του Θανάση Μουσόπουλου*

 Το Θέατρο διαχρονικά είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο του πολιτισμού, γιατί δεν είναι μόνο το κείμενο του θεατρικού συγγραφέα, αλλά και οι άλλες τέχνες που συντελούν στην παρουσίαση ενός θεατρικού έργου. Μιλώντας για το θέατρο κατά την περίοδο του Ελληνικού Ρομαντισμού, να λάβουμε υπόψη ότι στα Εφτάνησα, όπως θα παρουσιάσουμε σε επόμενη ενότητα, το θέατρο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, με τις «ομιλίες» και τους επώνυμους θεατρικούς συγγραφείς (όπως Δ. Γουζέλης με τον «Χάση» και Αντ. Μάτεσης με τον «Βασιλικό»).

***

Θα φωτίσουμε το θέατρο της πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου, 1830-1880. Η ιστορικός-μεταφράστρια Άννα Βατίκαλου, σε σχετικό άρθρο της, σημειώνει:

«Το Νεοελληνικό Θέατρο του 19ου αι. καλείται να ερμηνεύσει τον “εθνικό του” ρόλο. Ενώ το λεγόμενο “προεπαναστατικό” θέατρο αναζητά το “εθνικό” στίγμα τού Νεοέλληνα και πασχίζει για την ιδεολογική του αφύπνιση, μετά την Επανάσταση και τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους η θεατρική πράξη δείχνει να επικεντρώνεται στο πέρασμα από τη “νεοκλασική τραγωδία” στο “ιστορικό δράμα” σε μια ταυτόχρονη κίνηση συγκερασμού των νεοκλασικών και των ανερχόμενων ρομαντικών στοιχείων που λειτουργούσαν κάτω από ένα “εθνικό” σκέπαστρο.

Σπουδαίοι ρομαντικοί συγγραφείς, όπως ο Γκαίτε, ο Σίλερ, ο Σαίξπηρ, ο Ουγκώ μεταφράζονται και γίνονται γνωστοί στο ελληνικό κοινό, μετά το 1840. Σημειώνουμε, δε, ότι το 1835 ανοίγει το πρώτο υπαίθριο θέατρο.

Ωστόσο, δίπλα στις μορφές του “ιστορικού δράματος” και της “νεοκλασικιστικής τραγωδίας”, κατά τα μετεπαναστατικά χρόνια αναπτύσσεται και η κωμωδία, που εμπλουτίζει το σκηνικό ρεπερτόριο του 19ου αι. Κύριος προσανατολισμός της είναι η πολιτική και κοινωνική σάτιρα, ενώ μετά το 1850, στρέφεται προς την κωμωδία ηθών».

Οι γραμματολόγοι εξετάζουν το θέατρο από την πλευρά του κειμένου. Ο Λίνος Πολίτης σημειώνει:

«Όπως η πεζογραφία, έτσι και η θεατρική παραγωγή δεν ήταν το είδος που το ευνοούσε ο ρομαντισμός και η καθαρεύουσα. Έγραψαν βέβαια και οι ποιητές της Αθηναϊκής σχολής έργα δραματικά, χωρίς όμως πραγματική θεατρική πλοκή και σε αφύσικη και αντιθεατρική καθαρεύουσα […] Το μόνο πετυχημένο θεατρικό έργο είναι η κωμωδία “Βαβυλωνία” του Δημήτριου Βυζάντιου» (σελ. 181).

Ο Κ. Θ. Δημαράς, επίσης, στο 16ο κεφάλαιο «Ο Αγώνας» αναφέρεται στα Ρητορικά, Παραινετικά, Θούριους, Δημοτικό τραγούδι, Καραγκιόζη, Θεατρικά και τη Βαβυλωνία. Παρατηρεί:

«Τα νεοκλασικιστικά θεατρικά έργα, που επιδιώκουν να φρονηματίσουν το κοινό, βρίσκονται πολύ μακριά από την κάθε λογής πραγματικότητα […] Το μόνο έργο που βγήκε αληθινά μέσ’ από την εποχή του, είναι η περίφημη “Βαβυλωνία” του Βυζάντιου […] Η ελληνική κοινωνία, όπως την ζωγραφίζει ο Βυζάντιος στην “Βαβυλωνία”, δεν είχε βέβαια ακόμη την ιδανική συγκρότηση που θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλα έργα λογοτεχνικά: ανώριμη, ασύνδετη, παρουσίαζε συνείδηση κοινή, προϋπόθεση της ομαδικής ενέργειας, αλλά δεν είχε ακόμη φθάσει στη σύνθεση» (σελ. 249-250).

