Με αφορμή την κυκλοφορία του δεύτερου βιβλίου του, συνομιλήσαμε τον φιλόλογο και συγγραφέα Νίκο Σταθόπουλο. Μια συζήτηση που θα σας φανεί ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σχετικά με τη λογοτεχνία, την ιστορία, την Επανάσταση του ΄21, την πίστη, τον άνθρωπο κ.ά.
Ο Νίκος Σταθόπουλος γεννήθηκε αρχές του ’60 και έζησε πολλά χρόνια στην Αθήνα. Σπούδασε Βυζαντινό και Νεοελληνικό Πολιτισμό στο ΕΚΠΑ και Θεωρία των Σχέσεων Λογοτεχνίας και Γλώσσας στη Μεγάλη Βρετανία. Δραστηριοποιήθηκε στον ευρύτερο χώρο της ιδιωτικής παιδείας, έχει εκδώσει επιστημονικές εργασίες εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος και αρθρογραφεί τακτικά σε έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο με πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική και λογοτεχνική θεματολογία. Σήμερα ζει στους Μολάους Λακωνίας έχοντας εγκαταλείψει ένα «συμβιωτικό παράδειγμα» που ακόμα και την ιερή πρωταρχικότητα της τέχνης την καταντά «δημοκρατία του ασήμαντου». «Των εκλείψεων…» ήταν η πρώτη του λογοτεχνική έκφραση και «Της επανάστασης» η δεύτερη.
«Της Επανάστασης», που εκδόθηκε πρόσφατα από τον “Αρμό”, είναι η δεύτερη λογοτεχνική σας κατάθεση – ή μήπως δεν μιλάμε ακριβώς για λογοτεχνία;
Λογοτεχνία είναι η γλωσσική αναπαράσταση του κόσμου με τρόπους που να καθιστούν ελκυστική μια αποκλίνουσα αίσθηση των πραγμάτων. Όχι γνώση και πληροφορία αλλά αίσθηση, πνευματική πρόσληψη, ενέργεια ψυχής. Έτσι, ναι, και τα δύο βιβλία είναι λογοτεχνικά. Είναι δραματικές αναπλάσεις φανταστικών και πραγματικών στοιχείων που απηχούν έναν πόνο και υπηρετούν μια νέα διαχείριση της ζωής. Βέβαια, στο «Της Επανάστασης» η λογοτεχνικότητα δεν αφορά μορφές μυθοπλασίας αλλά «κλίμα», υποβολή και συγκίνηση που αφορούν ιστορικά πρόσωπα με ήδη μελετημένη ζωή και δράση. Πάντα με δεδομένο ότι «διαβάζουμε» τα πράγματα με ορισμένο τρόπο.
Η πεζογραφία σας χαρακτηρίζεται σαφώς από έντονο ποιητικό στοιχείο. Θεωρείτε το πρώτο σας βιβλίο, «Των εκλείψεων…», πιο λογοτεχνικό από το «Της Επανάστασης» τόσο ως προς τη γραφή όσο και ως προς τη μυθοπλασία;
Και το πρώτο μου βιβλίο προσδιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό εντός της πραγματικής Ιστορίας και με πραγματικούς ανθρώπους. Η «ποιητικότητα» είναι μια χρήση της γλώσσας που αποδεσμεύει από τη σχετικότητα του συγκεκριμένου και «υποδεικνύει» αθέατες πλευρές και ενδεχόμενα που επιτρέπουν το «όνειρο» και την προσωπική ελπίδα. Η σύγχρονη συστημική ακαδημαϊκότητα θέλει σχηματικούς διαχωρισμούς ανάμεσα στη «μεγάλη» και τη «μικρή» ιστορία γιατί με τον τρόπο αυτό εγκλωβίζει τους ανθρώπους σε μια διαρκή μεσολάβηση της ζωής τους. Η τέχνη πρέπει να σπάει αυτά τα στεγανά και να δείχνει την όποια τραγωδία ή ουτοπία σαν «παράμετρο» του προσώπου που θέλει δε θέλει ζει και καθορίζεται από ποικίλα περιβάλλοντα. Αν η τέχνη εκφυλιστεί σε «καλογραμμένους αναστοχασμούς» για την «προσωπική εμπειρία», τότε η μεθοδευόμενη «γυάλα» θα δώσει στον περίκλειστο ναρκισσισμό τη φαντασμαγορία μιας σπουδαιότητας ενώ (θα) είναι απλώς οι ηχηρές σαπουνόφουσκες του ξεριζωμένου Εγώ.
