Μόλις τρεις βδομάδες μας χωρίζουν από τις εκλογές της 26ης Μαΐου και η αντιπαράθεση θα φουντώσει με όλους τους τρόπους. Επιδίωξη όλων των παικτών είναι να «φτιαχτεί κλίμα» ώστε να αυξηθούν οφέλη ή να αποφευχθούν απώλειες, να διασωθούν σχήματα, να πλασαριστούν πρόσωπα, να εκβιαστούν ή αλληλοεκβιαστούν εκφραστές συμφερόντων. Αν και οι εκλογές είναι ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές, έχουν εντούτοις το χαρακτήρα «προκρίματος». Θα καταγράψουν υπαρκτούς συσχετισμούς, και ταυτόχρονα θα κρίνουν το ποιος, αλλά και πώς, θα πρωταγωνιστήσει το επόμενο διάστημα, αφού σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα σχετικά με τον πρώτο και τον δεύτερο μοιάζει να είναι κλειδωμένο στις κεντρικές αναμετρήσεις.
ΚΕΙΜΕΝΑ: Τάσος Βαρούνης, Γιώργος Παπαϊωάννου
Η διαμάχη των δύο κομμάτων, απαιτεί να ανέβουν έστω και τεχνητά οι τόνοι. Με σκοπό τον εγκλωβισμό και τη συσπείρωση μέρους του εκλογικού σώματος. Θα ζήσουμε λοιπόν έναν «πόλεμο». Αυτός θα αφορά τον συσχετισμό ανάμεσα στους δύο φορείς, τη δυνατότητα ή όχι να κυβερνήσει η Ν.Δ., τους όρους υπό τους οποίους θα πολιτευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές. Στόχος του Μητσοτάκη, η αυτοδυναμία. Στόχος του Τσίπρα, η φθορά του να είναι τέτοια που να επιτρέπει γρήγορη επανάκαμψη στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Άρα, δεν τίθεται θέμα ποιος θα είναι πρώτος και ποιος δεύτερος. Αυτό κανένα γραφείο στοιχημάτων δεν το παίζει.
Το αποτέλεσμα των εκλογών θα είναι λοιπόν ένα πρόκριμα για το αν θα έχουμε αυτοδυναμία της Ν.Δ. ή όχι και ποια θα είναι η διαφορά πρώτου και δεύτερου κόμματος. Θα έχει, για παράδειγμα, περιθώρια συνεργασιών η Ν.Δ. σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, αλλά και ποια η σταθερότητα μιας κυβέρνησης (ακόμα και αυτοδύναμης) υπό τον Μητσοτάκη με βάση όσα έρχονται;
Τι ψηφίζουν οι πρεσβείες; Τι είδους κυβέρνηση θα επιθυμούσαν; Μια λύση αλά Τσίπρα θα ήταν η καλύτερη, αλλά η φθορά του δείχνει ότι τελειώνει η καλή εποχή. Επομένως, πόση ασφάλεια αισθάνονται με Μητσοτάκη; Πόση σταθερότητα θα είχε μια κυβέρνηση Μητσοτάκη με όσα έρχονται; Ίσως να «ψηφίσουν» μια κυβέρνηση συνεργασίας, και γι αυτό νοιάζονται για την πορεία και των μικρότερων σχηματισμών.
Τι ψηφίζουν οι πρεσβείες; Τι είδους κυβέρνηση θα επιθυμούσαν; Μια λύση αλά Τσίπρα θα ήταν η καλύτερη, αλλά η φθορά του δείχνει ότι τελειώνει η καλή εποχή. Πόση σταθερότητα θα είχε μια κυβέρνηση Μητσοτάκη με όσα έρχονται; Ίσως να «ψηφίσουν» μια κυβέρνηση συνεργασίας, και γι αυτό νοιάζονται για την πορεία και των μικρότερων σχηματισμών
Ν.Δ. και Μητσοτάκης δεν έχουν δημιουργήσει ρεύμα αλλαγής και ανατροπής. Παρά το προβάδισμα σε όλες τις δημοσκοπήσεις, υπάρχει μια στασιμότητα, μια οροφή, για τη Νέα Δημοκρατία. Δεν καταγράφει ποσοστά ρεύματος σαρωτικού. Ο κόσμος είναι επιφυλακτικός και προς τη Ν.Δ. Δεν πείθει ότι θα είναι καλύτερη από τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά μόνο κάποιους και σε μικρό βαθμό. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης, όλοι καταλαβαίνουν ότι δεν έχει να πει κάτι ουσιαστικό, κάτι σημαντικό για τη χώρα. Υπόσχεται απλά επενδύσεις, σε κλίμα που καμία επένδυση δεν γίνεται. Η γραμμή του προς την ευρωκρατία είναι «Πείτε μου τι θέλετε και θα το κάνω».