Ρομαντικά δράματα γράφονταν και παίζονταν τότε όπως “Η κόρη του παντοπώλη” του Άγγελου Βλάχου, “Ο οδοιπόρος” (1830) του Παναγιώτη Σούτσου, “Ο τυχοδιώκτης” (1835) και “Ο χαρτοπαίκτης” (1835) του Μιχάλη Χουρμούζη, “Του κουτρούλη ο γάμος” (1846) του Αλέξανδρου Ρίζου, “Βαβυλωνία” (1836) του Δημητρίου Βυζάντιου, “Φαύστα” (1893) και “Μαρία Δοξαπατρή” (1858) του Δημητρίου Βερναρδάκη, “Γαλάτεια” (1872) του Σπυρίδωνα Βασιλειάδη.

Κάποια έργα αποτυπώνουν την εποχή. Θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε δύο που συγκινούν και τον/την σύγχρονο/η αναγνώστη και αναγνώστρια: τη “Βαβυλωνία” και τη “Μαρία Δοξαπατρή”.

***

Ο Δημήτριος Βυζάντιος (1790-1853, αληθινό όνομα: Δημήτριος Κωνσταντίνου Χατζή-Ασλάνης), ήταν κωμωδιογράφος και αγιογράφος. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μορφωμένος και γλωσσομαθής, ανέλαβε πολλές θέσεις όπως διερμηνέας του Μπέη της Τύνιδας και γραμματέας της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Κατά την περίοδο του Όθωνα, για πολιτικούς λόγους αποσύρθηκε στην Πάτρα, όπου εργάστηκε ως αγιογράφος. Έργα του: «Η Βαβυλωνία» (1836), «Μύθοι, μυθιστορίαι και διηγήματα ηθικά και αστεία, εκτεθέντα προς διασκέδασιν των Ελλήνων» (1839), «Ο Σινάνης» (1838), «Η Γυναικοκρατία» (1841), «Ο Κόλαξ» (1856).

Η «Βαβυλωνία» αναφέρεται σε εορτασμούς που λαμβάνουν χώρα μετά τη νίκη των μεγάλων δυνάμεων στη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827), σε ένα πανδοχείο του Ναυπλίου. Το έργο έχει σχέση με τον τρόπο «επικοινωνίας» των Ελλήνων.

Ο Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (μετ. Ευ. Ζουγρού και Μ. Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, 1996), γράφει:

«Στις διαλέκτους των επτά διαφορετικών περιφερειών που μιλιούνται από τα πρόσωπα της “Βαβυλωνίας” του Βυζάντιου προστίθεται μια όγδοη, η γλώσσα του σοφολογιότατου, ο οποίος […] έχει δημιουργήσει μια νέα διάλεκτο δική του στην προσπάθεια να αντικαταστήσει τις κοινές λέξεις με τις αρχαίες αντίστοιχές τους» (σελ. 381).

Ο Μάριο Βίττι σημειώνει: «Την πανσπερμία που κατακλύζει το Ναύπλιο αναπαριστά “Η Βαβυλωνία”(Ναύπλιο 1836), σατιρική κωμωδία του Βυζάντιου, ψευδώνυμο του Δημήτριου Χατζηασλάνη (περ. 1790-1853). Ο Βυζάντιος ανεβάζει επί σκηνής Έλληνες κάθε προέλευσης, που ο καθένας τους μιλά και τη δική του διάλεκτο “ώστε η συναναστροφή […] να καταντά Βαβυλωνία”» (σελ. 208). Ένα μικρό δείγμα:

ΣΚΗΝΗ Α΄

(Ξενοδοχεῖον ὅπου εἰσέρχονται οἱ ἐν τῇ σκηνῇ) Ἀνατολίτης, καὶ ὁ Ξενοδόχος.