Γιατί «Της Επανάστασης»; Πώς επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο;
Γιατί σημασία έχει να τοποθετείς την «ανθρώπινη περίπτωση» στο μεγάλο κάδρο όπου ριζώνει το πρόσωπο και η μοίρα, και όχι να απομονώνεις τη μορφή λες και είναι μια απροϋπόθετη ύπαρξη «κάπου, κάποτε..», δηλαδή πουθενά! Και, επίσης, γιατί πρέπει να οικειοποιηθούμε ξανά τις θεμελιώδεις λέξεις της ανθρώπινης αγωνίας μέσα στον πολιτισμό, να μην τις αφήσουμε να τις κατακρεουργεί και να τις ταπεινώνει η παμφάγα και ασεβέστατη «ευρηματικότητα» της καπιταλιστικής μανίας για «καινούργιο». Το ’21 ήταν μια σύνθετη πολιτική επαναστατική διαδικασία βίαιης ρήξης με συνθήκες που ακύρωναν την εθνική ιστορική παρουσία: Δεν ήταν ένα κάποιο «ιστορικό γεγονός» με αόριστο χαρακτήρα ενός «γίγνεσθαι»!
Είναι προφανές ότι την ιστορία την «κατέχετε». Ωστόσο το κίνητρό σας, να γράψετε τα συγκεκριμένα κείμενα, δεν φαίνεται να είναι ιστοριογραφικό. Τι σας ώθησε να μιλήσετε γι’ αυτές τις δεκαπέντε μορφές του Αγώνα;
Μιλώντας για το ‘21 με την επίκληση των συγκεκριμένων ανθρώπων που «έβαλαν μπρος τη μηχανή» της εθνικής απελευθέρωσης, θέλησα να υπενθυμίσω την πρωταρχικότητα της ανθρώπινης βούλησης, το πόσο θεμελιώδες και όντως μεσσιανικό είναι η εσωτερική ελευθερία που κάνει τον άνθρωπο δημιουργό και όχι καταναλωτή. Αυτές οι διαβόητες «συνθήκες», τόσο προσφιλείς στη θετικιστική σκέψη του καλπάζοντος «επιστημονισμού», ακυρώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και, έτσι, μοντάρουν εικόνες πραγματικότητας κατά το δοκούν, δηλαδή είναι μηχανισμοί του συστήματος και «κόλπα» ελέγχου των προϋποθέσεων εξέγερσης. Όμως ο Κλέφτης και ο Αρματολός δεν ήταν «σχήματα», αλλά ζωντανοί άνθρωποι με γλώσσα, πίστη, απόψεις, γούστα, ελαττώματα, πάθη, συνήθειες, κι αυτό είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι το ‘21, όπως και κάθε απελευθερωτική κίνηση των κοινωνιών και των λαών, δεν ανήκει στους «ειδικούς», αλλά στους άμεσους φυσικούς ανθρώπους και τη σχέση τους με την ίδια την εμπειρία τους. Οι «ειδικοί» δίνουν στο ’21 τη διάσταση ενός άπιαστου μύθου ή μιας «εξαίρεσης» ακριβώς για να το καταστήσουν μουσειακό, ουτοπικό και «μάθημα», δηλαδή να πείσουν ότι «’21 δεν ξαναγίνονται»!
