κατοχή και στην κατάλυση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας από την τρόικα κ.ά. Πριν από το σήμερα, ας πούμε το 2008, οι πτυχές αυτές με άλλη μορφή υπήρχαν ή εμφανίστηκαν αίφνης μετά το Μνημόνιο; Οι αντιθέσεις αυτές υπήρχαν, τα αντι-ιμπεριαλιστικά καθήκοντα υπήρχαν;
Ο αντικαπιταλιστικός αγώνας ή αγώνας ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό σε μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι αλληλένδετος με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, με τον αγώνα για την αποτροπή της παραγωγικής αποσάθρωσης, ενάντια στο μεταπρατικό προσανατολισμό της χώρας κ.λπ. Το κοινωνικό συμπλέκεται με το εθνικό. Και η αντίκρουση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων όλα τα προηγούμενα χρόνια συνδεόταν άρρηκτα με ρήξεις στο πλαίσιο της E.E., τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις, συνθήκες και αποφάσεις, μέχρι την απόσχιση και αποδέσμευση της χώρας.
Στον αντίποδα μιας τέτοιας οπτικής, η ίδια η E.E. θεωρείται ακόμη από τον ΣΥΝ «κεντρικό πεδίο σύγκρουσης των δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς µε το νεοφιλελευθερισμό». Η E.E. και όχι ο κάθε εθνικός χώρος σε συντονισμό με άλλους. Αποκορύφωμα αυτής της οπτικής, απαξιωτικής για τους «εθνικούς» πολιτικούς αγώνες και τις δυνατότητές τους, ήταν η απόρριψη (αρχές του 2010) της ιδέας για δημοψήφισμα στη χώρα μας ενάντια στο Σύμφωνο Σταθερότητας με το παράλογο επιχείρημα ότι το Σύμφωνο έπρεπε να το απορρίψουν από κοινού οι λαοί της E.E., αλλιώς η άρνησή του μόνο στην Ελλάδα συνιστούσε εθνική περιχαράκωση. Λες και η ανάπτυξη αγώνων και κινημάτων σε εθνικό επίπεδο δεν είναι η καλύτερη συμβολή στο υποτιθέμενο «κεντρικό πεδίο σύγκρουσης». Λες και ένα ελληνικό «όχι» στο Σύμφωνο Σταθερότητας δεν θα ήταν η καλύτερη συμβολή σε ένα πανευρωπαϊκό «όχι».
Από την άλλη, η οπτική του ΚΚΕ, που θεωρεί τέτοιου είδους δημοψηφίσματα και ενδιάμεσους στόχους περίπου ως διαχειριστικές λύσεις του καπιταλισμού, δεν έχει μεγάλες διαφορές, επί του πρακτέου…

Οι εθνικιστές Ζαπατίστας
Για τους Ζαπατίστας έχουν εκφραστεί διάφορες κριτικές. Κανείς δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι είναι εθνικιστές, της εθνικής περιχαράκωσης κ.λπ. Και όμως: όταν οι Ζαπατίστας γίνονταν παγκόσμια γνωστοί ανήμερα Πρωτοχρονιά του 1994, καταλαμβάνοντας με τα όπλα πόλεις και χωριά στην επαρχία Τσιάπας, ήθελαν να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην εφαρμογή της NAFTA, συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου στη Βόρεια Αμερική. Το Μεξικό ανήκει στις 15 ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, έχει πολύ ανεπτυγμένη βιομηχανία, ισχυρές εξαγωγές κεφαλαίων κ.λπ. Πολλά κινήματα φτωχών αγροτών, κυρίως στη Λατινική Αμερική, θέτουν ζήτημα διατροφικής ή γεωργικής εθνικής αυτάρκειας, ζήτημα που αναδείχτηκε και από το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης. Εθνική περιχαράκωση κι αυτό;
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού είναι η χωρίς προηγούμενο συγκεντροποίηση οικονομικής δύναμης σε υπερεθνικά κέντρα, η διεθνοποίηση κερδών και εθνικοποίηση ζημιών μέσα από τους μηχανισμούς χρέωσης και απελευθέρωσης αγορών, η «βίαιη» εξειδίκευση χωρών που μεγαλώνει την εξάρτησή τους, ο στραγγαλισμός οικονομιών, η εξωτερική επιβολή νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αν οι άρχουσες τάξεις των χωρών κατά κανόνα (λίγες οι εξαιρέσεις) συναινούν και συμμετέχουν στο παιχνίδι αυτό, οι λαοί των χωρών κατά κανόνα αντιδρούν, αντιμάχονται τις ρυθμίσεις αυτής της διεθνοποίησης.
