του Βαγγέλη Κάλιοση*

Ας αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που δεν έχει επιτρέψει στην Αριστερά διεθνώς, 35 χρόνια μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, να ορθοποδήσει και να βρει ένα νέο αφήγημα ικανό να συνεγείρει όλον αυτόν τον κόσμο που παρακολουθεί αμήχανος τις διάφορες εκδοχές του φιλελευθερισμού και τη Διεθνή των αγορών να επελαύνουν και να κονιορτοποιούν κατακτήσεις και δικαιώματα, για την κατοχύρωση των οποίων η ίδια η Αριστερά και οι άνθρωποι που την πίστεψαν μάτωναν επί δεκαετίες. Στη διερώτηση αυτή έχει επιχειρηθεί όλα αυτά τα χρόνια να δοθούν διάφορες απαντήσεις, οι οποίες όμως περιορίζονται στο φάσμα ενός ιδιότυπου συλλογικού αυτισμού, ας μου επιτραπεί η αναλογία, καθώς οι φορείς τους αδυνατούν να εξέλθουν του διανοητικού και γνωστικού πεδίου εντός του οποίου η Αριστερά ήρθε αντιμέτωπη με τα αδιέξοδά της. Ουσιαστικά αυτό που κάνουν είναι να αναλύουν την τρέχουσα πραγματικότητα, αυτή δηλαδή του 21ου αιώνα, με τα διανοητικά εργαλεία που εισήγαγε ο Διαφωτισμός, εκείνα δηλαδή που καθόρισαν τις πραγματικότητες του 18ου και 19ου αιώνα.

ΦΑΝΤΑΖΕΙ ιερόσυλο, αλλά η κύρια τροχοπέδη της Αριστεράς είναι η ίδια η φέρουσα ιδεολογία της, τουτέστιν ο σοσιαλισμός στις διάφορες παραλλαγές του, για τους ρομαντικούς ο ουτοπικός, για τους ριζοσπάστες ο αναρχισμός, για τους δεξιόστροφους ο σοσιαλφιλελευθερισμός, για τους πιο ορθόδοξους ο μαρξισμός και για τους πλέον ιδεοληπτικούς ο λενινισμός και ο τροτσκισμός ή για κάποιους ακραία δογματικούς ακόμη και ο μαοϊσμός ή ο σταλινισμός. Άπαντες οι γεννήτορες αυτών των ιδεολογικών συστημάτων, από τον επιστήμονα Μαρξ μέχρι τον αυταρχικό ηγέτη Στάλιν υπήρξαν τέκνα του Διαφωτισμού, του κινήματος που έβγαλε τη Δύση από τη δεσποτεία και την εισήγαγε στον πρωτόλειο ανθρωποκεντρισμό, στον οποίο βρίσκεται πολιτικά μέχρι σήμερα. Ως εκ τούτου, ήταν αδύνατον για εκείνους τότε, στην εποχή τους, όσο διορατικοί και αν ήταν, και κάποιοι από αυτούς σαφώς και ήταν, να αντιληφθούν το πολιτικό φαινόμενο με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που όριζαν οι ιστορικές τους συντεταγμένες, η ημιδεσποτική δηλαδή ή πρωτοανθρωποκεντρική φάση εξέλιξης του κόσμου τους. Η μεγάλη δε ειρωνεία είναι ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο εκλάμβαναν και εξακολουθούν να εκλαμβάνουν την πολιτική πράξη οι μεγάλοι πολιτικοί τους αντίπαλοι, οι εκπρόσωποι δηλαδή της φιλελεύθερης δεξιάς, από τον πρωτεργάτη της Άνταμ Σμιθ μέχρι τον σκληροπυρηνικό Μίλτον Φρίντμαν, με τη διαφορά ότι εκείνοι είχαν τρόπον τινά την τύχη το οικονομικό σύστημα που ευαγγελίστηκαν να είναι πιο συμβατό με την εν λόγω εξελικτική φάση, γεγονός που εξηγεί και τις νίκες που έχουν καταγάγει.

