Marc Henri Piault, Ανθρωπολογία και κινηματογράφος. Πέρασμα στην εικόνα, πέρασμα από την εικόνα. Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 429. Tου Σωτήρη Δημητρίου.
Η εποχή μας είναι ίσως η πιο κατάλληλη εποχή να αναθεωρήσουμε μερικές από τις ξεπερασμένες έννοιες της κουλτούρας μας. Μπορεί να μας βοηθήσει ο κινηματογράφος σ’ αυτό; Σύμφωνα με το Ανθρωπολογία και κινηματογράφος μπορεί… ο Piault εκθέτει τη διαδικασία εξέλιξης της οπτικής ανθρωπολογίας αρχίζοντας από την εξέλιξη γενικότερα του κινηματογράφου, γενικά, ως αρχείο και ως θέαμα.
Ο πρώτος λόγος είναι, γιατί ο κινηματογράφος θεωρήθηκε αρχικά ότι αποτελεί το θαυμαστό εργαλείο της πιστής καταγραφής της πραγματικότητας. Γι’ αυτό, μέχρι το 1905 επικρατούσαν οι ταινίες επικαίρων και τα ντοκιμαντέρ. Ανάμεσα στα αξιοπερίεργα που θεωρούνταν άξια να αποτυπωθούν σημαντική θέση είχαν και τα εθνογραφικά. Θα εκπλήξει κάθε αναγνώστη το πλήθος των εθνογραφικών καταγραφών που αναφέρονται από τον συγγραφέα….
Η μετά το 1905 μετατροπή του κινηματογράφου από καταγραφή της πραγματικότητας σε μέσο μυθοποίησης και κατόπιν σε 7η τέχνη – η μετάλλαξή του από κινούμενη εικόνα σε φιλμικό μοντάζ – είχε σαν αποτέλεσμα να ξεχαστεί η αρχική εκείνη περίοδος του ντοκιμαντέρ.
Ο δεύτερος λόγος είναι πιο σημαντικός. Εξετάζοντας τον κινηματογράφο «ολικά», από το πρώτο του στάδιο των επικαίρων, ο Piault θέλει να δείξει ότι δεν αποτελούσε αντικειμενική αποτύπωση της πραγματικότητας, όπως πιστεύεται ακόμα. Με αυτό δεν εννοεί ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα, γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στον απόλυτο σχετικισμό. Αλλά ότι κάθε φιλμική -ή και άλλη- αναπαράστασή της εκφράζει την πραγματικότητα που έχει στο μυαλό του ο σκηνοθέτης.
Η σημασία αυτής της διαπίστωσης είναι μεγάλη για τις πάσης φύσεως ανθρωπολογικές ταινίες – εθνογραφικές και ντοκιμαντέρ. Ιδιαίτερα οι εθνογραφικές, για πολλές δεκαετίες αντίκριζαν τον Άλλον με το βλέμμα του λευκού αποικιοκράτη. Τον έβλεπαν να ζει σε μια πραγματικότητα εξωτική, βυθισμένο στις μαγικο-ανιμιστικές προκαταλήψεις του, με άλλο ρυθμό ζωής και σε απόμακρο, παρωχημένο χρόνο.
Γι’ αυτό, φιλμάριζαν κατά κανόνα τους χορούς και τις τελετουργίες τους.
Όταν φιλμάριζαν σκηνές της καθημερινής ζωής, τον παρουσίαζαν πάλι σε παρωχημένο χρόνο, στο αντίστοιχο κατώτερο στάδιο που πέρασε ο λευκός μαχόμενος με τα στοιχεία της φύσης για να φτάσει στο σημερινό ύψος του, σύμφωνα με τη θεωρία του εξελικτισμού. Σ’ αυτήν ακριβώς την περίπτωση κατατάσσει ο συγγραφέας την ταινία Νανούκ του Βορρά (1920-21) του R. Flaherty, που την είχαν εγκωμιάσει ως «αντικειμενική».
Εάν η διάθλαση της πραγματικότητας ήταν τόσο έντονη στις εθνογραφικές ταινίες, δεν υπάρχει αμφιβολία πόσο πιο έντονη θα ήταν στις μυθοπλαστικές. Ο Piault επεκτείνεται και … στον Κινηματογράφο-μάτι του D. Vertov, στον ιταλικό νεορεαλισμό, στο σινεμά-βεριτέ κ.ά. Θίγει ορισμένα από αυτά με ανθρωπολογικά κριτήρια και … αποκαθηλώνει και ορισμένες άλλες ταινίες… όπως το Βερολίνο, συμφωνία μιας μεγαλούπολης (1927) του W. Ruttmann και τη Γη χωρίς ψωμί (1932) του L. Bunuel.