Η τελευταία έχει ελάχιστα προοδευτικά στοιχεία, με την έννοια της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων σε διεθνή, μάλιστα, κλίμακα. Το αντίθετο. Δεν υπάρχει τίποτε «νομοτελειακό» και καμιά κοινωνικοποίηση σε ένα καταμερισμό που η Ελλάδα παράγει ντομάτες και τουρισμό, η Βουλγαρία software και αλλαντικά και η Γερμανία αυτοκίνητα και υψηλής τεχνολογίας προϊόντα. Η τεχνολογική εξέλιξη επιτρέπει όλο και περισσότερο συγκριτικά με το παρελθόν τη διαφοροποιημένη, σχετικά καθετοποιημένη και σχετικά αυτάρκη παραγωγή κατά τόπους. Αντίθετα, η σύγχρονη υπερεξειδίκευση-μονοκαλλιέργεια, αποκαθετοποίηση και βαθύτερη εξάρτηση ασθενέστερων οικονομιών αποτελεί, κατά κύριο λόγο, πολιτική οικονομική επιλογή των κυρίαρχων της παγκόσμιας οικονομίας. Οι επιλογές αυτές και επιπτώσεις πολλαπλασιάζουν τις αντιθέσεις, δημιουργώντας όρους ευρύτερων κοινωνικών συμμαχιών και μεταβατικών πολιτικών καταστάσεων με ευνοϊκότερους όρους προς την κοινωνική απελευθέρωση για τις καταπιεζόμενες τάξεις. Η αντίθεση προς τη συγκεντροποίηση οικονομικής δύναμης σε διεθνή κλίμακα συμπλέκεται με εσωτερικές ταξικές αντιθέσεις. Η εκ προοιμίου απόρριψη τέτοιων μεταβατικών καταστάσεων ως τάχα «εθνική καπιταλιστική ανάπτυξη» και άλλα παρόμοια αποτελεί μια ρηχή, ανεγκέφαλη φιλολογία για να μη γίνεται τίποτα.
Τέτοιου είδους απόψεις είναι εδώδιμες στην Ευρώπη. Σε όλο τον υπόλοιπο πλανήτη είναι από ανύπαρκτες έως εξαιρετικά περιθωριοποιημένες, που είναι και το λογικότερο. Γιατί στην Ευρώπη; Η ύπαρξη μιας σχετικά ισχυρής Αριστεράς σε πολλές ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, μιας Αριστεράς που τμήματά της έχουν επανειλημμένα πάρει φιλο-ιμπεριαλιστικές θέσεις (Γιουγκοσλαβία, ευρωσύνταγμα, Λιβύη κ.λπ.), και που ταυτόχρονα ασκεί έντονη επιρροή στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή Αριστερά, ίσως δίνει μια εξήγηση.
Ενώ οι τέτοιες απόψεις σε μια χώρα σαν την Ελλάδα εμφανίζονται ως πολύ αριστερές, πολύ ταξικές και πολύ «δύσκολες», στην πραγματικότητα είναι απλώς πολύ βολικές για τους φορείς τους, στο βαθμό που η υποστολή των αντι-ιμπεριαλιστικών καθηκόντων σημαίνει ακριβώς υποστολή και αποφυγή καθηκόντων, μετώπων, αγώνων κ.λπ. με πρόφαση μια καθαρότητα.

Δανοί και Νορβηγοί: Της εθνικής περιχαράκωσης και καθυστερημένοι
Οι δύο χώρες της Ευρώπης με το ισχυρότερο αντι-E.E. μαζικό κίνημα κατά το παρελθόν ήταν η Δανία, εντός της E.E., και η Νορβηγία, εκτός E.E.. Και στις δύο περιπτώσεις είχαν συγκροτηθεί πλατιά μέτωπα του «όχι», από τα οποία εξαιρούνταν μόνο οι φασίστες, έπαιξαν ρόλο στη συγκρότησή τους αριστερές δυνάμεις και είχαν αξιόλογες επιτυχίες.
