του Κυριάκου Χατζηκυριακίδη*
Σύμφωνα με τον αείμνηστο ακαδημαϊκό Διονύσιο Ζακυθηνό η επανάσταση στη Μολδοβλαχία «περιέπεσεν εις αφάνειαν και οιονεί εξεκόπη του κορμού της Επαναστάσεως». Ήταν στην ουσία μια επανάσταση πριν από την Επανάσταση, η οποία παρ’ όλο που απέτυχε, αποτέλεσε, ωστόσο, την απαρχή της Εθνικής Παλιγγενεσίας.
Ειδικότερα, η ηγεσία της λεγόμενης «Ανωτάτης Αρχής» στράφηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη (Απρίλιος 1820), ο οποίος και αποδέχθηκε ασμένως την πρόταση των Φιλικών να ηγηθεί ενός επαναστατικού κινήματος των Ελλήνων. Είχε προηγηθεί η άρνηση του τότε υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, Ι. Καποδίστρια, ο οποίος διαφωνούσε με το εγχείρημα της έκρηξης της Ελληνικής Επανάστασης εκείνη τη χρονική στιγμή.
Ο Αλέξανδρος, γεννημένος στις 13 Δεκεμβρίου 1792, «ιπποτικώτατος εξ ανατροφής», είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του ως ανθυπολοχαγός της έφιππης φρουράς του τσάρου, ήδη από τα τέλη του 1806. Σε εννέα χρόνια μόλις, δηλ. σε ηλικία 25 ετών ήταν πλέον από τους νεαρότερους στρατηγούς του ρωσικού στρατού. Υπασπιστής και φίλος του ίδιου του Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄, εμπειροπόλεμος πια αξιωματικός, που είχε μάλιστα χάσει το δεξί χέρι του στην αιματηρή μάχη της Δρέσδης το 1813 κατά του Ναπολέοντα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αναλάμβανε σε ηλικία 28 ετών τις τύχες της Ελλάδας.
Ήταν γόνος της γνωστής φαναριώτικης οικογένειας Υψηλάντη: συγκεκριμένα εγγονός και γιος αντίστοιχα των διατελεσάντων ηγεμόνων της Μολδαβίας και της Βλαχίας, Αλεξάνδρου και Κωνσταντίνου Υψηλάντη. Παρενθετικά έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η οικογένεια καταγόταν από τον Πόντο. Κάποιοι μάλιστα αποδίδουν την προέλευση του ονόματος στο χωριό Υψήλ’ ή Υψηλή της περιοχής Όφεως επαρχίας Τραπεζούντος (ανατολικός Πόντος), χωρίς αυτό να επιβεβαιώνεται. Άλλοι ετυμολογούν την ποντιακή προέλευση του επωνύμου από την κατάληξή του -αντ/άντων: χαρακτηριστική κατάληξη ανθρωπωνυμίων και τοπωνυμίων στον Πόντο-, και το συνδέουν με την τραπεζουντιακή βυζαντινή οικογένεια των Ξιφιλίνων, και ειδικά με τον Ξιφιλίνο τον Δομέστικο Κωνσταντίνο με το παρωνύμιο Υψηλάντης.
Ο ΕΝΘΕΡΜΟΣ ευπατρίδης εμφορούνταν από τις αρχές και τις ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς οι Παρίστριες ηγεμονίες στις οποίες έζησε μέχρι το 1806, ήταν, ως κέντρο εμπορίου και παιδείας, ο κατ’ εξοχήν χώρος υιοθέτησης στην Ανατολική Ευρώπη του φιλελεύθερου πνεύματος και των ριζοσπαστικών αλλαγών. Ήταν, επίσης, γοητευμένος από τα επαναστατικά κηρύγματα του Ρήγα, τα οποία βίωσε από κοντά πριν μετεγκατασταθεί με την οικογένειά του στη Ρωσία και που, ουσιαστικά, καθόρισαν τη ζωή του.
Αμέσως μετά την ανάληψη της ηγεσίας της Φιλικής Εταιρείας ο Υψηλάντης αποδύθηκε σε μία εργώδη προσπάθεια ηθικής και υλικής προπαρασκευής της Επανάστασης, και στρατηγικής τακτικής που όφειλε να ακολουθήσει. Συγκάλεσε τη «Σύσκεψη του Ισμαηλίου» στη Βεσσαραβία (Οκτώβριος 1820), όπου αποφασίσθηκε, μεταξύ άλλων, η έναρξη της Επανάστασης να γίνει στην Πελοπόννησο (Μάνη), στην οποία θα μετέβαινε πολύ σύντομα και ο ίδιος με πλοίο από την Τεργέστη. Όμως, υπό τον φόβο από τη μια της αποκάλυψης των επαναστατικών σχεδίων και της αντίδρασης της Υψηλής Πύλης ‒στον σουλτάνο έφθαναν από διάφορους πληροφοριοδότες σενάρια για σχεδιαζόμενα κινήματα και εξεγέρσεις‒ και από την άλλη το «απαράσκευον της Πελοποννήσου» οδήγησαν την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας στην αλλαγή της αρχικής απόφασης τόσο ως προς τον χρόνο όσο και ως προς τον τόπο εκδήλωσης της Επανάστασης: μικρή αναβολή της εξέγερσης, και μάλιστα πραγματοποίηση αυτής όχι στη Μάνη αλλά στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Άλλωστε, η ιδέα της ανάληψης επαναστατικής δράσης στη Μολδοβλαχία (ταυτόχρονα με την Πελοπόννησο) είχε ήδη κυοφορηθεί στους κόλπους των ηγετικών Φιλικών.