Στο εσωτερικό της Ν.Δ. υπάρχουν στρατόπεδα (Καραμανλικό, Σαμαρικό, Μητσοτακικό), που τώρα η προοπτική διακυβέρνησης τα κρατά ενωμένα. Σε περίπτωση ακυβερνησίας και εθνικών κινδύνων, δεν ξέρουμε πως θα συμπεριφερθούν. Τέλος, η Ν.Δ. παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία να βρει συμμάχους. Ιδιαίτερα από τον κεντρώο χώρο, τον πασοκικό. Ο Σαμαράς κατόρθωσε να προχωρήσει συνεργαζόμενος με ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ και μετά με ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ. Ο Μητσοτάκης φαίνεται αρκετά αδύναμος και αμφισβητήσιμος στον ίδιο του τον χώρο για να προχωρήσει σε αποφασιστικές κινήσεις.
Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ δεν λογαριάζεται ως άλλη πρόταση. Δεν φαίνεται να έχει δυναμική. Τα όνειρα για διψήφια ποσοστά έχουν καταρρεύσει, ενώ η συστηματική επίθεση που δέχθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ και η πασοκοποίηση του τελευταίου, το κρατούν χαμηλά. Έτσι, τώρα η Φ. Γεννηματά αγωνίζεται ενάντια στις «δύο δεξιές» (Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ) για να διασωθεί. Μια 4η ή και 5η θέση στις εκλογές, θα δείξει ότι τα σχέδια δεν πήγαν καθόλου καλά…
Ο ΣΥΡΙΖΑ, καλύτερα ο Τσίπρας και το επιτελείο του, παίζουν σε περισσότερα ταμπλό για να αποφύγουν μια συντριβή και να βρεθούν σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης με σοβαρό ρόλο, και σε περίπτωση ακυβερνησίας να έχουν έντονη παρουσία. Η κρατική μηχανή στα χέρια του κατά την προεκλογική περίοδο, δίνει την ευχέρεια για παροχολογία και υποσχέσεις, αλλά και για συσπειρώσεις των κομματικών και μέρος των ψηφοφόρων του. Η πόλωση βοηθά ώστε να εκμεταλλευτεί τόσο τα αντιδεξιά σύνδρομα, όσο και την αφλογιστία του Μητσοτάκη, τον οποίο θα κατηγορεί διαρκώς ως νεοφιλελεύθερο και ακροδεξιό.
Θα εφαρμόζει όμως μια πιο πολυκύμαντη πολιτική, σε διαφορετικά επίπεδα και ταμπλό: Μάντρωμα κυρίως πασόκων και λοιπών (ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ). Αλλαγή και μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ στα πρότυπα του αμερικάνικου Δημοκρατικού Κόμματος. Απόδοση κάποιου ρόλου στους «53» και άλλους μέσα στα νέα πλαίσια κ.λπ.
Στο σύνολό του, όμως, ο διπολισμός απέχει από τον παλιό δικομματισμό που εγκλώβιζε ποσοστά γύρω στο 80%-85%. Προσπαθεί να λειτουργήσει σε ένα εξαιρετικά υπό ρευστοποίηση περιβάλλον, με δεδομένη την επιφύλαξη και δυσπιστία προς τον πολιτικό κόσμο.
Οι υπόλοιπες δυνάμεις
Το ΚΚΕ καταγράφει συστηματική αποχή από την πολιτική. Καμία πρόταση που να υπερβαίνει την κομματική του βάση, τη συσπείρωση μόνο αυτής. Καμιά πραγματική συμμαχία, συνεργασία, ή πρόταση πολιτικής σύμπραξης, από τα αυτοδιοικητικά μέχρι τα κεντρικά πολιτικά ζητήματα. Η φυσιογνωμία του παραπέμπει σε ένα αποκούμπι «που δεν θα σε προδώσει», αφού δεν αναμένεται να κάνει κάτι διαφορετικό. Πολιτική του τακτική είναι η «σταθερότητα», ενώ όλα γύρω ταρακουνιούνται, «βράχος», εγγύηση και «κόμμα παντός καιρού». Αυτή η στιβαρότητα βέβαια, καταλαβαίνει κανείς ότι δεν εκφράζει μια πραγματικά σταθερή κατεύθυνση στη ρότα μιας σημαντικής πολιτικής ή κοινωνικής αλλαγής.