Για να εξέλθει, λοιπόν, η Αριστερά από τον εγκιβωτισμό στην πολιτική αντίληψη που εισήγαγε ο Διαφωτισμός και με πάθος και ακραία προσήλωση διακινεί μέχρι σήμερα η νεοτερικότητα, θα πρέπει να αλλάξει θεμελιωδώς τον τρόπο που σκέφτεται. Και για να το ξεκαθαρίσουμε, πριν προχωρήσουμε στο συλλογισμό μας, όταν εν προκειμένω μιλάμε για Αριστερά, δεν εννοούμε επ’ ουδενί την κομματική και τις παραφυάδες της, η οποία είναι αμετάκλητα ενταφιασμένη στον κόσμο του παρελθόντος –εξ ου και η εξόφθαλμη ομοιότητά της πλέον με τη δεξιά- αλλά όλους εκείνους τους ελεύθερα σκεπτόμενους και ανήσυχους πολίτες που ενδιαφέρονται ειλικρινώς για την πρόοδο και προσεγγίζουν ή προσπαθούν να προσεγγίσουν το πολιτικό φαινόμενο με όρους μέλλοντος. Αυτή η Αριστερά οφείλει στον εαυτό της, εκ των ων ουκ άνευ, να κάνει δύο πράγματα: πρώτον, να αφήσει στην άκρη όλα όσα έμαθε μέχρι σήμερα και περήφανα εν αγνοία κομίζει ως αδιαπραγμάτευτο φορτίο ιδεών και, δεύτερον, να αναποδογυρίσει το δυαδικό σύστημα οικονομίας-πολιτικής, που ο μαρξισμός κυρίως και οι επίγονοί του, αλλά εν πολλοίς και το σύνολο της φιλελεύθερης σκέψης, έχουν καταστήσει δογματικά και εν είδει εξ αποκαλύψεως αληθείας μονόδρομο, ότι η οικονομία δηλαδή είναι εκείνη που καθορίζει την πολιτική και ποτέ το αντίστροφο, αποδίδοντας έτσι στους οικονομικούς δείκτες και τους φορείς που τους διαμορφώνουν μια σχεδόν μεταφυσική δύναμη στην οποία η ανθρώπινη βούληση, ατομική και συλλογική, είναι καταδικασμένη να υποτάσσεται. Με άλλα λόγια, όσοι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως αριστερούς, για να επανασυντονιστούν με την πρόοδο, καλούνται να εγκαταλείψουν την ιδεολογία και να ατενίσουν την πολιτική πραγματικότητα με γνώση, μια γνώση νέα αλλά συνάμα και τόσο παλιά όσο η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ιδού, λοιπόν, η μεγάλη ανατροπή: η δημοκρατία δύναται να φέρει το σοσιαλισμό και όχι, όπως άλλωστε αποδείχτηκε ιστορικά, ο σοσιαλισμός τη δημοκρατία

ΤΗ ΓΝΩΣΗ αυτή την παρέχει σήμερα, με πλήρη τεκμηρίωση, βασισμένη όχι σε νοητικά σχήματα και φαντασιακές θεσμίσεις αλλά στις πρωτογενείς πηγές και το απέραντο πραγματολογικό υλικό που μας παρέχουν τα τρεις χιλιάδες χρόνια πολιτισμικής εξέλιξης, η Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία, η κοινωνική και πολιτική επιστήμη που εισήγαγε, θεμελίωσε και εξακολουθεί να βαθαίνει ο διανοητής Γιώργος Κοντογιώργης. Αρκεί κανείς να μπει στον κόπο να μελετήσει το εξάτομο έργο του με τον γενικό τίτλο «Ελληνικό Κοσμοσύστημα» για να κατανοήσει και να πειστεί ότι το εθνοκεντρικό ή ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μεγάλης κλίμακας, η κοινωνικοπολιτική και οικονομική δηλαδή πραγματικότητα που βιώνουμε, έχει μόνο έναν αιώνα ζωής, τον 20ό, και διάγει την πρώιμη ή πρωτο-ανθρωποκεντρική περίοδο του κράτους-έθνους, με κύρια χαρακτηριστικά την κοινωνία της εργασίας, την ατομική ελευθερία με τα συναφή της κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα, τα τιμοκρατικά και προαντιπροσωπευτικά πολιτικά συστήματα, το δίπολο κράτος/σύστημα και κοινωνία / ιδιώτης και την κρατοκεντρική χρηματιστική οικονομία με απαρχές κοσμοσυστημικής δικτύωσης.