Στην πρόκριση των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, στις οποίες μάλιστα το ελληνικό στοιχείο ήταν μειοψηφία, συνετέλεσε κυρίως η βάσιμη, σε μεγάλο βαθμό, προσδοκία των Φιλικών για συνέργεια στο επαναστατικό εγχείρημα των υπόλοιπων Βαλκανίων, αρχικά των κατοίκων τής, ήδη επηρεασμένης από το φιλελεύθερο πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης, Μολδοβλαχίας, και στη συνέχεια των υπόδουλων Σέρβων και Βουλγάρων. Η απροθυμία, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, των αλύτρωτων βαλκανικών λαών να συμπράξουν, παρά τη συστράτευση αρκετών μεμονωμένων αγωνιστών, και η μικρή συμβολή των γηγενών αγροτών της Μολδοβλαχίας, δεν ακυρώνουν σε καμία περίπτωση τη σημασία της επιλογής των Φιλικών.
Δεν ήταν, επίσης, καθόλου αμελητέο το ότι οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες τελούσαν υπό καθεστώς «ημιαυτονομίας» στη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας, και κυρίως μετά τους Ρωσοτουρκικούς Πολέμους (1806-1812) και τη συνακόλουθη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812), καθώς αυτή επέβαλε την αποστρατικοποίηση των ηγεμονιών από πλευράς της Υψηλής Πύλης ‒στην ουσία την απαγόρευση εισόδου οθωμανικών στρατευμάτων στα ρουμανικά πριγκηπάτα χωρίς την άδεια του τσάρου‒ και την προσάρτηση της Βεσσαραβίας στη Ρωσία.
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Υψηλάντης έλαβε την οριστική απόφαση για την κήρυξη της Επανάστασης στο Κισνόβιο της Βεσσαραβίας όπου βρισκόταν (16 Φεβρουαρίου 1821). Μαζί με άλλες προπαρασκευαστικές ενέργειες ο Υψηλάντης και οι Φιλικοί του Βουκουρεστίου υποκίνησαν, σύμφωνα με την ελληνική ιστοριογραφία, την εξέγερση του γηγενούς έμπειρου πολεμάρχου ‒με πολυετή θητεία στο ρωσικό στρατό‒ Θεοδώρου Βλαδιμηρέσκου στη Μικρή Βλαχία (Ολτενία-Δυτική Βλαχία). Στις αμέσως επόμενες ημέρες ο Υψηλάντης ασχολήθηκε με τη σύνταξη των προκηρύξεων, σχεδιάζοντας να αρχίσει την Επανάσταση στις 27 Φεβρουαρίου. Η σχεδόν φανερή όμως πλέον στρατολόγηση εθελοντών, τα ενοχοποιητικά για την Εταιρεία έγγραφα που περιήλθαν στην κατοχή των Οθωμανών μετά τις πρώτες συλλήψεις Φιλικών, η προδοτική συμπεριφορά ορισμένων εξ αυτών, και ο κίνδυνος σύλληψης του Υψηλάντη από τις ρωσικές αρχές (πιθανή ταύτιση σκοπών των Φιλικών με εκείνους των επαναστατικών κινημάτων της Ισπανίας και των ηγεμονιών της Ιταλίας), επέβαλαν επιτακτικά αφενός τη φυγή του από τη ρωσοκρατούμενη Βεσσαραβία και αφετέρου την επίσπευση της κήρυξης της Επανάστασης.
Στόχος του Υψηλάντη ήταν να εδραιώσει κατ’ αρχάς την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία και στη συνέχεια, διερχόμενος μέσω της Βουλγαρίας, να κινηθεί προς το νοτιότερο σημείο της βαλκανικής χερσονήσου
Με τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο, τον Φαναριώτη Φιλικό Γεώργιο Καντακουζηνό και μερικούς ακόμη συνεργάτες, ο Υψηλάντης πέρασε τον ποταμό Προύθο (22 Φεβρουαρίου) με προορισμό το Ιάσιο, όπου και έτυχε της θερμής υποδοχής όχι μόνο του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου-Βόδα αλλά και ένοπλων τμημάτων της Μολδαβίας. Δύο ημέρες μετά (24 Φεβρουαρίου) ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κυκλοφόρησε από το «Γενικόν Στρατόπεδον του Ιασίου» την περίφημη προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
Στις αμέσως επόμενες ημέρες ο Γενικός Αρχηγός συνοδευόμενος από 2.000 ενόπλους, άφησε το Ιάσιο και κατευθύνθηκε στην πόλη Φωξάνη στα σύνορα Μολδαβίας και Βλαχίας, όπου και συγκροτήθηκε ο επαναστατικός στρατός του από εκατοντάδες εθελοντές που ορκίσθηκαν στον «υπέρ της ελευθερίας της Πατρίδος όρκον». Επίλεκτο τμήμα αυτού του στρατού αποτέλεσαν ο περίφημος «Ιερός Λόχος» 400 περίπου «μαυροφόρων» ‒στελεχωμένος από Έλληνες σπουδαστές του Ελληνικού Σχολείου Οδησσού‒ και ένα ελαφρύ ιππικό 200 ανδρών, με αρχηγό τους τον πρίγκηπα Γεώργιο Καντακουζηνό.