«Θυμάμαι το ’21» σημαίνει σπουδάζω τη διαλεκτική της προσωποποίησής μου και φιλτράρω το παρόν με όρους πολιτικών, πολιτισμικών και ηθικών ποιοτήτων που διαφυλάσσουν τη σωστική μου ιδιοπροσωπία. Θέλουν ένα ’21 κατασκεύασμα τάχα της δυτικής επιρροής, γιατί αλλιώς η εξαναγκαστική «ευρωπαϊκή μοίρα» μας αποκαλύπτεται ολόγυμνα ως μια εκβιαστική αλλοτρίωση οικονομικοταξικής σκοπιμότητας
Υπάρχουν, λοιπόν, «ήρωες» και «κοινοί θνητοί»; Τι διακρίνει τον ένα από τον άλλο; Και πόσο ωφέλιμη είναι αυτή η αντίληψη στους παρόντες καιρούς;
Ναι, και στη δική μας και σε κάθε εποχή υπάρχουν οι πρωτοπόροι και οι ουραγοί, οι μετέχοντες και οι απέχοντες, οι ιδεολόγοι της αυταπάρνησης και οι συμφεροντολόγοι της υπολογιστικότητας. Σήμερα, με μια διαφημιστική μαζική κουλτούρα «εξισωτισμού προς τα κάτω», μας εξαναγκάζουν να γίνουμε μια αδιαφοροποίητη μάζα προσαρμοσμένων-προσαρμοστικών χωρίς πάθος δημιουργικής διάκρισης. Το να μιλήσεις για τους ήρωες, για τους πρωτοπόρους που ανέλαβαν το ρίσκο της μαζικής αφύπνισης, είναι προαγωγή μιας παιδείας διεκδίκησης του άριστου, δηλαδή ό,τι ανυψώνει τη στάθμη της κοινότητας και «βάζει πλάτη» στον γενικό μόχθο να «σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Ο καθένας μπορεί και πρέπει να είναι «πρωτοπόρος», κι αυτό τρέμουν οι σύγχρονες εξουσίες, που είναι θεμελιωμένες, απόλυτα και ολοκληρωτικά, στην ανάθεση, δηλαδή στην υποκατάσταση και την ανελευθερία.
Αυτά τα δεκαπέντε πρόσωπα, μεταφερόμενα σαν ανθρώπινες αξίες στο σήμερα, πού πιστεύετε ότι θα ήταν «επιτυχημένα»;
Τα πρόσωπα αυτά αρνήθηκαν βαθιά και τελεσίδικα την έννοια της «επιτυχίας», έτσι όπως αυτή σημασιοδοτείται στον χυδαίο κόσμο του εμπορευματικού ανταγωνισμού. Θα μπορούσαν να κάνουν λαμπρή καριέρα με τους παρόντες όρους: η Μπουμπουλίνα, αίφνης, είχε «επιχειρηματικό δαιμόνιο», ο Γέρος είχε σύνεση με προοπτική και θα μπορούσε να γίνει ένας αποτελεσματικός «επενδυτής», ο Δικαίος ήταν γεννημένος για πολιτικάντης μεγάλης εμβέλειας! Ωστόσο, αυτήν ακριβώς την αξιακή αντίληψη την απομυθοποίησαν, «σχεδίασαν» το μέλλον τους ως προσφορά και θυσία, άρα, ακόμα κι όταν γίνονταν εκρήξεις του εγώ τους, ακόμα και τότε αυτό ήταν «υποθηκευμένο» σε μια κουλτούρα και ηθική της «αναφοράς στον άλλο». Ενώ σήμερα πρυτανεύει καταθλιπτικά η τυφλή ναρκισσιστική εγωπάθεια, περιφρουρούμενη από έναν ευνουχιστικό «ρεαλιστικό ορθολογισμό».
Η Ιστορία, τελικά, γράφεται από τα άτομα ή από τα σύνολα;
Αυτός είναι ένας διαχωρισμός τεχνητός και ψευδοεπιστημονικός. Οι ιστορικές αλλαγές απορρέουν από τη φαντασία και τον νου του υποκειμένου εντός μιας κίνησης συνόλων. Αυτό που έχει σημασία είναι η βαθιά ηθική της δράσης του υποκειμένου, αν, δηλαδή, ορίζεται από την «κοινοτική αρχή» ή αν εκφράζει το πνεύμα της μερικότητας και του εγωισμού. Οι «παππούδες» του ’21 ενσαρκώνουν το ιδεώδες της συλλογικής συνείδησης που αυτοθεμελιώνεται στο «καλός καγαθός».