Στη μεν Νορβηγία είναι χάρη σε αυτό το κίνημα που η χώρα παραμένει εκτός της E.E. μετά από δύο δημοψηφίσματα, ενώ οι Νορβηγοί που αισθάνονται σήμερα ανακούφιση που δεν βρίσκεται η χώρα τους εντός E.E. είναι περισσότεροι.
Στη Δανία τα επιτυχή για το κίνημα του «όχι» δημοψηφίσματα του 1992 και του 2000 δεν έχουν κρατήσει τη Δανία μόνο εκτός του ευρώ (τα δημοσκοπικά ποσοστά υπέρ του ευρώ έχουν πέσει από το 50% το 2009 σε 35% πρόσφατα) αλλά και εκτός άλλων διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και επόμενων συνθηκών. Έτσι, η Δανία ενώ συμμετέχει στην E.E. δεν έχει υιοθετήσει το ευρώ, δεν παίρνει μέρος στον ευρωστρατό, δεν δεσμεύεται από το σύνολο της εξωτερικής πολιτικής της E.E., εξαιρείται επιλεκτικά από διατάξεις που αφορούν τη ασφάλεια και συμμετέχει στη Συνθήκη Σένγκεν με διμερείς συμφωνίες (που πρόσφατα ανέστειλε για ένα διάστημα).
Οι περιπτώσεις αυτές δείχνουν περισσότερο από κάθε άλλο παράδειγμα πως ήταν δυνατόν να επιβληθούν από έναν λαό, όπως και στη χώρα μας, διαφορετικές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο εσωτερικό της όπως βέβαια ήταν δυνατόν να επιβληθεί και η μη ένταξη ή η απόσχιση και αποδέσμευση μιας χώρας χωρίς αυτό να συνδυάζεται με κάποια σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ πρόκειται για κινήματα με προφανή προοδευτικό, δημοκρατικό χαρακτήρα από τα οποία ο λαός βγήκε, σε κάθε περίπτωση, κερδισμένος.
Το μόνο παράδειγμα που απουσιάζει από τον ευρωπαϊκό χώρο δίπλα σε αυτά της Νορβηγίας και της Δανίας ή της Ιρλανδίας θα ήταν αυτό μιας χώρας που θα είχε αποχωρήσει από την E.E., το πιθανότερο με κάποια αστική κυβέρνηση, αλλά κάτω από την πίεση του λαϊκού κινήματος και σε όφελος του λαού. Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι κάτι τέτοιο μπορούσε, κάλλιστα, να είχε συμβεί. Και αυτό τινάζει στον αέρα πολλές από τις ιδεοληψίες και «στενότητες» που τίθενται σε πολλά ζητήματα από το μεγαλύτερο μέρος της αντι-E.E. και της φιλο-E.E. Αριστεράς στην Ελλάδα. Η οποία, πρέπει να πούμε, δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την εμπειρία των παραπάνω χωρών. Η εμπειρία τους δείχνει, το δίχως άλλο, πως ένα «όχι» στο ευρωσύνταγμα, ένα επιτυχές μέτωπο άρνησης της αναθεωρημένης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, ένα όχι στο Σύμφωνο Σταθερότητας, στον ευρωστρατό, στην πώληση της Ολυμπιακής, τότε που ήταν καιρός φυσικά, μπορούσαν να αποτελούν εξαιρετικά σημαντικές νίκες, είτε είχαν απολήξει σε συνολικότερες ρήξεις με την E.E. είτε όχι. Και έτσι θα είχαν χίλιες φορές μεγαλύτερη αξία από όλες μαζί τις διακηρύξεις για το πόσο ταξική, ιμπεριαλιστική και κακή είναι η E.E.