«Ξεν. Καλὲ σεῖς! ποιὸς μιλλᾷ μέσα; ἔν ἀκούτενε; ἴντα θέτενε νὰ σᾶς χαρῶ;

Ἀνατ. Ἄδαμ! τρεῖς ὥραις εἶναι φωνάζω, φωνάζω, κανένας ντὲν ἀκούγει..

Ξεν. Κι’ ἴντα θέτενε;

Ἀνατ. Ἐντῶ πέρα τὶ εἶναι;

Ξεν. Λοκάντα.

Ἀνατ. Ἔϊ! ἐντῶ πέρα ἀπ’ οὕλα εἶναι, ἀμμὰ φαγιὰ ντὲ γλέπω· τὶ τρῶνε ἐντῶ γιά;

Ξεν. Εἶστεν κι’ ἄλλη βολὰ φερμένος ἄματις σὲ λοκάντα;

Ἀνατ. Ὄχι».

***

Ο δεύτερος δημιουργός είναι ο λόγιος, καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας Δημήτριος Βερναρδάκης (γεννήθηκε στην Αγία Μαρίνα Λέσβου το 1833 – πέθανε στη Μυτιλήνη το 1907), που έγραψε –εκτός από τα πολλά επιστημονικά– αρκετά θεατρικά έργα. Ξεχωρίζω τη «Φαύστα» (1893) και τη «Μαρία Δοξαπατρή» (1857).

Ο Κ. Θ. Δημαράς αναφέρει: «Ο Δημήτριος Βερναρδάκης μελετάει τις δυνατότητες και τις ανάγκες ενός ελληνικού εθνικού, δηλαδή ρομαντικού, δράματος. Όσο για το ίδιο το έργο, έχει φανερή την επίδραση του Σαίξπηρ· αλλά ανεξάρτητα κι από τη γλώσσα του, ψυχρή καθαρεύουσα, δεν κατορθώνει, όχι πια να φτάσει στο ύψος του προτύπου του, αλλά καν να ζωντανέψει οπωσδήποτε πρόσωπα επάνω στη σκηνή» (σελ. 345).

Πατέρας της Μαρίας ήταν ο Δοξαπατρής Βουτσαράς, θρυλικός Έλληνας πολεμιστής, Λακωνικής καταγωγής που έζησε στα τέλη του 12ου αι., πέθανε το 1205 ή το 1207 πολεμώντας τους Φράγκους. Τον ηρωισμό του πατέρα της ακολουθεί και η Μαρία.

ΣΚΗΝΗ Δ΄

ΔΟΞΑΠΑΤΡΗΣ καὶ ΜΑΡΙΑ μετημφιεσμένη εἰς ἄνδρα.

ΔΟΞΑΠΑΤΡΗΣ

Ὦ κόρη μου, τί τόλμη! Κ’ ἡ αἰτία τίς;
Τί ἀφροσύνη! Τὸ λοιπὸν ἀπώλεσεν
ἡ μήτηρ σου τὰς φρένας της;

ΜΑΡΙΑ

Ἡ μήτηρ μου
δὲν τὸ γνωρίζει· μόνη καὶ ἀπ’ ἐμαυτῆς
νὰ σ’ ἴδω ἦλθον, ἐπειδὴ ἐνόμισα
τὰς περιστάσεις ἐπειγούσας.

ΔΟΞΑΠΑΤΡΗΣ

Τότε πλὴν
φρικτὴν ἀνοησίαν, κόρη, ἔπραξας.
Νὰ σ’ ἐπιπλήξω θέλω· θέλω αὐστηρὰ
νὰ σ’ ἐπιπλήξω, ἄσκεπτον παιδίον, πλὴν
τὰ δάκρυά μου μ’ ἐμποδίζουσιν. (Τὴν ἐναγκαλίζεται καὶ ἀσπάζεται) […]

Στην επόμενη ενότητα θα περάσουμε στην Εφτανησιακή Σχολή.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!