Θα λέγατε, στο πλαίσιο αυτό, ότι η μνήμη καθορίζει τον άνθρωπο;
Η μνήμη είναι η συνείδηση ότι αποτελούμε συνέχεια μέσα στον χρόνο, η οποία συνείδηση πραγματώνεται σαν συνέχεια ενός έργου, άρα στερεώνει μια ταυτότητα και αποσοβεί το απρόσωπο μηδενιστικό χάος που αποτελεί την πεμπτουσία της σύγχρονης καπιταλιστικής θέσμισης. «Θυμάμαι το ’21» σημαίνει σπουδάζω τη διαλεκτική της προσωποποίησής μου και φιλτράρω το παρόν με όρους πολιτικών, πολιτισμικών και ηθικών ποιοτήτων που διαφυλάσσουν τη σωστική μου ιδιοπροσωπία. Θέλουν ένα ’21 κατασκεύασμα τάχα της δυτικής επιρροής, γιατί αλλιώς η εξαναγκαστική «ευρωπαϊκή μοίρα» μας αποκαλύπτεται ολόγυμνα ως μια εκβιαστική αλλοτρίωση οικονομικοταξικής σκοπιμότητας.
Ωραία, αυτοί «θέλουν»! Εμείς, ωστόσο, τι κάνουμε; Πού εντοπίζετε το πρόβλημα, πού τη ρίζα της –ας το πούμε έτσι– «εθνικής κακοδαιμονίας»;
Νομίζω πως αυτό έχει απαντηθεί από πολλά χρόνια και απλώς η «σύγχρονη σκέψη» το παραχώνει στα αζήτητα! Η πηγή των συλλογικών δεινών είναι η αποικιακής φύσης σχέση του τόπου με τις οιονεί «Μεγάλες Δυνάμεις» (σήμερα πλέον με τη γενική παγκόσμια «Αγορά»), η ανάπτυξη μιας μεταπρατικής δομής και συνείδησης που εμπεδώνει την υποτέλεια σαν τάχα ταυτότητα και φύση του «Νεοέλληνα». Το ζητούμενο είναι μια πολιτική «από τα κάτω» που με σύγχρονους όρους θα ανανεώνει την παράδοση και θα μετουσιώνει σε επίκαιρο ιστορικό λόγο τις σημασίες που συγκρότησαν ο Ρήγας Βελεστινλής και η Φιλική Εταιρεία, ο Επτανήσιος Ριζοσπαστισμός, το ΕΑΜ και οι μεγάλοι λαϊκοί αγώνες μετεμφυλιακά, μέχρι το Πολυτεχνείο. Είναι κρίσιμο θέμα ο πρακτικός πολιτικός προσδιορισμός της ιστορικής μας ιδιοπροσωπίας σε συνθήκες πολτοποιητικής παγκοσμιοποίησης.
Επικαλούμενος εν τέλει αυτή την ιδιοπροσωπία, αναφέρεστε συχνά στην πίστη στον Θεό, που συνείχε την ιδιοσυγκρασία πολλών από τους ήρωες στους οποίους αναφέρεστε. Σήμερα, τι πιστεύετε ότι θα έκανε τον Έλληνα να πιστέψει σε κάτι πάνω από αυτόν και να γίνει η αλήθεια του;
Επανερχόμαστε στο τραγικό θέμα της γενικευμένης έλλειψης πίστης και οράματος, ως πηγής μιας διαρκούς άτυπης παραίτησης. Η πίστη, πέρα από κάθε εύκολο δογματικό ιδεολογισμό, υπήρξε κεντρικός κινητήριος παράγων στις δράσεις-στάσεις του λαού ενάντια στην ξένη δεσποτεία: δημιουργούσε ένα «αυτονόητο» θυσίας και προσφοράς, ενώ ακόμα και η λιτανεία, όπως έξοχα σημειώνει ο Γιώργος Βαλέτας, λειτουργούσε σαν ιδιότυπη λαϊκή διαδήλωση! Υπήρξε δύναμη πολιτισμικής ταυτοποίησης και κεντρικό συστατικό ενός ιδιαίτερου κοσμοείδωλου, που μόνο εντός του μπορούσε ο ραγιάς να γίνει σαρωτικός κλεφταρματολός. Σήμερα αυτός ο παράγοντας έχει ατονήσει πάρα πολύ, και από λόγους εντελώς δικούς του αλλά και, κυρίως, από ξένες ισχυρότατες και ενορχηστρωμένες επιρροές. Παραμένει «ανοιχτό» το ζήτημα του «ανυψωτικού-υπερβατικού οράματος», συνδεόμενο με μια βαθιά, πολύπλοκη και λεπτουργημένα εκσυγχρονισμένη «επιστροφή» στους ταυτοτικούς μας προσδιορισμούς. Μαζί με μια νέα παιδεία, σε ρήξη με τις κυρίαρχες δομές, που θα αμφισβητεί όχι ειδικές ιστορικές μορφές του καπιταλιστικού γίγνεσθαι, αλλά τα διηνεκή φιλοσοφικά, πολιτισμικά και ηθικά του βάθρα.
