Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

«Iσως να φταίει πως πάντα αναζητούσα περισσότερα απ’ το ηλιοβασίλεμα…», επαναλαμβάνει σκεπτικά η ηρωίδα στη νέα, τετράωρη ταινία Nymph()maniac του 57χρονου Δανού Λαρς Φον Τρίερ. Όπως και ο συμπατριώτης του Ντράγιερ, ο Τρίερ επιλέγει γυναίκες, ως βασικές ηρωίδες, για να ανιχνεύσει τα συστήματα εξουσίας.
Στο επίκεντρο των ψυχαναλυτικών διερευνήσεων των Φρόιντ και Βίλχελμ Ράιχ, η πολυπλοκότητα της σεξουαλικότητας, που αγγίζει ακόμα και το σαδομαζοχισμό, στον Τρίερ δεν εμφανίζεται ως ρηχό αντιστάθμισμα της μπουρζουάδικης πλήξης, αλλά ως απελπισμένη προσπάθεια αναχαίτισης του γυναικείου ευνουχισμού, σε μια υποκριτική και φαλλοκρατική κοινωνία, που απαξιώνει το μερίδιο της γυναικείας ηδονής στο ερωτικό παιχνίδι.
Στο ασκητικό σπιτικό του, ένας πράος μεσήλικας, ονόματι Σέλιγκμαν (Στέλαν Σκάρσγκαρντ), περιθάλπει μια κακοποιημένη γυναίκα, που βρήκε μισολιπόθυμη έξω από το σπίτι του. Την ενθαρρύνει να του εξηγήσει τι έχει συμβεί και η Τζο (Σαρλότ Γκενσμπούρ) αρχίζει να αφηγείται την περίεργη ιστορία της, στην αναζήτηση σαρκικής ηδονής, μέσα από ένα ευρύ φάσμα ερωτικών συντρόφων. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα της (Κρίστιαν Σλέιτερ) βρίσκει τον έρωτα στο πρόσωπο του πρώτου της εραστή Ζερόμ (Σία ΛαΜπεφ). Ο πόθος, όμως δεν είναι ανεξάντλητος και η Τζο συνειδητοποιεί την ψευδαίσθηση του έρωτα. Προσπαθώντας να ανακτήσει τη χαμένη ηδονή, καταφεύγει στο σωματικό πόνο, με αυτοτραυματισμούς και σαδομαζοχιστικές συνευρέσεις, ανακαλύπτοντας μια διαφορετική ερωτική διέγερση, ως θύμα. Αποζητώντας τη λύτρωση, αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον εθισμό της στο σεξ με ομαδική ψυχοθεραπεία, την καταπνίγει όμως η κοινωνική υποκρισία και μεταλλάσσεται σε αδίστακτο θύτη, μέσα από επικίνδυνα κυκλώματα είσπραξης χρεών. Οι μοιραίες συμπτώσεις, σχετικά με μια έφηβη προστατευόμενή της, θα την κάνουν να βιώσει μια σκληρή προδοσία.
Χωρισμένο σε εννέα κεφάλαια, με ευφάνταστους τίτλους, το πρώτο μέρος, γεμάτο νεανικό αισθησιασμό και χιούμορ, αφήνει αίσθηση ανάτασης, για να ακολουθήσει στο δεύτερο μέρος ο ψυχικός πόνος και η συντριβή της ηρωίδας.
Σε μια ισότιμη παρουσίαση γυναικείου και αντρικού γυμνού, με την πυρετώδη ένταση που διακατέχει τα σκίτσα του Έγκον Σίλε και μακριά από τη συνήθη αισθησιακή λαγνεία, η σαρκική υπόσταση ενός λαβωμένου ερωτισμού αποδίδεται με μια αντικομφορμιστική διάσταση της σεξουαλικότητας, στα χνάρια του Ντε Σαντ και του Μπατάιγ.
