Του Σταύρου Γεωργά
Την εβδομάδα που πέρασε, δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα που καλύπτει γενικά τον ασαφή «χώρο» του ΣΥΡΙΖΑ ένα είδος ντιμπέιτ, σαν αυτά που βλέπαμε προεκλογικά: ερωτήθηκαν και απάντησαν δυο δημοσιογράφοι της ΕΡΤ -ένας που δεν πήγε στη ΔΤ κι ένας που πήγε. Εννοείται πως ο δεύτερος μίλησε για το αναφαίρετο δικαίωμα οποιουδήποτε (πολλώ μάλλον κάποιου που έχει ανάγκες) να εργαστεί, προέτρεψε να κοιτάξουμε μπροστά κ.λπ., έδωσε, με δυο λόγια, την αναμενόμενη θλιβερή εικόνα.
Προσαρμοσμένος στην αναπόφευκτη σκηνοθεσία του ντιμπέιτ, τον φαντάστηκα να απαντά κοιτάζοντας κάτω, τα κορδόνια των παπουτσιών του, αμήχανος -ή, πάλι, επιθετικά: υπερφαλαγγίζοντας την αμηχανία του και κάποιο ακαθόριστο αίσθημα προδοσίας των συναδέλφων που αγωνίζονται. Βέβαια, η ρητορική που συνοδεύει την ενδοτικότητα έχει διαμορφωθεί διαμέσου των αιώνων και κατέληξε τόσο άκαμπτη όσο και η ρητορική τού ευ αγωνίζεσθαι: και οι δυο συνάδελφοι μιλούσαν αντιγράφοντας από ένα διαχρονικό «σκονάκι». Ώστε ο ισχυρισμός μου πως «φαντάστηκα» σημαίνει, στην πραγματικότητα, πως ενεργοποίησα ένα απόθεμα: μετά τον Δήμο Σταρένιο, όλοι ξέρουμε πώς μιλούν οι δωσίλογοι… Όταν όμως ολοκλήρωσα την ενημέρωσή μου, την πληρέστατη χάρη σ’ αυτό το ντιμπέιτ, ανακάλυψα πως ντρεπόμουν, ντρεπόμουν πολύ για όσα είχα ενεργοποιήσει ή φανταστεί.
Ντρεπόμουν όπως ντρέπομαι στο λεωφορείο ή στο τρένο όταν κάποιος καθισμένος απέναντί μου εκφωνεί την προσωπική ζωή του στο κινητό: σαν να φταίω που είμαι εκείνη τη στιγμή αδιάκριτος. Κι επειδή δεν φταίω (τουλάχιστον μέχρι να προσχωρήσω στο facebook, οπότε προσυπογράφω τη γενικευμένη αδιακρισία ως μορφή επικοινωνίας), αμέσως θυμώνω: Γιατί, ρε φίλε, με κάνεις αδιάκριτο ερήμην μου; Γιατί, αγαπητέ μου συνάδελφε, με κάνεις να διαχωρίσω τα πρόβατα από τα ερίφια καθώς βαδίζουμε όλοι προς τη σφαγή; Το ντιμπέιτ είναι αυτό ακριβώς που θα ’πρεπε αυτή τη στιγμή ν’ αποφύγουμε πάση θυσία, γιατί προς τα εκεί εξωθούμεθα: Αν αύριο ζητήσεις να πληρωθείς από τη δική σου εφημερίδα, όντας επί μήνες απλήρωτος (μια υπόθεση εργασίας διατυπώνω), εκατοντάδες άξιοι συνάδελφοι που απολύθηκαν χθες θα έχουν δίκιο ή άδικο να στήσουν το ντιμπέιτ των ήδη εναντίον των οιονεί ανέργων – που έχουν στο κάτω-κάτω κάτι να λαμβάνουν, έστω λειψό, κι επιπλέον ασφάλιση και την άνεση να μην πουν ακόμη στα παιδιά τους ότι η μαμά ή ο μπαμπάς δεν έχει δουλειά;
Καθώς ενεργοποιούνται ένας-ένας οι αυτοματισμοί, επιταχύνουμε στον κατήφορο – ενώ η πραγματικότητα ετοιμάζεται να γελοιογραφήσει μεθαύριο τη ρητορική μας: Στην κοινωνία του πολέμου όλων εναντίον όλων, που από ντιμπέιτ σε ντιμπέιτ αποδεχόμαστε, δεν είμαι σίγουρος ότι θα είμαι και αύριο ο ηρωικός τύπος που σήμερα μπορώ ακόμη να καμαρώνω κοιτάζοντας στον καθρέφτη μου: η ηθική πτώχευση είναι η χειρότερη μορφή της κρίσης – και θα ’ρθει μαζί με τα προσχήματά της όταν σφίξει η ευτελής, προσωπική ανάγκη. Τότε θα χρειαστώ άλλο ντιμπέιτ, χυδαιότερο, όπου τα κορδόνια των παπουτσιών του θα τα κοιτάζει ο κατάλληλος άλλος.