Κάνετε, λοιπόν, μια «στρατευμένη τέχνη»; Και πόσο κάτι τέτοιο «έχει τύχη» στους καιρούς μας;
Πιο «στρατευμένη τέχνη» από τη μαζική «δημιουργικογραφίστικη» λογοτεχνία της εποχής μας δεν υπάρχει! Διότι εντελώς οργανωμένα και σχεδιασμένα υποβάλλει συγκεκριμένα αισθητικά, πολιτιστικά, ανθρωπολογικά και κοινωνικά «μέτρα και σταθμά» που προσδιορίζουν τη μοντέρνα «φιλελεύθερη» υπακοή. Επομένως, μια τέχνη που δεν υποτάσσεται παθητικά σε κάθε «πεπατημένη», αισθητική και στοχαστική, δηλαδή μια πολιτικοποιημένη τέχνη εκτός του κυρίαρχου ρεύματος, δεν είναι «στρατευμένη» αλλά το ακριβώς αντίθετο: είναι άρνηση του άρρητου στρατωνισμού που χαρακτηρίζει τις σημερινές όψεις της τελειοποιημένης «μαζικής κουλτούρας». Πρέπει να απορρίψουμε μια «τέχνη» που ωραιοποιεί τις εξελισσόμενες τραγωδίες μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον σε μια θολή και αδιάφορη «υπαρξιακότητα». Πρέπει να «ξαναδούμε» την καλλιτεχνική καινοτομία με πνεύμα καταξίωσης της τέχνης ως δύναμης που ανυψώνει και αμφισβητεί, και όχι ως «προϊόντος» που απλώς εντείνει την «ποικιλία» του «ελεύθερου χρόνου».
Είναι προφανές ότι εσείς από αυτό το πνεύμα διαπνέεστε, αυτή την τέχνη υπηρετείτε. Να ρωτήσουμε αν έχετε ήδη στα σκαριά το επόμενό σας «χτύπημα»;
Η τέχνη είναι ανεξάντλητο πάθος για δημιουργία που δεν ικανοποιεί τις μιζέριες τού εγώ αλλά μετέχει ενεργητικά στις αγωνίες του κόσμου και των ανθρώπων. Ναι, είμαι στον δρόμο μιας νέας «δουλειάς», ενός ιστορικού μυθιστορήματος όπου θα δραματοποιείται η συναρπαστική προσωπική ουτοπία ενός αρχαίου Έλληνα βασιλιά που πολύ αγάπησε την πατρίδα του και τους φτωχούς ανθρώπους. Η λογοτεχνία πρέπει να αποκατασταθεί ως παρηγορητικός και υποστηρικτικός σύντροφος σε μια μαχόμενη ελπίδα δικαιοσύνης και ομορφιάς.
Σε μια ισόβια εξορία σε ένα απομακρυσμένο νησί, ποιον συγγραφέα θα παίρνατε μαζί σας, όπως ο Ντοστογιέφσκι είχε την Καινή Διαθήκη που του χαρίσανε;
Μα τον Ντοστογιέφσκι! Όλον όμως, από το πρώτο βιβλίο μέχρι το τελευταίο άρθρο σε εφημερίδα και την τελευταία επιστολή, όλον! Θα τα φόρτωνα όλα σ’ ένα ταπεινό καροτσάκι και θα τα κουβάλαγα σαν «οικοδομικά υλικά» μιας παγκόσμιας καρδιάς που συνδυάζει Άνθρωπο, Θεό, Πολιτισμό, σε μια μαγική ενότητα ελευθερίας χωρίς προκάτ είτε όρια είτε άπειρα!