Οι εμβόλιμες εικόνες στη φιλμική ροή, σε μια εξαιρετικά εμπνευσμένη σκηνοθεσία, λειτουργούν ως εικονογραφημένες παραβολές, ακολουθώντας τη βιβλική ερμηνεία που προσδίδει ο α-σεξουαλικός εξομολογητής Σέλιγκμαν, εξαγνίζοντας τις προκλητικές περιγραφές της ενοχικής Τζο. Ο παραλληλισμός με το ψάρεμα και το δόλωμα-νύμφη, με συνειρμικές αναφορές στην αρμονία των αριθμών  Ακολουθίες Φιμπονάτσι, Πυθαγόρειο Θεώρημα, χρυσή τομή- μαζί με θρησκευτικές εικόνες, γκραβούρες και νούμερα που εισβάλλουν στην οθόνη, συνθέτουν ένα πολυποίκιλο σύστημα εννοιών, με καλοδομημένο μοντάζ και εύστοχο επιμερισμό της οθόνης σε παράλληλες δράσεις.
Η ταινία δομείται κατά το cantus firmus της δυτικής πολυφωνικής μουσικής, προϋπάρχουσα μελωδία γύρω από την οποία περιστρέφεται ολόκληρη η σύνθεση, για να αποδώσει την αρμονική διάσταση του έρωτα, στοιχειώδους συστατικού στην ολοκλήρωση της ανθρώπινης φύσης. Στην αναζήτηση της λύτρωσης από τη μοναξιά, χρησιμοποιείται η μπαρόκ σύνθεση του μέγιστου Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, που συνενώνει τις θεολογικές ανησυχίες του Τρίερ, γύρω από την πουριτανική ηθική του προτεσταντισμού και τις διαφορές δυτικής και ανατολικής εκκλησίας. Το πένθιμο ηχόχρωμα, όμως, του εκκλησιαστικού οργάνου, στο Ich ruf’ zu dir, Herr Jesu Christ του Μπαχ, από το πρωτοποριακό Μικρό βιβλίο για εκκλησιαστικό όργανο, βασισμένο σε παραδοσιακούς λουθηρανικούς ύμνους, υπονομεύει την αρμονία, υπογραμμίζοντας το ανέφικτο. Η ίδια πένθιμη μελωδία ανοίγει και το Σολάρις του Ταρκόφσκι, σε μια τάση του Τρίερ να αποτίνει φόρο τιμής στους μεγάλους του δασκάλους. Το Βαλς του Σοστακόβιτς, από τη δεύτερη Τζαζ Σουίτα, μουσικό θέμα στη σκηνή όπου η μικρή Τζο και η φιλεναδούλα της συνειδητοποιούν τον ερωτισμό τους, έχει γίνει πασίγνωστο από το Μάτια ερμητικά κλειστά του Κιούμπρικ, ενώ το Born to be wild των Steppenwolf, που ακούγεται στο τρένο, όπου οι έφηβες πλέον φιλενάδες, ως λολίτες, ανταγωνίζονται στην αναζήτηση ερωτικών θυμάτων, χαρακτήρισε την ταινία ορόσημο του ’60 Ξένοιαστος Καβαλάρης του Ντένις Χόπερ. Επίσης, το βερολινέζικο industrial-metal συγκρότημα Rammstein, με το οποίο ανοίγει η ταινία, χρησιμοποιείται και απ’ τον Ντέιβιντ Λιντς στη Χαμένη Λεωφόρο, ενώ η ταινία κλείνει με το γνωστό απ’ τον Τζίμι Χέντριξ Hey Joe, τραγουδισμένο απ’ την πρωταγωνίστρια.
Δεύτερο μουσικό μοτίβο που επανέρχεται στη διάρκεια της ταινίας, χαρακτηρίζοντας τον εσώτερο και μοναχικό κόσμο της Τζο, αποτελεί και η ρομαντική μελωδία της σονάτας για βιολί και πιάνο σε λα Μείζονα, του γαλλοβέλγου Σεζάρ Φρανκ, που ήταν και οργανίστας.
Αν στο Melancholia είχαμε γάμο-παρωδία, στο Nymph()maniac έχουμε τη διάλυση της οικογενειακής εστίας, παραμονή Χριστουγέννων. Ο Τρίερ αποδομεί κάθε ύστατο καταφύγιο -έρωτα, ηδονή, οικογένεια, μητρότητα – ακόμα και τη φιλία, για να καταλήξει στη σαρκαστική ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!