Η Χρυσή Αυγή καθορίζεται από τον εγκλωβισμό της ηγεσίας της στην υπόθεση της δίκης. Αυτός την καταδικάζει σε μια εσωτερική στροφή με μόνο μέλημα πώς θα γλυτώσει η ηγεσία μια βαριά καταδίκη. Τα όσα έγιναν με τους ευρωβουλευτές που παραιτήθηκαν λόγω Λαγού, είναι απολύτως ενδεικτικά. Ο χώρος της έχει στιγματιστεί από τα εγκλήματά του και τώρα περιχαρακώνεται στη διάσωση του σκληρού ναζιστικού πυρήνα, χωρίς να ασκεί μια μαζική πολιτική. Γεγονός που την εμποδίζει να κερδίσει προσβάσεις και να μεταλλαχθεί όπως συμβαίνει με αρκετά άλλα φασιστικά εγχειρήματα στον ευρωπαϊκό χώρο.
Πέρα από τα πέντε κόμματα που εμφανίζονται πρώτα, στις κάλπες θα παρουσιαστούν πάρα πολλά ψηφοδέλτια. Προς τα εκεί θα διοχετευτούν αρκετές χιλιάδες ψήφοι. Υπάρχουν χοντρικά τρεις κατηγορίες. Πρώην κοινοβουλευτικά κόμματα που μίκρυναν ή διασπάστηκαν (Ε.Κ., Ποτάμι, ΑΝΕΛ). Κόμματα δεξιού χαρακτήρα που νομίζουν ότι κάτι θα κάνουν ειδικά με αναφορά στο Μακεδονικό (πιο ενισχυμένη η Ε.Λ. του τηλεοπτικού Βελόπουλου). Τέλος, αρκετά κόμματα του αντιμνημονιακού χώρου και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Πλεύση, Μερα25 κ.λπ.). Τι από όλα αυτά θα καταγραφεί σαν μια ελπίδα για τις εξελίξεις της επόμενης μέρας, είναι ένα ερώτημα χωρίς εύκολη θετική απάντηση.
Παράγκες τέλος;
Ο Γ. Πρετεντέρης επιχαίρει σε άρθρο του στα Νέα με τίτλο «Παράγκες» γιατί, όπως εκτιμά, οι «παράγκες» που είχε στήσει ο ΣΥΡΙΖΑ δεξιά (Καμμένος, Παπακώστα, Αντώναρος κ.λπ.) και κεντροαριστερά του (ΔΗΜΑΡ, «Πρεσπομάχοι» κ.λπ.) ενσωματώθηκαν στο σύστημα ΣΥΡΙΖΑ ή υποβαθμίστηκε ο ρόλος τους ή και τα δύο μαζί. Τώρα θα έχουμε καθαρό δικομματισμό, λέει ο κ. Πρετεντέρης, τέρμα τα «νούμερα» και οι ενδιάμεσοι. Δεν φαίνεται να μετρά καλά τι μαγειρεύεται ο «έμπειρος δημοσιογράφος». Το πολιτικό σκηνικό, πολύ απέχει από τη σταθεροποίησή του. Αυτή δεν υπάρχει καν ως κύρια τάση πέρα από πρόσκαιρα προεκλογικά «μαντρώματα». Συμπαγή κόμματα δεν υπάρχουν, ενώ οι ενδιάμεσοι και τα δεκανίκια παραμένουν συστατικό στοιχείο του σκηνικού. Η κατάσταση θα παραμείνει ρευστή και τα νούμερα (τα κανονικά) δεν «βγαίνουν» απαραίτητα. Έτσι, πολλά και πολλοί μπορεί να ωθήσουν προς συμπράξεις και μετακινήσεις, ενώ η επιλογή μπορεί κάλλιστα να μην είναι ένας δικομματισμός (που είναι έτσι κι αλλιώς αναιμικός), αλλά να παραμείνουμε σε φάση με πολλά δεκανίκια, μεταλλάξεις και ανακατατάξεις. Γατί η αστάθεια του πολιτικού συστήματος είναι δομικό στοιχείο και θα επιχειρηθεί να «διορθωθεί» με πολλαπλά μέσα.
