Οι… παρωχημένες αντιλήψεις και ο μονόλογος της Αττικό Μετρό. Της Δέσποινας Κουτσούμπα
Η μέση οδός ή λεωφόρος των Βυζαντινών, το κέντρο της κοσμικής Θεσσαλονίκης, στη μνημειακή διαμόρφωση του 6ου αιώνα, ήρθε στο φως κατά την ανασκαφή του Σταθμού Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης. Είναι το κέντρο της αγοράς που, όπως περιγράφει ο Ιωάννης Καμινιάτης, ήταν τόσα τα πλήθη που τη διέσχιζαν, ώστε ήταν ευκολότερο να μετρήσεις τους κόκκους της άμμου παρά τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί. Είναι ο δρόμος που διέσχιζαν οι έμποροι που έφταναν στη Θεσσαλονίκη από όλο τον τότε γνωστό κόσμο: Έλληνες, Βούλγαροι, Ρώσοι, Ούγγροι, Ιταλοί, Ισπανοί, Πορτογάλοι, Γαλάτες, Σύριοι, Αιγύπτιοι. Περασμένα μεγαλεία ή ίσως μια ζωντανή ιστορία που δείχνει τον παλμό και τις ανεξάντλητες δυνατότητες της πόλης και σήμερα;
Αυτό το εύρημα αποφάσισε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο να… μεταφερθεί στη Δυτική Θεσσαλονίκη (στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά). Η αντίδραση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων ήταν άμεση: να αναζητηθεί τεχνική λύση για να αναδειχθεί το εύρημα κατά χώραν ως επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος εντός του σταθμού του μετρό. Ο «δρόμος κάτω από τον δρόμο» μπορεί να αποτελέσει μοναδικό παράδειγμα διατήρησης της διαχρονίας της πόλης και πόλο έλξης επισκεπτών στη Θεσσαλονίκη. Άμεση (και λυσσαλέα) ήταν και η αντίδραση της Αττικό Μετρό που μίλησε για παρωχημένες αντιλήψεις και «νέο διχασμό».
Κι όμως, παρωχημένη είναι η αντίληψη που θέλει τα αρχαιολογικά ευρήματα να βρίσκονται αποκλειστικά πίσω από κάγκελα ή πίσω από προθήκες. Αυτό που σήμερα απασχολεί τους επιστήμονες διεθνώς είναι το πώς τα αρχαιολογικά ευρήματα μπορούν να είναι κοντά στον αποδέκτη τους, να ενσωματώνονται στην καθημερινή εμπειρία, να αποτελούν πραγματικό βίωμα για τους επισκέπτες τους – ακόμη και τους ακούσιους. Παρωχημένη είναι η αντίληψη που αντιπαραθέτει τις αρχαιότητες και την ανάπτυξη, που αντιμετωπίζει την ύπαρξη αρχαιοτήτων στα δημόσια έργα ως «εμπόδιο» ή «ταφόπλακα», αντί να αντιμετωπίζει τη συνύπαρξη των ανθρώπινων έργων διαφορετικών ιστορικών περιόδων ως πρόκληση για πρωτότυπες (και μοναδικές) αρχιτεκτονικές και αρχαιολογικές λύσεις, που δημιουργούν νέα οπτική για το δημόσιο χώρο. Παρωχημένη είναι η αντίληψη που χωρίζει το «συγκοινωνιακό» και το «αρχαιολογικό» έργο. Πρόκειται για ένα ενιαίο δημόσιο έργο, που πραγματοποιείται με χρήματα των φορολογούμενων πολιτών για να προσφέρει δημόσια αγαθά. Δημόσιο αγαθό είναι η συγκοινωνία, δημόσιο αγαθό είναι και ο πολιτισμός. Κι αν για το συγκοινωνιακό έργο δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ακριβώς πότε θα αποδοθεί στους πολίτες, για το πολιτιστικό αγαθό είμαστε σε θέση να ξέρουμε ότι μπορεί από αύριο κιόλας να φέρει ευεργετικά αποτελέσματα στην πόλη.
Το παράδειγμα της Κωνσταντινούπολης που βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς συζήτησης και με αφορμή τις αρχαιότητες που ήρθαν στο φως κατά την κατασκευή του μετρό, είναι πολύ κοντινό.
Τα μνημεία ανήκουν σε όλους… Όπως και τα δημόσια έργα. Άρα και η συζήτηση για τη διαχείρισή τους είναι μια συζήτηση που οφείλει να γίνεται δημόσια. Με τα θετικά και τα αρνητικά, με τα κόστη και τα οφέλη. Στην περίπτωση του Σταθμού Βενιζέλου, αυτό το έχουμε ήδη κερδίσει: οι πολίτες σιγά-σιγά μαθαίνουν, το Δημοτικό Συμβούλιο θα διαμορφώσει τη δική του θέση για την ιστορία της πόλης και τη διαχείριση των υλικών αποτυπωμάτων της, οι αρχαιολόγοι έχουν ανοίξει μια συζήτηση που αφορμάται από το παρελθόν της πόλης, όμως στην πραγματικότητα απευθύνεται στο μέλλον της. Ο μόνος που επιλέγει ακόμη το μονόλογο φαίνεται να είναι η Αττικό Μετρό…