Ο Ασιάτης Νταβούτογλου και ο Ευρωπαίος Ψαριανός
Πολλαπλές ταυτότητες δεν έχει μόνο η Τουρκία του Νταβούτογλου. Η Ελλάδα είναι μια χώρα ταυτόχρονα ευρωπαϊκή, μεσογειακή, βαλκανική και ολίγον ανατολίτικη. Ο περιορισμός της προοπτικής στην ευρωπαϊκή της διάσταση αποτελούσε, έτσι κι αλλιώς, ένα στένεμα δυνατοτήτων. Το σύνηθες ερώτημα «μα Αλβανία θα γίνουμε;» μπορεί να πλέον να απαντηθεί με το ότι γινόμαστε Αλβανία εντός του ευρώ και της E.E. Κι αν δεν μπορούσαμε να έχουμε γίνει Νορβηγία εκτός E.E. μπορούσαμε εκμεταλλευόμενοι τις πολλαπλές μας ταυτότητες και συγκριτικά πλεονεκτήματα να έχουμε υιοθετήσει ένα ανοιχτό αλλά και κλειστό (στους μηχανισμούς απομύζησης και συγκεντροποίησης οικονομικής δύναμης) παραγωγικό μοντέλο και μια πιο πολυδιάστατη θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Με σοσιαλισμό ή και πριν από το σοσιαλισμό (σκάνδαλο!).
Το πολύ χειρότερο ήταν πως ακόμη και σε αυτή την ευρωπαϊκή μονο-διάσταση, η πρόσδεση στα άρμα της E.E. από τις διαδοχικές κυβερνήσεις μας απομάκρυνε και μας έκανε λιγότερο και όχι περισσότερο κοινωνούς των θετικών και επιτευγμάτων της Ευρώπης. Οι Νορβηγοί, για παράδειγμα, πλησίασαν περισσότερο το ευρωπαϊκό πολιτισμό όντας εκτός E.E. από εμάς. Ο πασοκικός ευρωπαϊσμός ή ευρωπαϊκός πασοκισμός πολλαπλασίασε τις παθογένειες και καθυστερήσεις της ελληνικής κοινωνίας και χώρας. Η διαφθορά γιγαντώθηκε. Η αποβιομηχάνιση κυριάρχησε, ενώ χαρακτηριστικό της Ευρώπης είναι ο βιομηχανικός οικονομικός πολιτισμός της. Οι ενισχύσεις στην ύπαιθρο, κατά γενική ομολογία, έκαναν μεγάλη ζημιά απομακρύνοντας κι άλλο την καθυστερημένη ελληνική ύπαιθρο από την οργανωμένη κοινωνική ζωή στην ύπαιθρο άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Στη σχολική εκπαίδευση δεν πλησιάσαμε π.χ. προς τη Φινλανδία. Αποκτήσαμε μια εκπαίδευση πολύ χειρότερη από αυτή που είχαμε, από τις χειρότερες στην E.E. Και ούτω κάθε εξής, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα αντίστροφο παράδειγμα.
Στην Ελλάδα ο λοιδορούμενος «αντιευρωπαϊσμός» υπεράσπιζε την ευρωπαϊκή διάσταση της χώρας και ο ευρωπαϊσμός ενίσχυε τα πιο καθυστερημένα και αρνητικά βαλκανικά και αμιγώς «κωλοελληνικά» στοιχεία. Δεν έσωζε τα προσχήματα από αυτή την άποψη η πιο αρειμάνια ανανεωτική φιλο-E.E. Αριστερά. Τα αντίθετο. Αυτή ήταν σε πολλά βασιλικότερη του βασιλέως.
Κι ενώ ένα ακόμη στοιχείο αυτού του χιλιοτσαμπουνιμένου «ευρωπαϊκού πολιτισμού» είναι τα κράτη που σέβονται τον εαυτό τους (ναι, τα καπιταλιστικά κράτη!) και υπάρχει ανεπτυγμένο το στοιχείο της εθνικής και κρατικής αξιοπρέπειας, αυτός ο υπερ-ευρωπαϊσμός που προτιμά την ενωμένη Ευρώπη ακόμη κι αν κοστίζει στην Ελλάδα και στους εργαζόμενους της Ευρώπης, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με συμπεριφορές που έχουν επιδείξει σε δημοψηφίσματα «καθυστερημένοι» Ευρωπαίοι όπως οι Νορβηγοί, Δανοί, Γάλλοι κ.λπ. Με άλλα λόγια, ο επαγγελλόμενος υπερ-ευρωπαϊσμός πρεσβεύει στην πραγματικότητα το αντίθετό του, δηλαδή έναν επαρχιωτισμό και έναν βαλκανικό ραγιαδισμό του αισχίστου είδους.