Και οικουμενικός θίασος…
Ο Αλέξης Γεωργούλης είναι στη λίστα του ΣΥΡΙΖΑ για τις ευρωεκλογές, στη «dream team» όπως την ονόμασε ο Αλ. Τσίπρας. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο ηθοποιός δήλωσε: «Αν είχα θίασο, θα ήθελα Τσίπρα και Μητσοτάκη -Θα τους έβαζα να κάνουν μαζί κυβέρνηση». Εδώ δεν ισχύει το «από μικρό κι από τρελό κ.λπ.» γιατί ούτε μικρός ούτε τρελός είναι ο άνθρωπος. Είπε όμως κάτι που έχει δόσεις αλήθειας. Σήμερα μοιάζει παράλογο, αλλά δεν είναι. Στο πίσω μέρος του μυαλού αρκετών διεθνών συστημικών παραγόντων είναι μια κυβέρνηση συνεργασίας των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Όχι μόνο γιατί μπορεί να μη βγαίνουν αλλιώς τα κουκιά μετά τις εκλογές. Αλλά και γιατί ένα τέτοιο σενάριο θα ταίριαζε με την πορεία προς την «κανονικότητα», που έχουν προαναγγείλει ότι θα συνεχιστεί τουλάχιστον για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Το σενάριο έχει και αρνητικά, αλλά είναι υπαρκτό. Ο δε θίασος (εύστοχη κι αυτή η λέξη) μπορεί να παίξει πολλά έργα ανάλογα με το τι θέλουν οι σεναριογράφοι.
Αυτοδιοικητικές χαραμάδες
Σε αντίθεση με τις ευρωεκλογές, τις περιφερειακές και τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, στα δημοτικά πράγματα υπάρχει η δυνατότητα έκφρασης διαφορετικών φωνών. Στα social media, κυριαρχούν τα ανέκδοτα για τους χιλιάδες δημοτικούς συμβούλους. Δεν είναι ψέμα ότι η πληθώρα υποψηφίων, σε μεγάλο βαθμό εκφράζει τη μεταφορά στοιχείων πολιτικαντισμού και μικροκομματισμού στη βάση της κοινωνίας. Αλλά η πραγματικότητα αυτή, κρύβει και μια θετική πλευρά. Το πεδίο της αυτοδιοίκησης, την ίδια στιγμή που έχει μέσω θεσμικών και νομοθετικών παρεμβάσεων μετατραπεί σε μεγάλο βαθμό σε πεδίο «ετεροδικοίκησης», αφήνει και χαραμάδες για την έκφραση διαφορετικών φωνών. Μιλάμε για δυνάμεις και ανθρώπους που είναι σε επαφή με την τοπική πραγματικότητα, έχουν στοιχεία εντιμότητας και χαρακτήρα αυθεντικό και ακηδεμόνευτο. Σε μεγάλες πόλεις, υπάρχουν αυτοδιοικητικά σχήματα και κινήσεις που κάτι προσπαθούν να κάνουν και να πουν, χωρίς να ελέγχονται από κομματικές επιδιώξεις. Αλλά και σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά που τα έχουν «καταπιεί» οι μεγάλες δημοτικές ενότητες, τις οποίες έχουν καθιερώσει οι νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων χρόνων, συμμετέχουν στις εκλογές σχήματα για τα τοπικά συμβούλια τα οποία είναι ανεξάρτητα από τα κομματικά ψηφοδέλτια που κατεβαίνουν στον δήμο. Πολλές φορές, σε αυτά πρωταγωνιστεί νέος και δημιουργικός κόσμος, με όρεξη για προσφορά στον τόπο του. Στο θέμα αυτό ο Δρόμος θα επανέλθει στα επόμενα φύλλα.
Ούτε επίδικα ούτε πάθη…
Κεντρικό ζήτημα είναι η Μεγάλη Απουσία, παρά τα όσα διαδίδουν και προσδοκούν οι εκφραστές του πολιτικού συστήματος. Ο Κανένας που δεν εκφράζεται μέσα από την εκλογική διαδικασία, είναι αυτός που στην πραγματικότητα χαρακτηρίζει το πολιτικό σκηνικό και όχι τόσο οι αψιμαχίες των πολιτικών κομμάτων.