Αυτό πρακτικά σημαίνει πως το σύγχρονο πολιτικό σύστημα βρίσκεται από την άποψη της δημοκρατικής ανάπτυξης σε εμβρυακό στάδιο. Με δεδομένο ότι η δημοκρατική ολοκλήρωση προϋποθέτει τρία αναγκαία εξελικτικά στάδια –το προαντιπροσωπευτικό, το αντιπροσωπευτικό και το δημοκρατικό, την αμιγή δηλαδή πολιτική κοινωνία– το τρέχον πολιτικό σύστημα αντιστοιχεί μόλις στο πρώτο στάδιο. Υπό αυτή την έννοια, όχι μόνο δεν είναι δημοκρατικό αλλά ούτε καν αντιπροσωπευτικό. Και δεν είναι αντιπροσωπευτικό, γιατί συγκροτείται στη βάση της ιδιοκτησίας, πράγμα που σημαίνει ότι το κράτος/σύστημα ιδιοποιείται την πολιτική, αφαιρώντας την από το φυσικό της δικαιούχο, την κοινωνία.

Με άλλα λόγια, αντί η κοινωνία να είναι ο εντολέας και το κράτος ο εντολοδόχος, στο ισχύον πολιτικό σύστημα η κοινωνία είναι ο αποξενωμένος ιδιώτης και το κράτος –το πολιτικό δηλαδή προσωπικό κι οι ομάδες συμφερόντων που συνωστίζονται γύρω του– ο ιδιοκτήτης κι αποκλειστικός νομέας της εξουσίας. Με όρους αναλογίας μεταξύ των κοσμοσυστημάτων της μεγάλης και της μικρής κλίμακας, ο σύγχρονος κόσμος αντιστοιχεί στην προσολώνεια εποχή του 8ου π.Χ. αιώνα, στο πρώτο δηλαδή στάδιο ανάπτυξης της κρατοκεντρικής περιόδου του ελληνικού ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας, που διέτρεξε έναν πλήρη εξελικτικό βίο τριών χιλιετιών, μέχρι τις παρυφές του 20ού αιώνα, οπότε και το δυτικό πρωτοανθρωποκεντρικό παράδειγμα το παρέκαμψε οριστικά, μετατρέποντας και την ελληνική κοινωνία, δια του χειραγωγούμενου νεοελληνικού κράτους, που εντεύθεν λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί ως προτεκτοράτο, σε μια κοινωνία σκιά του πάλαι ποτέ ζωτικού και ζωογόνου εαυτού της, δακτυλοδεικτούμενη ατραξιόν στο διεθνές στερέωμα.

ΙΔΟΥ, ΛΟΙΠΟΝ, πεδίον δόξης λαμπρόν για την Αριστερά του παρόντος και του μέλλοντος, την ελληνική και τη διεθνή. Αντί να βαυκαλίζεται ότι με κάποιον μαγικό τρόπο, με μια θεαματικά αιφνίδια στροφή της ιστορίας – από αυτές που εκείνη ποτέ δεν έχει επιτρέψει στη μέχρι τώρα διαδρομή της, αφήνοντάς τες να κατοικούν ερμητικά στο ατομικό και συλλογικό φαντασιακό – θα ανατρέψει τον πιο εδραιωμένο από ποτέ και πανίσχυρο καπιταλισμό και θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στη γη της σοσιαλιστικής επαγγελίας, καλείται να διερωτηθεί σοβαρά μήπως η «βασιλική οδός» προς το σοσιαλισμό και την κοινωνία δικαίου δεν είναι η μάταιη μετωπική σύγκρουση και η «ονειρωξική» νίκη επί του καπιταλισμού αλλά η διεκδίκηση της δημοκρατίας, του μόνου πολιτικού συστήματος που αφαιρεί θεσμικά τη δύναμη από τους λίγους και την εναποθέτει στα χέρια και τη βούληση των πολλών. Αν η Αριστερά τολμήσει να εγκαταλείψει την πολιτική σκέψη με την οποία ανατράφηκε και η οποία έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό της κύκλο, κόψει με άλλα λόγια τον ομφάλιο λώρο που τη συνδέει με τους πατέρες και προφήτες του πρωτόλειου ουτοπισμού της, τουτέστιν αν καταφέρει να απογαλακτιστεί και να ενηλικιωθεί, τότε ανοίγεται μπροστά της μια προοπτική που ατενίζει τη λεωφόρο της δημοκρατικής εξέλιξης από την υφιστάμενη εκλόγιμη μοναρχία στην αντιπροσώπευση και από εκεί στην πλήρη δημοκρατία, όπου το πολιτικό υποκείμενο θα βιώνει σωρευτικά την ατομική, την οικονομικοκοινωνική και την πολιτική, εν όλοις την καθολική ελευθερία.