Καθυστέρησε αρκετά να συγκροτηθεί η οπτική ανθρωπολογία και να επιχειρήσει να προσεγγίσει τον Άλλον ως υποκείμενο και όχι ως αντικείμενο προσαρμοσμένο στην εικόνα που είχε διαμορφώσει γι’ αυτόν η αλαζονεία του πολιτισμού μας, όπως τον απέδιδαν οι δήθεν εθνογραφικές ταινίες.
Ο εθνολογικός κινηματογράφος επέμενε στον εξωτισμό γιατί, όπως σωστά παρατηρεί ο συγγραφέας, δεν τολμούσε να αντιπαρατεθεί στον κυρίαρχο λόγο. Στις πρώτες σοβαρές προσπάθειές της ανήκουν… οι ταινίες του Τ. Reis για τους Ινδιάνους του Αμαζονίου στα 1912-17, και τα πρωτοποριακά γυρίσματα στα νησιά Μπαλί και στη Νέα Γουινέα των ανθρωπολόγων G. Bateson και M. Mead από το 1935, για να φτάσουμε στα 1947, όταν ο J. Rouch φθάνει στο Νίγηρα για να κινηματογραφήσει τους Σονγκάι, οπότε θεμελιώνει, οριστικά, την οπτική ανθρωπολογία εισάγοντας σ’ αυτήν τον αναστοχασμό.
Με την αναφορά των μετά τον J. Rouch και μέχρι πρόσφατα επιτευγμάτων της οπτικής ανθρωπολογίας που εκτίθεται στο βιβλίο περνούμε στην ουσία του προβληματισμού για την προσέγγιση του Άλλου. Ο Piault αναλύει τη σημασία του νέου κλάδου μέσα από την πορεία της ανάπτυξής του. Ακολουθεί την ανθρωπολογική προσέγγιση, όπου πρωτεύει η ολότητα του ψυχισμού μαζί με τη συγκίνηση και τα βιώματα.
Όταν η οπτική ανθρωπολογία προσπαθεί να αντικρίσει τον Άλλον ως υποκείμενο, αυτό σημαίνει ότι θεωρεί ισότιμο με τον εικονολήπτη, ικανό να κάνει διάλογο μαζί του -ή και υποδείξεις- ώστε το φιλμάρισμα να μετατραπεί από ασύμμετρη επικοινωνία σε συμμετρική, από μονόλογος του σκηνοθέτη σε συνομιλία βιωματική. Το φιλμάρισμα παύει να είναι απεικόνιση της πραγματικότητας, γίνεται η ίδια η πραγματικότητα, γίνεται συμμετοχική δράση δύο ή περισσοτέρων ατόμων με μέσο επικοινωνίας την κάμερα, η οποία συνιστά ταυτόχρονα μέσο αναπαράστασης της δράσης τους αυτής.
Η βασική μέθοδος για τη διεξαγωγή ενός τέτοιου διαβήματος προσέγγισης, που συνιστά προσέγγιση βιώματος και ζωής, είναι ο αναστοχασμός. Αντί της οικειοποίησης και της συναίνεσης του Άλλου, διαδραματίζεται η συνεχής ανταλλαγή και δοκιμασία, η συνεχής αμφισβήτηση.
Η διεξαγωγή του διαβήματος αναπτύσσεται με διαδοχικά βήματα: βιωματική συμμετοχή του Άλλου, παρατηρήσεις και υποδείξεις του Άλλου για το γύρισμα, έλεγχος του υλικού από τον Άλλον και επιστροφή στο γύρισμα, επανάληψη του διαβήματος με εικονολήπτη τον Άλλον.
Η οπτική ανθρωπολογία μπορεί να χρησιμεύσει για πολλούς άλλους σκοπούς. Όμως, η χρήση της κάμερας για την προσέγγιση του Άλλου, με τον τρόπο που περιγράφτηκε, ανταποκρίνεται στο πρωταρχικό πρόβλημα της ανθρωπολογίας. Στο πώς, γνωρίζοντας τον Άλλον, θα μπορέσουμε να διαγνώσουμε τα ρήγματα της κουλτούρας μας, μέσα στην οποία είμαστε παγιδευμένοι και, συνεπώς, αδυνατούμε να κρίνουμε την κοινωνική μας συνθήκη αν δεν υπερβούμε, ρητά ή άρρητα, τις κατηγορίες της.
* Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ανθρωπολόγος.