Η μεγάλη απουσία του Κανένα εκφράζεται με πολύμορφο τρόπο: Ως απουσία εναλλακτικής πρότασης και αντίστοιχων πολιτικών σχημάτων που να πασχίζουν γι’ αυτήν ή έστω να αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητά της. Ακόμα βαθύτερα, φαίνεται να απουσιάζει μια «ατμόσφαιρα» κι ένα «κλίμα», μέσα στα οποία θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν τέτοιες προσπάθειες. Η υποχώρηση από το προσκήνιο του λαϊκού ριζοσπαστισμού είναι μια βασική αιτία.
Ο πολιτικός στίβος δεν προκαλεί ενδιαφέρον, ούτε ερεθίζει τα πάθη. Μοιάζει σαν να βρίσκεται στο περιθώριο, παρά τη φαινομενική του κυριαρχία στην καθημερινή επικαιρότητα. Αρκετοί άνθρωποι ακόμα ρωτούν για την ημερομηνία των εκλογών, ενώ ελάχιστη συζήτηση έχει γίνει, όχι μόνο πάνω σε προγράμματα και θέσεις, αλλά ακόμα και για τα πρόσωπα που κατεβαίνουν ως υποψήφιοι.
Δε φαίνεται εφικτό να αλλάξει η κατάσταση μέσα από την ίδια την κομματική διαδικασία, όπως αυτή παγιώνεται. Μόνο νέα υποκείμενα, με άλλη αντίληψη για την πολιτική, μπορούν να ανανεώσουν το πολιτικό πεδίο
Δεν είναι σωστό να καταγράφεται αυτό απλά ως μια γενική απαξίωση. Γιατί όταν τα πάντα μοιάζουν συμφωνημένα (ευρωκρατία, μνημονιακά πλαίσια, 99 χρόνια υποθήκευση, κυριαρχία της αμερικάνικης πρεσβείας), όταν η διακυβέρνηση γίνεται σε προκαθορισμένες ράγες, στην οικονομία, την γεωπολιτική κατεύθυνση, την αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος, την ποιότητα των θεσμών και της λειτουργίας τους, τότε αυτή η «αδιαφορία» εκφράζει και μια ορισμένη συνειδητοποίηση.
Γιατί, πόσο ενδιαφέρον να έχουν πια οι μικροκαυγάδες, οι μικροστοχεύσεις και οι διαγκωνισμοί, ανάμεσα και μέσα σε κόμματα, ανάμεσα σε πρόσωπα και υποψηφιότητες. Όταν δηλαδή εκλείπει το επίδικο μιας άλλης πολιτικής, τα πράγματα γίνονται στείρα. Και αυτό ακριβώς αποτελεί το πλαίσιο και τη στόχευση όλων των πολιτικών κομμάτων. Έτσι που οι όποιες αποχρώσεις στην καλύτερη ρουφιούνται και στη χειρότερη αποτελούν κι αυτές στυλοβάτες του πλαισίου.
Εδώ πρέπει να εξαφανιστούν ανάγκες, καημοί, επιθυμίες και οράματα. Οτιδήποτε δηλαδή θα έδινε στην πολιτική μια ουσία και ένα νόημα. Σε αυτό το περιβάλλον, το μόνο διακύβευμα είναι οι πόντοι που θα κερδίσουν τιποτολόγοι, «σαΐνια» αλλά και λαμόγια όλων των ειδών στα πλασαρίσματα της επόμενης μέρας.
Ακόμα κι έτσι, προφανώς δεν είναι αδιάφορο το πώς θα συγκροτηθεί το πολιτικό σκηνικό, ούτε οι συσχετισμοί στα θεσμικά όργανα και τις πολιτικές διαδικασίες. Το πρόβλημα είναι ότι τίποτε φρέσκο δε φαίνεται να αναζητά μια θέση και μια στάση μέσα και γύρω απ’ όλα αυτά. Θέση που θα σήμαινε πρωτίστως πολιτικούς προσανατολισμούς και κατευθύνσεις (πέρα από άχρωμα ή βαμμένα συνθήματα) αλλά και ανάλογες διεργασίες (πέρα από τον συνηθισμένο τρόπο).
Δε φαίνεται εφικτό να αλλάξει η κατάσταση μέσα από την ίδια την κομματική διαδικασία, όπως αυτή παγιώνεται. Μόνο νέα υποκείμενα, με άλλη αντίληψη για την πολιτική, μπορούν να ανανεώσουν το πολιτικό πεδίο.