Αυτή τη λεωφόρο, για να τη διατρέξουν απρόσκοπτα και στο συντομότερο δυνατό χρόνο οι κοινωνίες, χρειάζονται έναν πολιτικό οδηγό, έναν σκαπανέα που θα στήνει τις γέφυρες της μετάβασης και θα γκρεμίζει τα αναχώματα του φόβου, των ενδοιασμών, των απειλών και των εκβιασμών, έναν συλλογικό φορέα που θα κάνει τη δημοκρατική ολοκλήρωση κεντρικό του πρόταγμα, συνεγείροντας και μετατρέποντας σε προωθητική δύναμη τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ασφυκτιούν στο υφιστάμενο καθεστώς της γενικευμένης ανελευθερίας, ξεγελώντας τους εαυτούς με τα «ξεροκόμματα» ατομικών δικαιωμάτων που τους πετούν οι κρατούντες. Σε έναν τέτοιο, καταλυτικό για την εξέλιξη του πολιτικού φαινομένου, συλλογικό φορέα θα μπορούσε να εξελιχθεί η Αριστερά, επανασυνδεόμενη και ευθυγραμμιζόμενη εκ νέου με την πρόοδο, αν στη θέση του ανέφικτου σοσιαλισμού τοποθετούσε την εφικτή και προδιαγεγραμμένη από την ίδια την ιστορική εξέλιξη και τη βιολογία των κοινωνιών δημοκρατία.

Και προσοχή, η μετατόπιση αυτή στις προτεραιότητες επ’ ουδενί δεν σημαίνει ότι η Αριστερά εγκαταλείπει το όραμα για μια δίκαιη κοινωνία, τον πόθο της δηλαδή για σοσιαλισμό. Απλά αντιστρέφει τη διαδρομή που ο Μαρξ, από το περιορισμένο οπτικό πεδίο του καιρού του, όρισε ως μια πορεία από το σοσιαλισμό προς τη δημοκρατία δια της σαρωτικής νίκης επί του καπιταλισμού σε μια πορεία από τη δημοκρατία προς τον σοσιαλισμό δια της ανάδειξης του σώματος των πολιτών, δηλαδή του δήμου, σε κυρίαρχο πολιτικό συντελεστή διάγοντα δυνάμει εν καθολική ελευθερία. Ποιος στοιχειωδώς σκεπτόμενος, έξω από τα όρια των ιδεολογικών στερεοτύπων, αριστερός αμφιβάλλει ότι, όταν οι πολλοί θα έχουν τη θεσμική δυνατότητα να αποφασίζουν για όλα, για τη φορολογία, για τις κοινωνικές πολιτικές, για την εκπαίδευση, για την υγεία, για τις εργασιακές σχέσεις και πάει λέγοντας, δεν θα επιλέγουν αυτό που ορίζει το συμφέρον τους, το συλλογικό δίκαιο της ανάγκης, το κοινό δηλαδή καλό αντί για το ατομικό; Ιδού, λοιπόν, η μεγάλη ανατροπή: η δημοκρατία δύναται να φέρει το σοσιαλισμό και όχι, όπως άλλωστε αποδείχτηκε ιστορικά, ο σοσιαλισμός τη δημοκρατία. Τι μένει; Να το συνειδητοποιήσει η ενύπνια αριστερά, να βγει από το λήθαργό της και να αναλάβει δράση με σαφές και ξεκάθαρο πρόταγμα τη μετάβαση των κοινωνιών από την εκλόγιμη μοναρχία του παρόντος στην εν ελευθερία δημοκρατία του μέλλοντος.

* Ο Βαγγέλης Κάλιοσης είναι συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!