«Και ο κ. Ερντογάν θα ήθελε απέναντί του τον κ. Τσίπρα. Όμως έχει εμένα. Και έχει εμένα γιατί με επέλεξε ο ελληνικός λαός και κανείς άλλος».
Σκληρή δήλωση, βαριές οι κουβέντες του Κ. Μητσοτάκη πριν λίγες μέρες. Ο πρωθυπουργός μιας χώρας που απειλείται, ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορεί την αξιωματική αντιπολίτευση ως προνομιακό συνομιλητή του «εχθρού». Αφού πρώτα, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, ξεδιάντροπος, προσφέρει θέση στον Ερντογάν μέσα στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, ως ρυθμιστικό παράγοντα, πράγμα από μόνο του ενδεικτικό για την ποιότητα –ή μάλλον τη διαλυτικότητα– που επικρατεί στους κύκλους της εξουσίας. Δίνεται η αίσθηση ότι η μετατροπή της χώρας σε χώρο, παράγει αλλά και προχωρά μέσα από έναν ανάλογο πολιτικό χυλό, όπου όλα επιτρέπονται, και όπου ο παραμικρός βαθμός μιας «εθνικής ματιάς» δεν είναι δεδομένος, ακόμα και όταν οι γείτονες έχουν απασφαλίσει.
Δεν πρόκειται λοιπόν για μια συνηθισμένη μικροπολιτική τακτική που χρησιμοποιεί τα πάντα για να φθείρει τον πολιτικό αντίπαλο. Η νέα πατριδοκαπηλία, πιο χλιαρή από παλιά και πολλαπλά εκσυγχρονισμένη, βρίσκεται στη φαρέτρα της κυβερνητικής δεξιάς και ως άμυνα απέναντι στις εμφανείς πια αμφισβητήσεις και στριμώγματα που δέχεται από μεγάλα κέντρα. Ένα ακόμα σημάδι της πολιτικής κρίσης. Ζήσαμε την «αντιπολίτευση» στη Συμφωνία των Πρεσπών, ζούμε τώρα μια κυβέρνηση με εθνική γραμμή «θα μας σώσουν οι σύμμαχοι» να ψέγει με τέτοιο τρόπο τον ΣΥΡΙΖΑ. Μα κι αν δε μας σώσουν, πρέπει τουλάχιστον να σωθούμε εμείς…
Δεν είναι και τόσο περίεργο. Όταν η ενότητα και η συναίνεση σύσσωμου του επίσημου πολιτικού κόσμου σχετικά με τη διεθνή θέση της χώρας και τους γενικούς όρους ύπαρξής της μοιάζουν δεδομένες, επιτρέπονται τέτοιες «υπερβολές». Και μένουν μονάχα οι «υψηλοί τόνοι» της αντιπαράθεσης, οι μάχες για τα παζαρέματα, τα μικροσυμφέροντα, τα πλασαρίσματα, τις εκδουλεύσεις. Η διαφαινόμενη πολιτική κρίση και οι εξάρσεις της θα σκεπάζουν αυτό ακριβώς το νέο καθεστώς και τα νέα δεσμά που επιβάλλονται ταχέως.
Υπάρχει λοιπόν μια υλική βάση σε όλα αυτά. Όπως έχουμε ξαναγράψει (βλ. και άρθρο στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου «Η χώρα βαδίζει προς πολιτική κρίση;») πρόκειται για την εσωτερίκευση από μερίδες του ελληνικού πολιτικού συστήματος των τεράστιων διεθνών συγκρούσεων και ανταγωνισμών. Στο πλαίσιο αυτών εκδηλώνονται διαφορετικά σχέδια διευθετήσεων στον ευρύτερο χώρο της Αν. Μεσογείου, στην ένωση Ασίας, Ευρώπης, Αφρικής. Ενεργειακοί δρόμοι, εξόρυξη υδρογονανθράκων, τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, γεωπολιτικές κατανομές.
Όμως τίποτα μέσα σε όλα αυτά δεν προβλέπει κάποια διαφορετική προοπτική για τη χώρα πέρα από τη συνολική της καταλήστευση αλλά και την κυριαρχική ή και εδαφική της συρρίκνωση. Μάλιστα, μέσα σε αυτόν τον τεράστιο αναδασμό οι «ελληνοτουρκικές διαφορές» θα λειτουργούν κι αυτές συγκροτώντας συμμαχίες και πολιτικά μπλοκ, αντί να αφορούν την αντίσταση στον τουρκικό επεκτατισμό και την υπεράσπιση της χώρας.
Τελευταίο. Δεν υπάρχει αντικειμενικό όριο ή κόκκινη γραμμή στο τι μπορεί να παραχωρηθεί. Γιατί ναι μεν ο ενδοτισμός παραμένει οργανικός για την πολιτική και οικονομική τάξη της χώρας, μα η πολιτική του έκφραση, οι χωρητικότητες και οι πρακτικές του συνεπαγωγές δεν είναι ούτε δεδομένες ούτε σταθερές. Το «τι τους παίρνει» δεν είναι άσχετο με την κατάσταση πνευμάτων μέσα στην ελληνική κοινωνία, με τις αντιστάσεις που θα συναντούν. Αυτό σίγουρα δεν θα το ήθελε ο Ερντογάν…