Στόχος του Υψηλάντη ήταν να εδραιώσει κατ’ αρχάς την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία και στη συνέχεια, διερχόμενος μέσω της Βουλγαρίας, να κινηθεί προς το νοτιότερο σημείο της βαλκανικής χερσονήσου.
Η σύντομη «συνεργασία» και σχέση «εμπιστοσύνης» μεταξύ Υψηλάντη και Βλαδιμηρέσκου ήταν όμως, έτσι κι αλλιώς, θέμα χρόνου να διαρραγεί. Στόχος του τελευταίου δεν ήταν κάποια εθνική διεκδίκηση, αλλά η εξασφάλιση δημοσιονομικών και διοικητικών προνομίων των αγροτών, για να εξαλείψει την κοινωνική ανισότητα.
Η αλλαγή στάσης του Βλαδιμηρέσκου, ο αφορισμός της ηγεσίας του κινήματος και του ηγεμόνα Μιχ. Σούτσου από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ και την Ιερά Σύνοδο (23 Μαρτίου 1821), κατ’ απαίτηση της Πύλης, η καταδίκη και αποκήρυξη του κινήματος από τον Τσάρο που συμμετείχε στο συνέδριο της (Πενταπλής) Ιερής Συμμαχίας στο Λάιμπαχ (Λουμπλιάνα), η ανάληψη στρατιωτικής δράσης από πλευράς των Οθωμανών, η συντριβή του επίλεκτου Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι (Ιούνιο 1821), προκάλεσαν απογοήτευση στον Υψηλάντη. Το κίνημά του είχε όμως αποτελέσει, αναμφίβολα, ένα δυνατό επαναστατικό σάλπισμα που «άνοιξε το δρόμο» της απελευθέρωσης των Ελλήνων, έκανε αίσθηση σε όλη την Ευρώπη και είχε πολλούς αποδέκτες.
Λόγω του άδοξου τέλους του εγχειρήματός του, ο Υψηλάντης έκανε αρχικά σκέψεις να διαφύγει στα ρωσικά εδάφη, και ακολούθως να κατευθυνθεί προς το νότιο ελλαδικό χώρο, όπου η Επανάσταση είχε ήδη ξεσπάσει. Τελικά κατέφυγε στην Αψβουργική Αυτοκρατορία όπου οι δοκιμασίες του συνεχίσθηκαν. Ο άλλοτε ισχυρός δίπλα στον Τσάρο άνδρας, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκάθειρκτος, «πιόνι» στα χέρια του Μέττερνιχ. Για τα χρόνια της φυλάκισής του, τα έξοδα της κράτησής του, τα σοβαρά προβλήματα υγείας κ.λπ., αποκαλυπτικά είναι τα αυστριακά αρχεία, στα οποία μικρή έρευνα διεξήγαγε ο αείμνηστος Π. Ενεπεκίδης, ενώ ο Αυστριακός ιστορικός Peter Broucek μελέτησε σε βάθος για το θέμα.
Επτά περίπου χρόνια μετά, σε φυλακές εντός της Αυστρουγγαρίας, ο Αλέξ. Υψηλάντης αποφυλακίσθηκε, με μεσολάβηση αυτή τη φορά του νέου Τσάρου Νικολάου Α΄, ζώντας και πάλι υπό περιορισμό, μέσα στη Βιέννη, πιστός πάντοτε στις ιδέες του. Η υγεία του όμως είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Απεβίωσε «εξ ιδρωψίας του στήθους και του καρδιακού θυλακίου» (31 Ιανουαρίου 1828), στο πανδοχείο «Στο χρυσούν απίδιον». Ήταν μόλις 35 ετών.
Δεν πρόλαβε να δει να παίρνει «σάρκα και οστά» αυτό που είχε οραματιστεί και για το οποίο είχε θυσιάσει τα πάντα (καριέρα, χρήματα, υγεία, την ίδια τη ζωή του).
Είχε όμως την τύχη να το ζήσει ο αδελφός του Δημήτριος, ο οποίος από το καλοκαίρι του 1821 ως Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής κατήλθε στην Ελλάδα, αγωνίστηκε ενάντια και στους Τούρκους και στις πολιτικές των κοτζαμπάσηδων, και ολοκλήρωσε τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα με τη νικηφόρα μάχη του στην Πέτρα Βοιωτίας, τον Σεπτέμβριο του 1829.
* Ο Κυριάκος Χατζηκυριακίδης είναι επίκουρος καθηγητής Έδρας Ποντιακών Σπουδών ΑΠΘ