Το κεράκι του Πρετεντέρη
Όταν ο γνωστός Πρετεντέρης μας καλούσε το 2009 να ανάψουμε όλοι ένα κεράκι στο ευρώ που μας προστάτευε από την παγκόσμια οικονομική κρίση, είναι βέβαιο πως πολλοί αριστεροί που τον έβλεπαν αγανακτούσαν. Αλλά προς τι; Απαντήθηκε μήπως από την Αριστερά αυτό το απλό που υποστήριζε ο τηλεαστέρας δημοσιογράφος του συγκροτήματος; Όχι. Θα εξηγηθεί γιατί όχι. Η ιδεολογική ηγεμονία του ευρωπαϊσμού ήταν ο οδηγός του κόσμου προς τον γκρεμό στον οποίο πέφτουμε. Κι αν πολύς κόσμος σήμερα πέφτοντας αντιλαμβάνεται πως κάποιο λάκκο είχε η φάβα του ευρωπαϊσμού, δεν ήταν η Αριστερά που του άνοιξε τα μάτια.
Να ανάψουμε ένα κεράκι στο ευρώ σημαίνει πως αυτό μέχρι τώρα μας ευνόησε, μας θωράκισε και, δεύτερο, πως αυτό θα μας προστατέψει στις φουρτούνες. Συνέβη το αντίθετο και στα δύο. Το ευρώ και η E.E. συνολικά αποσάθρωσε την ελληνική οικονομία, τη βύθισε στα ελλείμματα και το χρέος και, κυρίως, είναι η E.E. που θα μας οδηγούσε χειροπόδαρα δεμένους στο Μνημόνιο, την κατοχή και την καταστροφή, ενώ μπορούσαν ακόμη και τότε να υπάρξουν άλλες λύσεις, και ο Πρετεντέρης διαπιστώνει σήμερα πως απέτυχε το μνημόνιο (…).
Η μία πτέρυγα της Αριστεράς υπεράσπιζε το ευρώ, την E.E. και τις θετικές τους επιδράσεις στη χώρα. Άρα, τι να αντιπαραθέσει στο κεράκι του Πρετεντέρη; Επίσης, θεωρούσε ότι η οικονομική κρίση «όπως κάθε κρίση» θα ξεπεραστεί… (αφασία).
Μια άλλη πτέρυγα, είχε μια περίεργη άποψη για τον ελληνικό καπιταλισμό. Τον έβλεπε περίπου επελαύνοντα, αναβαθμισμένο, ακόμη ψηλότερα στην «ιμπεριαλιστική αλυσίδα», σωστό ταύρο. Άρα, ποια αποσάθρωση, ποια υποβάθμιση και βαθιά κρίση; Ίσως περνάμε τη φάση ενός ακόμη οικονομικού κύκλου. Με τις ιμπεριαλιστικές οικονομίες της E.E. υπάρχει λυκοσυμμαχία. Δεν είναι το ευρώ που ευθύνεται, ούτε οι ηγεμόνες της E.E., αλλά το ελληνικό κεφάλαιο που είναι οργανικό και περίπου ισότιμο τμήμα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Το οποίο ελληνικό κεφάλαιο, από όλη αυτή την κρίση, μάλλον βγαίνει κερδισμένο και όχι υποβαθμισμένο. Επομένως τι φταίει το ευρώ και τι να αντιπαρατεθεί στο κεράκι του Πρετεντέρη;
Το ερώτημα είναι αν αυτά συνιστούν στοιχείο ιδεολογικής και πολιτικής χρεοκοπίας της Αριστεράς που υπό «κανονικές συνθήκες» θα έπρεπε όλη αυτή η επερχόμενη καταστροφή να επιβεβαιώνει και να εκτοξεύει την πολιτική της γραμμή και ιδεολογική θεώρηση των πραγμάτων. Ρεαλιστικά μιλώντας, τα γεγονότα, ένα προς ένα, διαψεύδουν αυτή την Αριστερά και τις ιδεοληψίες της. Η θεωρητική και πρακτική-πολιτική προσέγγιση της αστικής στρατηγικής του ευρωπαϊσμού, ένθεν και ένθεν, ήταν μία από αυτές.
Το αν η βαθιά αυτή ήττα και κρίση θα βοηθήσει να ξαναδούμε από μια οπτική σύγχρονη και χωρίς ιδεοληψίες ορισμένα κρίσιμα ζητήματα για το μέλλον, είναι από μόνο του ένα κρίσιμο ζήτημα.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!